Η αφήγηση της Εριέττας Δ., κατοίκου Κηφισιάς
Κυριακή 6 Ιουλίου 2003
Γεννήθηκα στο Κεφαλάρι της Κηφισιάς όταν αυτό ήταν ακόμη ανέγγιχτο από τις πολυκατοικίες. Στις αμπολές του θυμάμαι να κελαρύζουν τα νερά, βγάζαμε τα παπούτσια μας και βουτούσαμε ξυπόλητες, όταν γυρίζαμε το μεσημέρι από το σχολείο με το σώμα φυλακισμένο μέσα στην άχαρη μπλε ποδιά. Στην ίδια αμπολή η μητέρα μου είχε δει πεταμένο σαν σκουπίδι ένα μωρό, που το είχε σκαρώσει η Ναξιώτισσα υπηρέτρια που δούλευε στον πύργο των Π. με το γιο του ιδιοκτήτη.
Από το ’80 και πιο πριν, η περιοχή μας γέμισε ξένους, άλλαξε, έχασε πολλή από τη δροσιά και την ησυχία της. Κάποια στιγμή, στο διπλανό οικόπεδο χτίστηκε ένα συγκρότημα και η γωνιακή μεζονέτα αγοράστηκε από μια οικογένεια· αυτόν τον ήξερα από χρόνια. Πάρε δώσε δεν έχουμε, μια καλημέρα μόνο κι αυτή σφιχτή. Εκείνη σαν σκιαγμένη μου φαίνεται, το παιδί πρέπει να το έχει προίκα από πρώτο γάμο. Τώρα τελευταία κάτι σοβαρό θα έχει συμβεί, παρατηρώ αλλιώτικες κινήσεις. Δε βαριέσαι, ποιος είναι ευτυχισμένος στη ζωή αυτή; Κάθε πόρτα το καρφί της.
Γράφει η Βασιλική Πιτούλη
Πέμπτη 24 Ιουλίου 2003
Να πέσει κεραυνός να με κάψει αν λέω ψέματα. Εντάξει, μπορεί να με θεωρούν ότι είμαι η κουτσομπόλα της γειτονιάς, να με λεν άεργη και ανακατωσούρα, αλλά εμένα δεν ιδρώνει το αυτάκι μου. Αφού δεν έχω ανάγκη να δουλέψω, ασχολούμαι λίγο περισσότερο με τις ζωές των άλλων. Μήπως αυτές που τρέχουν όλη μέρα και το παίζουν πολυάσχολες είναι καλύτερες; Τις βλέπω, στα λούσα τα ξοδεύουν και στις υπηρέτριες.
Λοιπόν, την αμαρτία μου θα την εξομολογηθώ. Τη νύχτα που σκοτώθηκε ο διπλανός, είχα αϋπνίες και καθόμουν στο παράθυρο. Δεν είναι εύκολο να κοιμάσαι ένα τέτοιο βράδυ του Ιουλίου, όταν οι θόρυβοι έχουν κοπάσει και σε μεθάει το σκοτάδι με τα αναιδή αρώματα και τους πνιχτούς, ντροπαλούς ήχους. Τους είδα να βγαίνουν όλοι μαζί, η γυναίκα του, η Ρωσίδα και ο ίδιος, τι μαζί δηλαδή, εκείνος τρέκλιζε κι αυτές οι δυο τον κρατούσαν. Τον έβαλαν στο πίσω κάθισμα, οδηγούσε εκείνη και δίπλα καθόταν η ξανθιά. Έφυγαν με μεγάλη ταχύτητα.
Μου κόλλησε περιέργεια, έκανα σενάρια τρελά. Μετά από πολλή ώρα, τις είδα και τις δυο να τις φέρνει ένα άλλο αυτοκίνητο, δε μπόρεσα να δω αν ο οδηγός ήταν άντρας ή γυναίκα. Εξαφανίστηκε κι αυτός μέσα στη νύχτα.
Όταν έγινε το κακό, κατάλαβα ότι αυτά που είδα ήταν φοβερά. Εγώ μια απλή γυναίκα είμαι, ελάτε στη θέση μου, μπορώ να αποσιωπήσω ένα τέτοιο μυστικό;
***
Η Βασιλική Πιτούλη, γεννημένη στο Βόλο από Ηπειρώτη πατέρα, είναι πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών και Γαλλικής Φιλολογίας. Έχει διδάξει στη Ριζάρειο Σχολή, στα εκπαιδευτήρια Καργάκου, σε δημόσια ΙΕΚ, στα Τοσίτσεια – Αρσάκεια Λύκεια και έχει αποσπαστεί στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Για τέσσερα χρόνια ήταν υπεύθυνη Σχολικής Βιβλιοθήκης και σήμερα είναι μάχιμη εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στα 18 της βραβεύτηκε σε διαγωνισμό νεανικής ποίησης που οργάνωσε η εφημερίδα Θεσσαλία. Έχει αρθρογραφήσει σε πολλά έντυπα, και έχει συμπεριληφθεί στη λογοτεχνική εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση (έκδοση 2009). Έργα της είναι: «Και το έρεβος να γίνεται φως» Ποιητική συλλογή Εκδόσεις Δωδώνη 2001, «Η είσπραξη της ημέρας» Συλλογή διηγημάτων Εκδόσεις Δωδώνη 2002, «Να με λες Άννα» Ιστορικό μυθιστόρημα Εμπειρία Εκδοτική 2005, «Διάλογοι περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» Εκδόσεις Δωδώνη 2007, «Δείπνο εκ προμελέτης» Μυθιστόρημα Εμπειρία Εκδοτική 2008, «Ους ο Θεός συνέζευξεν» Συλλογή διηγημάτων κοινωνικής πραγματικότητας Εκδόσεις Αμαρυσία 2012. Ζει στην Κηφισιά, και ασχολείται, μεταξύ των άλλων, με παρουσίαση και κριτική βιβλίων.