Τα αυθαίρετα είναι ένα φαινόμενο που ξεκίνησε από την ανάγκη των ανθρώπων να βάλουν, σε δύσκολους καιρούς, μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους. Συνεχίστηκε μέχρι σήμερα και θα συνεχιστεί στο μέλλον όσο, η Πολιτεία, στο σύνολο της, αδιαφορεί για τα αίτια του κακού και κάθε φορά προσπαθεί να θεραπεύσει την «αρρώστια» με πρόστιμα βαριά και ως εκ τούτου ανέφικτα.
Αν η πρόθεση για την πάταξη των αυθαιρέτων είναι η προστασία και μόνο του περιβάλλοντος, δομημένου και φυσικού, τότε πρέπει να στραφεί αλλού η προσοχή όσων νομοθετούν.
Αυτές, η κάθε φορά σπασμωδικές ρυθμίσεις – νομοθετήματα, όσο θυμάμαι σε βάθος χρόνου, δεν είχαν κανένα απολύτως αποτέλεσμα στην αποτροπή δημιουργίας «νέας γενιάς» αυθαιρέτων. Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς γιατί;
Το πρόβλημα δεν είναι μονοδιάστατο, είναι πολλαπλό και οφείλουν όσοι ασχολούνται μαζί του να έχουν σφαιρική γνώση του θέματος, ώστε να μπορούν να συγκρίνουν, να αναλύσουν και να συνθέσουν την πρόταση τους.
Όσο πιο πολύ σκέπτομαι την νέα ρύθμιση τόσο πιο πολύ πιστεύω ότι το μέτρο δεν έχει να κάνει με την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά με μία ακόμα εισπρακτική πολιτική. Καταλαβαίνω την ανάγκη, όχι όμως τον τρόπο και το μέσο. Πρέπει να επισημάνω την ορθότητα της εισαγωγής μιας νέας άποψης που αφορά στην εξαγορά του «πράσινου ισοζυγίου», όμως απαιτείται περισσότερη επεξεργασία και διαβούλευση αυτή η πρόταση για να γίνει εφαρμόσιμη.
Αλλά ας εξετάσουμε διαχρονικά ποιοι κάνουν αυθαίρετα και γιατί.Τα αίτια είναι διάφορα και οι παραβάτες ποικίλοι. Στις παρυφές των μεγαλουπόλεων και στις εκτός σχεδίου περιοχές κτίζανε αυθαίρετα με ξερολιθιές, με τσιμεντόλιθους και λαμαρίνες άνθρωποι κατατρεγμένοι λόγω «κοινωνικών φρονημάτων» ή εκείνοι που «μετανάστευαν» στην Αθήνα ή στις πρωτεύουσες τον νομών για καλύτερη τύχη. Συνήθως καταπατούσαν ή αγόραζαν ένα κομμάτι γης, που τους πούλαγε κάποιος μεγαλοϊδιοκτήτης, αφού δεν απαγορευόταν ούτε η κατάτμηση ούτε η πώληση μη οικοδομήσιμης γης. Δεν ενδιέφερε κανέναν αν είναι δάσος ή όχι και κυρίως το ίδιο το κράτος νομιμοποιούσε όλη αύτη την συναλλαγή, αφού εισέπραττε φόρους.
Πολύ αργότερα, μετά το 1977 και το 1983, τέθηκαν όροι και απαγορεύσεις. Μέχρι τότε άφραγο αμπέλι όλη η Ελλάδα και κυρίως η Αττική, που πιεζόταν αφόρητα. Παντού ξεφύτρωναν διάφοροι οικοδομικοί συνεταιρισμοί δημόσιων υπαλλήλων, συλλόγων κοινής καταγωγής, επιστημονικών και άλλων, μέσα σε δάση κυρίως, όπως οι «Θρακομακεδόνες» και η «Ιπποκράτειος Πολιτεία» στην Πάρνηθα, αλλά και η κοντινή μας «Πολιτεία των Βουλευτών» στην Πεντέλη.
Αναρωτήθηκε κανείς ποιος φταίει για όλα αυτά; Η ίδια η Πολιτεία αποποιείται τις ευθύνες της, λες και δεν της αναλογεί το μεγαλύτερο μερτικό της πραγματοποιούμενης παράβασης!
Σκεφτείτε λοιπόν ότι για να γίνει κάποιο αυθαίρετο απαιτεί την ανοχή πολλών υπευθύνων για την προστασία των πόλεων, της υπαίθρου και των δασών. Άλλως, αν δεν κάνανε τα «στραβά μάτια» και λειτουργούσε «ο καθείς εφ’ ω ετάχθη», τότε δεν θα μιλούσαμε για δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και δεν ξέρω ποια γενιά αυθαιρέτων διάγουμε.
Ξέρουμε τι νομιμοποιούμε και γιατί;
Πρόσφατα «τακτοποιήθηκαν» οι χώροι των πάρκινγκ που μετατράπηκαν σε χώρους κύριας χρήσης. Αυτό έχει σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος ή αντίθετα καταστρατηγεί κάθε λογική και ακυρώνει ολόκληρη την νομοθεσία για τους χώρους στάθμευσης; Μήπως και εδώ δεν επικράτησε η εισπρακτική λογική;
Το χειρότερο είναι ότι κανείς δεν πείθεται ότι σταματάει εδώ το κακό. Και έτσι είναι.
Όσο υπάρχουν θεματοφύλακες αργυρώνητοι ή αδιάφοροι, όσο υπάρχει πολυαρχία, όσο τα συναρμόδια υπουργεία έχουν αντικρουόμενες απόψεις και η εφαρμογή των νόμων γίνεται μέσα από «ερμηνευτικές» εγκυκλίους κατά περίπτωση, τότε δεν υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει θεραπεία.
Δεν ξεχνάμε ασφαλώς ότι η Εφορία εισπράττει φόρους για υπεραξίες και μεγάλης ακίνητης περιουσίας, για οικόπεδα εκτός σχεδίου, μη οικοδομήσιμα, μη άρτια και επιπλέον δασικά.
Ακόμη φορολογεί τα ενοίκια αυθαιρέτων κτηρίων και τα εισοδήματα των επιχειρήσεων που τα χρησιμοποιούν. Δηλαδή, η Εφορία και το Υπουργείο Οικονομικών ανήκουν σε άλλη επικράτεια; Μήπως με αυτή τη τακτική δεν τα νομιμοποιεί έμμεσα;
Κανείς δεν θα τολμούσε να φτιάξει αυθαίρετο αν η Πολιτεία δεν αδιαφορούσε και δεν καταστρατηγούσε η ίδια τους νόμους που θέτει. Τι σημαίνει νομιμοποίηση ή τακτοποίηση ή ότι άλλο «βαπτίζουν» αυτή την παρανομία, εκτός βέβαια από παραδοχή ότι αδυνατεί το κράτος να επιβάλλει την νομιμότητα, με την πολυνομία, την ασάφεια της νομοθεσίας και την ερμηνεία μέσω εγκυκλίων, που συνήθως δημιουργούν τα «παραθυράκια» στους νόμους.
Ακόμη, η γραφειοκρατία, η πολυπλοκότητα των διαδικασιών, η αργοπορία στις απαντήσεις κάποιων φορέων, οι περισσότεροι των οποίων είναι περιττοί, συμβάλλουν σε αυτή την ανομία.
Αλήθεια, το μεγάλο πρόβλημα μιας πόλης είναι τα πέντε, δεκαπέντε ή ακόμη και εκατό τετραγωνικά μέτρα υπέρβασης στην κατοικία; Όχι βέβαια! Αναλογικά είναι ελάχιστο. Οι μεγάλες υπερβάσεις αφορούν στις επαγγελματικές χρήσεις μιας περιοχής. Συνήθως αφορούν σε εκατοντάδες τετραγωνικών μέτρων, με αποτέλεσμα την επιβάρυνση των πόλεων, με την αυξημένη προσέλευση κοινού, έλλειψη χώρων στάθμευσης και κυκλοφοριακών φόρτων στην περιοχή.
Θεωρώ ότι και ο νέος νόμος αντιμετώπισης των αυθαιρέτων δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα στην ουσία, επειδή δεν φροντίζει να τα «κτυπήσει» στη βάση τους και να τα αποτρέψει.
Η αυθαιρεσία μοιάζει με «ασθένεια» των πόλεων, που αντί να προληφθεί, προσπαθεί να αντιμετωπιστεί, με νομοθετήματα, κάθε υπουργός και το δικό του, αφού έχει ήδη γίνει το κακό.
Κανείς δεν γνωρίζει αν ό,τι ισχύει σήμερα, πρόκειται να ισχύσει και αύριο και δεν θα ανατραπούν όλα σου τα σχέδια και οι προβλέψεις ή για κάποιες επενδύσεις που πρόκειται να γίνουν ή που έχουν γίνει.
Αυτό το κράτος μοιάζει να μην έχει συνέχεια, αρχές και ισονομία. Και οι πολίτες του συμπεριφέρονται ανάλογα. «Δεν βαριέσαι, εδώ είναι Ελλάδα», είναι η γνώστη φράση που κυκλοφορεί στα στόματα όλων. Δεν πείθονται ότι θα σταματήσουν, όσο η γη γυρίζει, τα φακελάκια, τα ρουσφέτια, οι παράνομοι διορισμοί ημετέρων, οι κάθε λίγο «νομιμοποιήσεις» αυθαιρέτων και όλα όσα μας εκθέτουν και μας προσβάλλουν σαν χώρα και σαν λαό.
Θα έπρεπε τα πρόστιμα να έχουν καταλογιστεί στην Πολιτεία και σε όλους όσοι έχουν την ευθύνη. Επειδή κανένα αυθαίρετο δεν θα γινόταν αν κάνανε σωστά τη δουλειά τους, τα πολεοδομικά γραφεία, οι μηχανικοί, η τοπική Αυτοδιοίκηση, οι συμβολαιογράφοι, οι εφορίες, η αστυνομία και όλοι όσοι συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία.
Από εκεί ξεκινάει το κακό, οι πολίτες βρίσκουν γόνιμο έδαφος για την παρανομία. Ασφαλώς δεν είναι άμοιροι των ενεργειών τους, μια χαρά συνειδητοποιημένοι είναι, μόνο που δεν έχουν πειστεί ότι δεν θα δοθεί κάποτε λύση, στο πρόβλημα τους.
Απαιτείται παιδεία, σ’ όλους τους «συμβαλλόμενους», Πολιτεία και πολίτες. Θα πρέπει να αλλάξουν τρόπο σκέψης και να συνειδητοποιήσουν ότι ανήκουν σε ένα σύνολο, το οποίο δεν πρέπει με τις δράσεις τους να το επιβαρύνουν και να το απαξιώνουν.
Μόνο τότε θα έχουμε ελπίδα.