Το δημοφιλές αυτό τραγούδι το είχα ακούσει -μέσες άκρες- από τους παλιούς αιωνόβιους μαρουσιώτες –αθμονείς-, που δεν το είχαν ακούσει και αυτοί ολόκληρο. Σχεδόν προ πενήντα ετών ήταν ξεχασμένο και θεωρώ πως ανήκε σε μία από τις πολλές φάσεις του αρβανίτικου εποικισμού στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο με τις ευλογίες των Καταλανών ηγεμόνων των δουκάτων των Αθηνών, της Υπάτης κ.λ.π. και του βασιλιά της Αραγονίας Πέτρου από τον 14ο αιώνα. Το τραγούδι –ποίημα– απείχε πολύ από του να το έχω ολόκληρο. Και το χρειαζόμουν, για την ετυμολογία λέξεων που αγγίζουν τις ελληνικές ρίζες.
Γράφει ο Δηµήτρης Μασούρης
Όταν βρέθηκα για τέσσερα χρόνια γυμνασιάρχης στην Κυπαρισσία, (1974) η επιθυμία μου επανήλθε έντονη. Μία συνάδελφος, που καταγόταν από τα Σουλημοχώρια (Δώριο, Ψάρι, Κόκλα κ.α.) της Μεσσηνίας μου είπε ότι το τραγούδι αυτό το ξέρουν στην πατρίδα της και θα μπορούσαμε να το καταγράψουμε. Δεν πραγματοποιήθηκε όμως αυτή η εξόρμηση προς τα εκεί, εξαιτίας των πολλών τότε υποχρεώσεών μου στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έπειτα η συνάδελφος αγκυροβόλησε στην Αθήνα και έγινε επιλήσμων των πατρίων.
Αργότερα (1987) βρέθηκα στην Καλαμάτα. Την εορτή μάλιστα της Υπαπαντής κάθε φορά μεγάλωνε αυτή μου η επιθυμία. Αλλά, όπου κι αν ρώτησα, ήταν αδύνατο να έχω μία πλήρη μαρτυρία για το τραγούδι- ποίημα. Αυτό το συμπλήρωσα, όταν επισκέφθηκα τις Θεσπιές της Βοιωτίας σε μια μου επιθεώρηση στο εκεί Γυμνάσιο (1992) αλλά πάλι με ελλείψεις. Αργότερα το αρτίωσα χάρη στο φίλο ομότεχνο λογοτέχνη, φιλέρευνο λαογράφο της ιδιαίτερης πατρίδας του της θεσπιακής γης κ. Αντώνη Δημητρίου, γηγενή Βοιωτό, από το αξιόλογο βιβλίο του «Βοιωτική Αμφικτιονία και Ελληνικές Φυλές».
Με αφορμή τη μεγάλη εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου (2 Φεβρουαρίου) πρέπει να μεταφέρω εδώ την προσπάθειά μου και να το διασώσω. Η προέλευσή του είναι αρβανίτικη. Αυτό το τραγούδι προκαλούσε το ενδιαφέρον στους νέους τους παρελθόντες αιώνες, ιδιαίτερα κατά το Τριώδιο, όταν στα επιτραπέζια συμπόσια μαζί με την Ιτιά, Ιτιά, την Παπαλάμπραινα κ.ά. δημοτικά τραγούδια έλεγαν και αυτό, όταν ήθελαν να πρωτοτυπήσουν, θυμηδίας χάριν ή παιδιάς, ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες τους. Η υπόθεσή του είναι απλή. Η μάνα το πρωί της Υπαπαντής παρακινεί την όμορφη κόρη της να φορέσει τα καλά της και να πάει στην εκκλησία, συμβουλεύοντάς την. Λέει το τραγούδι –ποίημα– που είναι γραμμένο στο ελληνικό αλφάβητο.
Οι φιλόλογοι Κουπιτώρης Π. (1821-1881), Υδραίος, και ο Χριστοφορίδης Κ. (1827-1895), Ελβασανίτης, αγωνίστηκαν για την καθιέρωση του ελληνικού αλφαβήτου στο γραπτό λόγο της αλβανικής, δυστυχώς άκαρπα, γιατί κυριάρχησε ο εκλατινισμός του αλβανικού έθνους, που συμπαρέσυρε και το αρβανίτικο στοιχείο. Μετάφραση της Αγίας Γραφής του Χριστοφορίδη στα αρβανίτικα κατέχει ο συμπολίτης μας κ. Τάκης Ανδρεάδης, ένα βιβλίο σήμερα δυσεύρετο. Η μετάφραση του τραγουδιού είναι του κ. Αντ. Δημητρίου. Ας δούμε το τραγούδι:
❍ ❍ ❍
Ρα καμπάνα ι παπαντίσου=χτύπησε η καμπάνα της Υπαπαντής
γκρου Μαριώ του βες νου κλίσιου=σήκω Μαριώ να πας στην εκκλησία
Ρα καμπάνα ντι τρι χέρου=χτύπησε η καμπάνα δυο τρεις φορές
βούρε εμπούκουρου τσιμπέρου=βάλε αυτό το ωραίο τσεμπέρι
λιέσου του κρίε εμπάνου=που κρατά τα μαλλιά στο κεφάλι
πουρ του ντούκες μπουκουράνου=και σε κάνουν ομορφούλα
κλίσα πλιότ γα κόσμι ιμέρου=η εκκλησία γεμάτη από κόσμο καλό
λιάρτου ποστ Μαριώ μος πρίρου=μη γυρνάς πάνω κάτω Μαριώ μου
μίρε κούμουντου μο νιόρα=κάνε τα βήματα πιο γρήγορα
νούκου στρούμπες τι γα μπόρα=και μη φοβάσαι από τη μπόρα
κάκι τρίμα φρίμουν μπάνου= τόσοι λεβέντες κρατούν την ανάσα
που του μπούκουρου σεβντάνου= για την όμορφη αγάπη.
❍ ❍ ❍
Σήμερα αυτό το δημοφιλές ποίημα κανείς δε το γνωρίζει ή το γνωρίζει λίγο. Πολύ δε περισσότερο πώς τραγουδιόταν. Μερικοί, που διανύουν τη δεκάτη δεκαετία της ζωής τους ίσως το θυμούνται ανάκατα –δείγμα ότι επέζησε– στην Πελοπόννησο ιδιαίτερα στη Μεσσηνία, την Κορινθία, αχνά στα Μεσόγεια ή τις Αχαρνές ή τα νησιά του Αργοσαρωνικού ακόμη και στη Βοιωτία, όπου ξέφυγε από τη λήθη.