Η κατοικία βρίσκεται στην οδό Στροφυλίου που διασχίζει την Κηφισιά σ’ ένα από τα ωραιότερα κομμάτια της. Δρόμος ήσυχος με παρκαρισμένα αυτοκίνητα και κτήρια πολλών ειδών, από σπίτια αρκετά απλά και χαμηλόφωνα, μέχρι βίλες πανέμορφες και πύργους του παλιού καιρού που σε κάνουνε να ζηλεύεις.
Γράφει η Βασιλική Πιτούλη
Στο συγκεκριμένο οίκημα μπαινοβγαίνει αρκετός κόσμος. Πρόκειται μάλλον για δυο οικογένειες με ελαφρώς αδιευκρίνιστη τη σχέση που συνδέει τα μέλη. Οι ηλικιωμένοι είναι προφανώς γονείς ή πεθεροί, αλλά τίνος ακριβώς δε γίνεται ξεκάθαρο. Η νέα μαμά μουτρωμένη, ο νέος μπαμπάς πονηρός. Η γιαγιά με ίχνη περασμένου μεγαλείου που έχει πάρει την κατιούσα τελεσίδικα. Ο παππούς πιο κοτσονάτος, πιο ευθυτενής. Υπάρχουν δυο μωρά στο σκηνικό με ελάχιστη διαφορά ηλικίας μεταξύ τους και εντυπωσιακή απουσία ομοιότητας. Αγόρι κορίτσι. Συνήθως είναι βλοσυρά· φυσικό, εφ’ όσον μιμούνται τη μητέρα τους. Τα βγάζουνε βόλτα τακτικά, πάντοτε καθαρά και καλοντυμένα, θρονιασμένα σε καρότσι που οδηγούν συνήθως δυο Βουλγάρες υπηρέτριες.
Η μια είναι νεότερη και νόστιμη. Σχετικά λεπτοφυής και ευέλικτη, έχει τα σλάβικα χαρακτηριστικά στην καλύτερη εκδοχή τους.
Εκείνο το μεσημέρι κατά τις δυο, επέστρεφαν από το συνηθισμένο τους περίπατο. Οι Βουλγάρες σπρώχνανε τα καρότσια με ανία, τα μωρά κοιτούσαν το άπειρο και ο νέος πατέρας ακολουθούσε το κονβόι στωικά. Αίφνης το μάτι του ζωήρεψε.
Πηγαίνει σιγανά σα γάτος πίσω από τη νόστιμη και κολλάει την παλάμη του πίσω από το σφιχτό της κωλαράκι.
Το κεφάλι του στριφογύριζε σαν περισκόπιο μην τύχει και τον δει κανένα μάτι.
Η κοπέλα δεν έκανε καμία κίνηση· συνέχισε ατάραχη να σπρώχνει το καρότσι ωσάν να μη συνέβη τίποτε.
Φτάνοντας πια στην εξώπορτα της βίλας, η κουστωδία άρχισε να μπαίνει στον κήπο.
Τότε η «χουφτωμένη» γύρισε στην άλλη που βρισκόταν ακριβώς δίπλα και μάλλον είχε αντιληφθεί τη χειρονομία του αφεντικού. Με τη βαριά της προφορά κι ένα χαμόγελο που έκανε να θάλλει το ωραίο της πρόσωπο, είπε στη συνάδελφό της συνωμοτικά: «Μπουλγκάρια είναι πιο ωραία!»
***
Η Βασιλική Πιτούλη, γεννημένη στο Βόλο από Ηπειρώτη πατέρα, είναι πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών και Γαλλικής Φιλολογίας. Έχει διδάξει στη Ριζάρειο Σχολή, στα εκπαιδευτήρια Καργάκου, σε δημόσια ΙΕΚ, στα Τοσίτσεια – Αρσάκεια Λύκεια και έχει αποσπαστεί στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Για τέσσερα χρόνια ήταν υπεύθυνη Σχολικής Βιβλιοθήκης και σήμερα είναι μάχιμη εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στα 18 της βραβεύτηκε σε διαγωνισμό νεανικής ποίησης που οργάνωσε η εφημερίδα Θεσσαλία. Έχει αρθρογραφήσει σε πολλά έντυπα, και έχει συμπεριληφθεί στη λογοτεχνική εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση (έκδοση 2009). Έργα της είναι: «Και το έρεβος να γίνεται φως» Ποιητική συλλογή Εκδόσεις Δωδώνη 2001, «Η είσπραξη της ημέρας» Συλλογή διηγημάτων Εκδόσεις Δωδώνη 2002, «Να με λες Άννα» Ιστορικό μυθιστόρημα Εμπειρία Εκδοτική 2005, «Διάλογοι περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» Εκδόσεις Δωδώνη 2007, «Δείπνο εκ προμελέτης» Μυθιστόρημα Εμπειρία Εκδοτική 2008, «Ους ο Θεός συνέζευξεν» Συλλογή διηγημάτων κοινωνικής πραγματικότητας Εκδόσεις Αμαρυσία 2012. Ζει στην Κηφισιά, και ασχολείται, μεταξύ των άλλων, με παρουσίαση και κριτική βιβλίων.