Πριν πενήντα χρόνια ποιος θα φανταζόταν στην ωραία μας Ελλαδίτσα να εκδίδονται περίπου 600 νέοι τίτλοι βιβλίων κάθε χρόνο. Σε αυτό το νούμερο δεν περιλαμβάνονται βιβλία ξένων συγγραφέων τα οποία μεταφράζονται στα ελληνικά για να προστεθούν στα ράφια των βιβλιοπωλείων.
Γράφει ο κοινωνιολόγος Γιώργος Σταυράκης
Σε συζήτηση που είχα με γνωστό εκδότη στην Αθήνα μου έλεγε χαρακτηριστικά: «Έχουμε πήξει στα βιβλία» με τις αποθήκες γεμάτες. Μερικοί τίτλοι δεν κάνουν πωλήσεις πάνω από 40-50 αντίτυπα, τα υπόλοιπα, μετά λίγα χρόνια, πάνε για χαρτοπολτό για να κάνουν χώρο στα νέα που έρχονται. Με την πλημμυρίδα συγγραφέων και βιβλίων που κυκλοφορούν τα τελευταία χρόνια, μοιάζει ότι θα χρειαστούν και άλλοι ακόμα να κάνουν ένα Ντοστογιέφσκι ένα Καζαντζάκη. Χιλιάδες τίτλοι κατακλύζουν τα ράφια στα βιβλιοπωλεία από μέτριους συγγραφείς που όμως διαθέτουν πλεόνασμα φιλοδοξίας βάζοντας τον εαυτό τους δίπλα από «τέρατα» – συγγραφείς όπως ένας Τολστόι, ένας Έλιοτ, ένας Πάστερνακ. Ε,… τότε πώς γίνεται ένας καλός συγγραφέας; Ο Φρέντυ Γερμανός με τη γνωστή οξύνοια που διέθετε και με λίγο χιούμορ απάντησε σε κάποιον επίδοξο συγγραφέα όταν τον ρώτησε τι χρειάζεται για να συγγράψει και αυτός ένα βιβλίο. Για να βγάλεις ένα βιβλίο στην Ελλάδα είναι συχνά ένα πρόβλημα. Ακόμα χειρότερα, είναι μια περιπέτεια.
-Τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζεις, του είπε με καυστικό χιούμορ, ο Φρέντυ Γερμανός: Το πρώτο είναι να βρεις ποιος θα σου το εκδώσει, εκτός αν είσαι πρόεδρος ή γραμματέας σε κάποιο σύλλογο και το εκδώσεις με δαπάνη συνδρομητών.
Το δεύτερο είναι ο αγώνας να βρεις ποιοι θα το διαβάσουν.
Το εύκολο κομμάτι είναι να το μοιράσεις σε μερικούς φίλους και γνωστούς για να το διαβάσουν,(αν το διαβάσουν). Ύστερα, να περιμένεις κάποια κολακευτικά λόγια για το πόσο και ταλαντούχος της πένας είσαι. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτά θα τα ακούσεις ακόμη και από εκείνους που το απίθωσαν σε ένα ράφι και δεν το άνοιξαν ποτέ τους. Το τρίτο, που ισχύει μόνο για ορισμένους συγγραφείς, είναι να ψάξουν και να βρουν τον κατάλληλο άνθρωπο πρόθυμο να τους γράψει (!).
Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, ωστόσο, ανάμεσα σε πολλές εκατοντάδες τίτλους βιβλίων κάθε χρόνο σίγουρα αναδεικνύονται νέοι αξιόλογοι συγγραφείς και μάλιστα οι περισσότεροι προέρχονται από το γυναικείο πληθυσμό με ιδιαίτερη φαντασία στο μυθιστόρημα.
Τα Χριστούγεννα και τους καλοκαιρινούς μήνες οι πωλήσεις βιβλίων αυξάνονται, με τις γυναίκες να έρχονται πρώτες στην αγορά και την ανάγνωση βιβλίων.
Έτσι, λοιπόν, φίλοι μου, ο πληθωρισμός νέων συγγραφέων, άρα, και βιβλίων, είναι ένα καλό μέσο επιμόρφωσης και εντέλει αυτογνωσίας. Ακόμη και ένα μέτριο βιβλίο έχει κάτι να δώσει, και στον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Το βιβλίο ξεκουράζει, είναι ευέλικτο το παίρνουμε μαζί στο ξενοδοχείο, στην εξοχή, στην παραλία.
Δεν είναι το ίδιο με το σκληρό δίσκο. Η ανάγνωση ενός βιβλίου στην οθόνη του υπολογιστή μας, πέρα από το ότι είναι κουραστική, στερείται τη χάρη που μας δίνει ένα βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας. Με την άνθιση της συγγραφικής δραστηριότητας βλέπουμε πολλές δεκάδες εκδοτών (παλιοί και νεότεροι) να φυτρώνουν. Μεγάλες πόλεις όπως το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη έχουν λιγότερους εκδοτικούς οίκους από ότι η Αθήνα. Ωστόσο, άνθρωποι που στοχάζονται ίσως δεν πρέπει να φεύγουν από τη ζωή χωρίς να έχουν διαβάσει τους μεγάλους συγγραφείς του κόσμου, όπως τον Καζαντζάκη, το Ντίκενς, τον Τολστόι, τον Ντοστογιέφσκι, τον Παπαδιαμάντη κ.ά.
Μόνο έτσι θα κατανοήσουν τι είναι αυτή η οντότητα που λέγεται άνθρωπος.