Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον πολιτισμό μας θα αντιληφθούμε ότι η Θέμιδα έχει πολλούς λόγους να κλαίει.
Του κοινωνιολόγου Γιώργου Σταυράκη
– Η κοινωνιολογία ως επιστήμη ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων έχει ένα δικό της τρόπο να μετράει το πολιτισμικό επίπεδο ενός λαού. Με τη δικαιοσύνη. Όχι με το πόσο καλά επιτελεί το έργο της αλλά με τον αριθμό των μηνύσεων που γίνονται από τους πολίτες π.χ. ανά έτος ανά εκατό χιλιάδες κατοίκους. Για παράδειγμα, σε μια χώρα «Α», στις εκατό χιλιάδες πολίτες υποβάλλονται χίλιες μηνύσεις και σε μια άλλη χώρα «Β», υποβάλλονται δέκα χιλιάδες, κάπου υπάρχει πρόβλημα που χρήζει ανάλυσης για την αιτία της μεγάλης διαφοράς.
Και εδώ είναι το ζήτημα. Η μεγάλη διαφορά, ας πούμε, μεταξύ της ελληνικής και της ολλανδικής κοινωνίας, δεν μπορεί παρά, να οφείλεται στο επίπεδο ψυχικής υγείας και πολιτισμικής στάθμης κάθε λαού.
Ασφαλώς υπάρχουν και άλλα αίτια τα οποία όμως δεν μπορούμε να καλύψουμε σε ένα σύντομο άρθρο. Ωστόσο, θα πούμε μερικά πράγματα για το μεγάλο πρόβλημα απονομής της δικαιοσύνης.
Για λόγους που έχουν βέβαια την εξήγησή τους, οι Έλληνες για όνου σκιά υποβάλλουμε ένα «τσουνάμι» μηνύσεων κάθε χρόνο σπάζοντας το φράγμα του ενός εκατομμυρίου σε όλη τη χώρα για το έτος 2011. Αυτό το κοινωνικό φαινόμενο της συνεχόμενης δικομανίας επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ψυχική γαλήνη των εμπλεκομένων και καθιστά το έργο των λειτουργών της δικαιοσύνης από πολύ δύσκολο έως αδύνατο. Έτος 2012, μισό εκατομμύριο υποθέσεις παραμένουν αδίκαστες και πολλές περιπτώσεις από αυτές παίρνουν πέντε, δέκα και δώδεκα χρόνια να εκδικασθούν τελεσίδικα. Αυτή η απαράδεκτη μεγάλη διάρκεια αναμονής καταντά ψυχοφθόρα τόσο για τους ενάγοντες, όσο και για τους εναγόμενους. Στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο πολλοί που έχουν σοβαρές υποθέσεις καταφεύγουν και δικαιώνονται. Στην ελληνική Δικαιοσύνη δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που χρειάστηκαν είκοσι και εικοσιπέντε χρόνια για να εκδικαστούν τελεσίδικα. Μόνο στην Αθήνα κάθε χρόνο οι μηνύσεις σπάνε το ρεκόρ των 400.000 δηλαδή, περίπου ένας στους δέκα έχει ένα πρόβλημα με κάποιο συμπολίτη. Αυτό το νούμερο θα τρόμαζε τους αρμόδιους κάποιας άλλης χώρας. Αλλά, δεν είναι μόνον ο δυσανάλογος με τον πληθυσμό αριθμός των μηνύσεων.
Κατά την ταπεινή μου άποψη η δικομανία ως κοινωνικό φαινόμενο υποκρύπτει τάσεις εγωισμού και εκδίκησης μια φανερή μορφή κοινωνικής παθογένειας. Για λόγους που έχουν την εξήγησή τους, διαβάζουμε συχνά στα ΜΜΕ περιπτώσεις αιμομιξίας ή παιδεραστίας με πομπώδεις τίτλους και κραυγές από την TV σαν να κατέρρευσε ο Παρθενώνας. «Πατέρας τέρας βίαζε την κόρη του, παιδεραστής εκπαιδευτικός συνελήφθη». Όλοι έτοιμοι να λιντσάρουν τους δράστες. Η δικαιοσύνη πρόθυμη να επιβάλλει την αυστηροτέρα των ποινών. Τριάντα χρόνια κάθειρξη για τον τάδε πατέρα, το βιαστή, έτσι «ικανοποιείται» το κοινό αίσθημα. Εις θάνατον φωνάζουν μερικοί ελαφρά τη καρδία. Η όλη συμπεριφορά παραπέμπει σε μεσαιωνικές πρακτικές.
Σίγουρα τέτοια θέματα πολυδιάστατα και απαιτούν ειδικές γνώσεις για να αναλυθούν σωστά. Η σεξουαλική διαστροφή αυτών των ατόμων συνδυάζεται με την ψυχασθένεια. Γιατί, άραγε, στο δικονομικό μας σύστημα οι στυγνοί δολοφόνοι, οι έμποροι ναρκωτικών, οι διακινητές λευκής σαρκός, οι κλέφτες δημοσίου χρήματος, και οι πολιτικοί καταστροφείς της χώρας κυκλοφορούν ελεύθερα ή έστω, πέφτουν στα μαλακά. Γιατί δεν βρήκαν δικαίωση οι τρεις αθώοι εργαζόμενοι που κάηκαν στην Τράπεζα MARFIN. Γιατί τιμωρούμε τον ψυχασθενή, τον άρρωστο με τέτοια αυστηρότητα; Μήπως η υποκρισία και ο (ψευδο)πουριτανισμός μας κρατούν στην οπισθοδρόμηση; Στις ευνομούμενες πολιτείες όταν η εφαρμογή των νόμων χωλαίνει, οι πολίτες μαζί με τα κόμματα έχουν την υποχρέωση να απαιτήσουν την ευνομία. Αλλιώς…