Οι δύο άντρες κάθονταν στο διπλανό τραπέζι. Συναντήθηκαν μετά από πολλά χρόνια, όπως κατάλαβα από τη συνομιλία τους, και με φανερή χαρά και πυρετώδη διάθεση έλεγαν τα νέα τους, δηλαδή, αυτά που έζησαν τον τελευταίο καιρό, που ο ένας είχε χάσει τα ίχνη του άλλου, όπως συνηθίζουμε να λέμε συχνά.
– Ναι, βέβαια παντρεύτηκα… και από έρωτα μάλιστα… και στάθηκα τυχερός. Η γυναίκα μου είναι αστέρι. Έχω και δύο παιδάκια. Εσύ;
– Βέβαια παντρεύτηκα. Καλοπαντρεύτηκα θα έλεγα. Έτυχε τα πεθερικά μου να έχουν τον τρόπο τους… δηλαδή μεγάλη οικονομική άνεση και έτσι μπόρεσα να «ξανοιχτώ» κι εγώ στις δουλειές μου με επιτυχία. Έχω κάνει και δυο γιους, πολύ ζωηρούς… σωστά αντίγραφα του πατέρα τους… Aκολούθησαν γέλια, τσούγκρισμα στα ποτήρια και συνέχεια της κουβέντας με ερώτηση του πρώτου προς τον δεύτερο:
– Mένεις μαζί με τα πεθερικά σου;
Ο άλλος φάνηκε σα να κεραυνοχτυπήθηκε από την ερώτηση:
– Τι είπες μωρέ; Μόνοι μας μένουμε. Καλά, ο πεθερός μου είναι ανθρωπάκι του Θεού, αλλά η πεθερά μου σωστός κέρβερος. Δεν την πιάνεις πουθενά. Είναι πάντα ετοιμοπόλεμη για να επιτεθεί και να αποκρούσει τον υποτιθέμενο εχθρό. Επαναστατεί και για το ελάχιστο που θα συμβεί στο σπίτι μας και δεν θα της αρέσει, ή δεν θα της κάτσει καλά. Την καθημερινότητά μας την ξέρει εκείνη απέξω κι ανακατωτά από την προηγούμενη ημέρα, και την έχει «διακοσμήσει» και με τις δικές της ευρηματικές θεωρίες, προσθέτοντας και κάποιες παράξενες πινελιές ζήλειας θα έλεγα, όταν βλέπει το «κοριτσάκι της και το μωρό της» όπως λέει, να με κοιτά τρυφερά ή να μου στέλνει μπροστά της και κανένα κλεφτό φιλί.
Αλλά εγώ, κύριος! Έχω τυπώσει στο μυαλό μου με χρυσά γράμματα το δικό μου ηθικό δίδαγμα: «Τσιμουδιά!..». Όλο με το «σεις» και με το «σας» την έχω. «Μητέρα… και μητέρα..» ακούς μόνο από εμένα, και από μέσα μου φτύνω τρεις φορές στον κόρφο μου και σταυρώνομαι. Πού ξέρεις; Πεθερά είναι αυτή, και από αυτά που γράφουν οι στατιστικές, το 60% των γάμων υποφέρει από το «σύνδρομο της κακιάς πεθεράς». Άσε που για ανέκδοτο την πεθερά στα Τουρκικά τη λένε «Σιχτίρ Χανούμ».
– Τι λες μωρέ; Είπε ο πρώτος άντρας. Ποτέ δεν μπόρεσα να εξηγήσω αυτήν την έχθρα για τις πεθερές. Όλες, μα όλες είναι καταστροφικές με μόνιμο αντίπαλο τη νύφη τους ή το γαμπρό τους; Εγώ ξέρω ότι υπάρχουν και καλοί και κακοί άνθρωποι. Μόνο οι πεθερές είναι όλες κακές;
– Δεν σε ρώτησα, συνέχισε ο άλλος, εσύ έχεις πεθερικά;
– Όχι… Δεν έχω. Όταν παντρεύτηκα η γυναίκα μου ήταν ορφανή…
– Έτσι πες μου. Τώρα καταλαβαίνω την τόση καλοσύνη σου για τις πεθερές… Σε εκτελούν εν ψυχρώ σου λέω χωρίς να το πάρεις είδηση. Βέβαια, ξέρουμε ότι παντού και πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις… Μόνο που εδώ είναι ελάχιστες.
Η κουβέντα τους συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Σιγά-σιγά οι αναμνήσεις τους γύρισαν το ρολόι του χρόνου πίσω, όλο και πιο πίσω… Τους έφερε στα φοιτητικά τους χρόνια. Συγκίνηση, γέλια, φάρσες, ξενύχτια, νεανικές αγάπες, υποσχέσεις για μια ζωή, χωρισμοί…
– Αχ! Τι μου θύμισες τώρα… μουρμούρισε με θλίψη ο «πεθερόπληκτος» άντρας. Άντε τώρα που είμαι που είμαι μέσα στην καλή χαρά, να βρω στο σπίτι μου την πεθερά μου. Α! Ξέχασα να σου πω ένα ωραίο: Προχθές έβλεπε τηλεόραση και ξαφνικά το κανάλι βάζει αυτή τη διαφήμιση –αν την έχεις προσέξει– που φεύγει η πεθερά από το σπίτι της κόρης της και τη συνοδεύει μέχρι την πόρτα ο γαμπρός της, κουνώντας «τρυφερά» το χέρι του και λέγοντας γελαστός «στο καλό πεθερούλα μου» – αφού έχει βγάλει από πριν στα κρυφά το καπάκι από το φρεάτιο του Δήμου που είναι στο πέρασμά της. Η πεθερά γυρίζει-βλοσυρή αλλά και έκπληκτη για τον εγκάρδιο χαιρετισμό του γαμπρού της, – το κεφάλι της προς τα πίσω… και μπλουμ εξαφανίζεται στο φρεάτιο. Και ο γαμπρός, ιδιαίτερα προσεκτικός, κοιτάζει δεξιά και αριστερά, και βάζει το καπάκι από το φρεάτιο στη θέση του… κλείνοντας την πεθερούλα του στο χάος.
– Άλλαξέ το… ούρλιαξε η πεθερά μου… βλέποντας τη διαφήμιση στο κανάλι… Άλλαξέ το… Δεν βλέπει κανείς πια τίποτα της προκοπής πρόσθεσε σφυριχτά. Έτρεξα αμέσως, σοβαρός και αμίλητος και άλλαξα βιαστικά το κανάλι. Είχα όμως την ατυχία να πέσω πάλι σε ανάλογη διαφήμιση: Τώρα, απαριθμώντας ο παρουσιαστής τα πλεονεκτήματα κάποιου ξενοδοχείου –νομίζω- , κατέληγε χαριτολογώντας: «… και παρκάρεις την πεθερά σου στο υπόγειο πάρκινκ, εντελώς δωρεάν…». Τι να σου λέω τώρα; Έγινε χαμός.
Οι δυο φίλοι χαιρετήθηκαν εγκάρδια, αφού αντάλλαξαν τηλέφωνα και διευθύνσεις, για να μη χαθούν πάλι, όπως είπαν, και απομακρύνθηκαν.
Εμένα όμως η σκέψη κόλλησε στο μυαλό μου:
Όταν όλες σχεδόν αυτές «οι κακές πεθερές», γίνονται νταντάδες, καθαρίστριες, πλύστρες, νοσοκόμες, και λείπουν από το νοικοκυριό τους όλη την ημέρα, ή δεν δουλεύουν και με την οικονομική κρίση στερούνται τα απαραίτητα, και κυρίως, όταν αυτές οι «κακές πεθερές» γίνονται Τράπεζες, και «ως από μηχανής Θεός», εξοφλούν τις ληξιπρόθεσμες οφειλές των παιδιών τους, τις απλήρωτες δόσεις των δανείων τους, ενοίκια, σχολεία, φροντιστήρια, φάρμακα, ρούχα, όλα, όλα, και όσα ακόμα μπορούν… στερούμενες εκείνες σχεδόν όλη την κουρεμένη τους σύνταξη… Θέλω να ρωτήσω ξανά: Εκείνες «οι κακές πεθερές» τι είναι; Και θα δώσω τη δική μου απάντηση:
Είναι θύματα της υποκρισίας των ίδιων των παιδιών τους που ανεμίζουν μία σημαία γεμάτη θ έ λ ω και θυμούνται μόνο, όσα δεν μπόρεσαν να τους προσφέρουν οι γονείς τους, και έχουν ξεχάσει εντελώς αυτά που τους έχουν δώσει και πάνω από όλα την ίδια τους τη ζωή.
Ευτυχώς που δεν σκέπτονται έτσι όλα τα παιδιά. Ευτυχώς που υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα – έστω και αδύναμη πολλές φορές- η λέξη σ ε β α σ μ ό ς, που σβήνει την κακόηχη φράση «κακιά πεθερά» και βάζει στη θέση της τη λέξη «μητέρα», γιατί η πεθερά που εξορκίζουν πολλοί νέοι, είναι η μητέρα του συντρόφου τους που επέλεξαν οι ίδιοι για να πορευτούν μαζί σε όλη τους τη ζωή.
Και ας μην ξεχνούν, ότι το δρόμο της ζωής τους τον φτιάχνουν οι ίδιοι… περπατώντας!
Γράφει η Ελένη Κονιαρέλλη-Σιακή