Ήταν Μεγάλη Πέμπτη πρωί, ο άντρας της δεν μπορούσε να σταθεί από τους πόνους στη μέση και στην πλάτη, βογκούσε με την παραμικρή κίνηση.
Εκείνη η σφαίρα που τον είχε χτυπήσει στον πόλεμο τού εξασφάλισε μεν ένα μετάλλιο ανδρείας, αλλά του κληροδότησε μια αναπηρία που δεν ήταν όμως αρκετή για την σύνταξη ή κάποιο έστω βοήθημα, όπως απεφάνθη η επιτροπή. Άλλοι με μικρότερο πρόβλημα τα είχαν καταφέρει. Εκείνος δεν είχε κάποιον να μιλήσει, όλο με την πλευρά της αντιπολίτευσης ήταν.
Έχει τουλάχιστον δυο μήνες που δεν μπόρεσε να πάει για δουλειά. Η δουλειά στο γιαπί είναι πολύ βαριά.
Μεροδούλι-μεροφάι, πού να περισσέψει δραχμή για τις δύσκολες μέρες…
Τα λιγοστά χρήματα, που είχε βάλει στην άκρη, έχουν από μέρες τελειώσει. Ευτυχώς που ζουν μαζί με τους γονείς της και δεν τους λείπει τουλάχιστον «ο επιούσιος».
Αυτή η κατάσταση την έχει εξαντλήσει ψυχικά, δεν θέλει να δίνει και δικαιώματα στους δικούς της, ούτε και να στεναχωριούνται για την οικονομική της κατάσταση.
Αύριο είναι Μεγάλη Παρασκευή, στο αποκορύφωμα το Θείο Πάθος, μαζί και το δικό της μαρτύριο. Ήθελε να είχε λίγα χρήματα να ψωνίσει για το πασχαλινό τραπέζι και να πάρει από ένα μικρό δωράκι για τα κορίτσια.
Αλλά άδικα κάνει όνειρα, πάλι οι γονείς της, με τη μικρή τους σύνταξη θα φροντίσουν γι’ αυτούς, είναι πέντε ψυχές, αυτή, ο άντρας της και τα τρία κορίτσια, δεν είναι και λίγοι!
Ξέρει ότι η μάνα της είχε κάποιες οικονομίες για μια ώρα ανάγκης, αν τους βρει καμιά αρρώστια να μπορέσουν να την αντιμετωπίσουν, επειδή με το σύστημα υγείας που υπάρχει, ούτε μια ασπιρίνη δεν μπορούν να περιμένουν δωρεάν.
Είχε την υποψία ότι η μάνα της είχε «βάλει χέρι» σ’ αυτό το κομπόδεμα και την έκανε να αισθάνεται ακόμη πιο άσχημα, επειδή το έκανε γι’ αυτή και τα παιδιά της.
Να μπορούσε τουλάχιστον να δουλέψει η ίδια κάπου, θα αντιμετώπιζε τα απαραίτητα, αλλά οι δουλειές είναι ελάχιστες και αν είσαι γυναίκα ακόμη χειρότερα, μικρότερος μισθός και ας προσφέρεις την ίδια δουλειά με τους άντρες και από ασφάλιση ούτε να το σκέπτεσαι. Και να πεις ότι δεν χτύπησε πόρτες! Παντού πήγε.
Γράμματα ξέρει, θα μπορούσε να κάνει την ταμία ή και τη γραμματέα, αλλά δυστυχώς! Έψαξε και για μαγείρισσα ή παραδουλεύτρα και ας υπέφερε από μια κοίλη, που της είχε εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια. Για εγχείρηση, ούτε κουβέντα, εδώ δεν είχαν να φάνε!
Όλα αυτά σκεπτότανε, τα γύριζε στο μυαλό της, έψαχνε για λύση, αλλά πουθενά φως. Της ήρθε κάτι σαν σκοτοδίνη, όταν σκέφθηκε ότι έπρεπε και το ήθελε, να πάει το βράδυ στην εκκλησία, ήταν η Σταύρωση και τα Δώδεκα Ευαγγέλια, και δεν είχε ούτε μια δραχμή για να ανάψει κερί. Ούτε σκέψη, να ζητήσει από τους γονείς της! Ήδη, όταν την ρώτησε η μάνα της αν είχε ανάγκη από ψιλά, της απήντησε «όχι έχω μου φτάνουν». Κουδούνισε κάτι κατοχικές δραχμές που είχε στη τσέπη της και τις έδειξε από μακριά στη μάνα της χαμογελώντας, για να γίνει πειστική.
Το αποφάσισε, θα πάει το βράδυ στην εκκλησία. Και πήγε! Είχε πολύ κόσμο, που την έσπρωχνε προς το παγκάρι με τα κεριά. Τι να κάνει, μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε αποφασίσει να πάει και να προσκυνήσει χωρίς να ανάψει κερί, τώρα βρέθηκε μπροστά στα κεριά, έπρεπε κάτι να κάνει, εκείνες οι κατοχικές δραχμές κουδούνιζαν στη τσέπη της, το απεφάσισε θα ρίξει μια απ’ αυτές για να μη δίνει δικαιώματα στον κόσμο, για το Χριστό δεν την ένοιαζε ήξερε ότι θα της το συγχωρούσε, μήπως για τους φτωχούς δεν σταυρώθηκε;
Έκανε το σταυρό της πήρε ένα κεράκι το άναψε, ζήτησε συγνώμη για την «αμαρτία» της, μέχρι που ένα ανακουφιστικό δάκρυ κύλησε στα μάγουλά της.
Με τη ματιά της αναζήτησε τη μάνα της, είχε πάει από νωρίς και είχε καθίσει στο στασίδι της, παρακολουθώντας με συγκίνηση και αφοσίωση το θείο δράμα, όπως κάθε χρόνο. Μια παράδοση, που είχαν φέρει από την πατρίδα και την τηρούσαν κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και στη κατοχή.
Είδε το γαληνεμένο πρόσωπο της μάνας της και συγκινήθηκε. Την αγαπούσε πολύ. Δίπλα της στεκόταν όρθια μια οικογενειακή φίλη με την κόρη της που κρατούσε μια μεγάλη λαμπάδα στο χέρι. Σκέφτηκε ότι πρόκειται για κάποιο τάμα.
Ήρθε η ώρα της Σταύρωσης, η κόρη της φίλης τους, σηκώθηκε με ευλάβεια και άναψε την λαμπάδα που κρατούσε.
«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου» έψελνε ο παπά Θανάσης με εκείνη την συγκλονιστική του φωνή. Ανατρίχιασε από συγκίνηση, έκλαψε για τα Θεία Πάθη, αλλά κυρίως έκλαιγε για το δικό της δράμα, τα μάτια της τρέχανε ασταμάτητα. Η μάνα της την είδε με την άκρη του ματιού της, την κατάλαβε αλλά δεν είπε τίποτα, μόνο έγειρε λίγο το κεφάλι και έκανε το σταυρό της.
Μετά τη Σταύρωση έφυγε, έπρεπε να πάει στο σπίτι στα παιδιά και τον άντρα της που την είχαν ανάγκη κατέβηκε αργά τα σκαλιά, έσερνε θαρρείς τα βήματά της.
Τη σκέψη της διέκοψε μια φωνή που την καλούσε να σταματήσει, γύρισε και βλέπει την κόρη της φίλης τους.
«Ευτυχώς σας πρόλαβα! Φύγατε ξαφνικά και νόμιζα ότι δεν θα σας προλάβω. Αύριο φεύγω για Πάσχα, πρωί-πρωί με τον άντρα μου, θα πάμε στο χωριό του και θα μου ήταν δύσκολο να έρθω από το σπίτι σας.
Σας παρακαλώ πάρτε αυτό, είναι ένα τάμα που έκανε η μάνα μου όταν ήμουν πολύ μικρή, επρόκειτο για τη ζωή μου. Τώρα που μεγάλωσα, ανέλαβα εγώ αυτήν την υποχρέωση. Βλέπετε, σέβομαι τις παραδόσεις και για κανένα λόγο δεν θα ήθελα να στεναχωρήσω τη μάνα μου, θα είναι χαρά και τιμή μου να το δεχθείτε. Ξέρω τη δύσκολη κατάσταση που βρίσκεστε αυτό τον καιρό, από τη μητέρα μου, εκείνη δεν ξέρει όμως που να πάει εφέτος, όπως και κάθε χρόνο το «τάμα της».
Της έβαλε ένα φάκελο στο χέρι, την έσφιξε στην αγκαλιά της, τη φίλησε, της ευχήθηκε «Καλή Ανάσταση, να πάρετε κι από ένα παιχνίδι για τα παιδιά, σας παρακαλώ» και εξαφανίστηκε τρέχοντας μέσα στην εκκλησία.
Δεν πρόλαβε ούτε ευχαριστώ να ψελλίσει, το μόνο που είπε ήταν Καλή Ανάσταση!
Είχε μείνει αποσβολωμένη. Όταν συνήλθε άνοιξε το φάκελο, είχε μέσα χρήματα, αρκετά για να κάνουν Ανάσταση και για να πάρει και στα παιδιά από ένα δωράκι. Δάκρυα χαράς αυτή τη φορά έτρεχαν από τα μάτια της.
Έτρεξε στο σπίτι είπε στον άντρα της το γεγονός, κλάψανε μαζί.
Άρχισε να κάνει λίστα για τα ψώνια.
Θα πάρει αρνί για να το κάνουν στα κλίματα και λίγο μοσχάρι για βραστό για μετά την Ανάσταση, και αυγά να τα βάψει κόκκινα και θα φτιάξει και κουλουράκια και θα αγοράσει εκείνα τα παιχνίδια, που της ζητούσαν τα κορίτσια!
Κατερίνα Μουστάκη
Γραμματέας του Δημοτικού Συμβουλίου Κηφισιάς, μέλος Δ.Σ. του ΝΠΔΔ Κέντρο Έρευνας και Μελέτης της Μικρασιατικής Ερυθραίας