Τη γνώριζα χρόνια. Ήταν μια γυναίκα που είχε το χάρισμα να κάνει τον πόνο της τραγούδι και να προσφέρει στον συνάνθρωπο αυτό που είχε. Και αυτό, ήταν η καλοσύνη και η αγάπη. Άλλο τίποτα δεν είχε. Από τότε που γεννήθηκε μέχρι και τώρα, η ζωή την έντυνε μόνο με γκρίζα και μαύρα χρώματα. Από την παιδική της ηλικία γνώρισε την ορφάνια και από μικρή άρχισε εκείνα τα αβέβαια «ταξίδια» του φιλοξενούμενου παιδιού από οικογένεια σε οικογένεια, γνωρίζοντας και ωριμάζοντας πρόωρα κοντά σε Ανθρώπους αλλά και ανθρωπάκια.
Έτσι, μπολιασμένη με αναλφάβητη γνώση και κρίση, αλλά και με αξιοπρέπεια δυνατή και στοχαστική, πορεύτηκε δύσκολα αλλά πάντα αγόγγυστα τη ζωή. Δούλευε και τις επί πλέον ώρες που της «χάριζε» ο Θεός στην κάθε ημέρα της, ώστε να προλαβαίνει να μεγαλώνει σωστά και τα δυο παιδιά της που της τα έδωσε ένας ευτυχισμένος γάμος …παίρνοντας όμως για αντάλλαγμα, πολύ νωρίς, το στήριγμά της τον άντρα της, σε ένα τροχαίο από αυτά που συμβαίνουν καθημερινά και ανεξήγητα, χωρίς κανείς να ξεκαθαρίσει ακριβώς, πώς και γιατί συνέβη το κακό.
Έτσι, και η γυναίκα αυτή, μπλεγμένη στα δίχτυα της ανέχειας –όπως ο περισσότερος κόσμος– ζει στις ημέρες μας την τραγωδία της οικονομικής κρίσης σε υπερθετικό βαθμό, προσπαθώντας για τα παιδιά της βασικά, να κρατήσει τον εαυτό της όρθιο και να πολεμήσει τη μοίρα σε έναν πόλεμο άνισο και σκληρό.
Βέβαια εμείς γνωρίζαμε τη ζωή της, δεν την αφήσαμε ποτέ να βυθιστεί στη φουρτουνιασμένη θάλασσα που έπρεπε με τόλμη να διασχίζει κάθε ημέρα. Για όλους οι καιροί χαλεποί. Η κοινωνία τρωτή. Η πίστη στο Θεό –βαθύ συναίσθημα– που σπανίζει στην εποχή μας.
Ερχόταν συχνά στο σπίτι μας. Την αγαπούσαμε και τη φροντίζαμε και αντί να την παρηγορούμε εμείς για τα δύσκολα που περνούσε, στο τέλος, με έναν προσωπικό ανεξήγητο και ενθαρρυντικό λόγο, μας στήριζε εκείνη, κλείνοντας την κουβέντα της με τη φράση: «Μην κάνετε έτσι …Έχουμε βοηθό το Θεό!».
Ήρθε προχθές στο σπίτι μας. Την είδα από το παράθυρο να πλησιάζει σχεδόν τρέχοντας και νόμιζα πως δεν πατούσε στο χώμα. Νόμιζα πως πετούσε λίγα εκατοστά πάνω από τη γη. Ταράχτηκα, αλλά όσο πλησίαζε στην πόρτα, πρόσεξα ότι το πρόσωπό της έλαμπε από ένα παράξενο φως, που λες και έβγαινε από το περίσσευμα της χαράς που –εκείνη την ώρα– πλημμύριζε την ψυχή της. Άνοιξα, πριν προλάβει να χτυπήσει. Έπεσε στην αγκαλιά μου κλαίγοντας και γελώντας. Λαχανιασμένη και με βρεγμένο το μέτωπό της από τον ιδρώτα, την έβαλα να καθίσει και να ηρεμήσει. Αλλά εκείνη δεν περίμενε. Βλέπεις η αληθινή χαρά δεν περιμένει. Ξεχειλίζει, φωνάζει, ξεπηδάει από παντού και λάμπει. Άρχισε να μιλά αμέσως με κόμπους στις λέξεις της:
«Άκου… Άκου τι θα σου πω. Σχεδόν τίποτα δεν μου έμεινε στην άκρη για να περάσουμε το Πάσχα. Ξέρω… Δεν θα αφήνατε εσείς τα παιδιά μου και ’μένα, στερημένα, πεινασμένα και χωρίς την χαρά μια λαμπάδας… Ευχαριστώ… Αλλά άκου τι έγινε. Η νονά μου πέθανε πριν από δύο χρόνια. Ήταν 98 χρονών και το μυαλό της, μέχρι το τέλος, δούλευε ρολόι. Δε με ξεχνούσε ποτέ και παρά τις δυσκολίες της, με βοηθούσε όσο μπορούσε. Και το Πάσχα …Τι να πω τώρα; Έβαζε πάντα τη δική της, την προσωπική της σφραγίδα, …το δωράκι της που συνήθως έφτανε στα χέρια μου καθυστερημένο. Μικρό, φτωχό, ασήμαντο, …ένα κερί, ένα στολίδι πασχαλιάτικο για το σπίτι, ένα φανταχτερό αυγό… Πρόπερσι μου είχε στείλει ένα πήλινο χρωματιστό κουνέλι (μπιμπελό), που ήταν σαν κουτί που βάζουν μέσα διάφορα πράγματα, δηλαδή, είχε καπάκι που για να μην πέσει και σπάσει, ήταν διπλοκολλημένο με ζιλοτέιπ. Τότε όταν το είδαμε με τα παιδιά, κρυφογελάσαμε. Ένα κουνέλι άχαρο, βαμμένο με ζωηρά χρώματα, και καθισμένο μέσα σε ένα καλαθάκι με κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, και γαλάζια αυγά. Το κουνέλι ήταν άσχημο, όμως μας συγκίνησε όλους, και τα παιδιά και ’μένα αυτό το δώρο, γατί μιλούμε για μια γυναίκα που αν και κουβαλούσε έναν αιώνα στην πλάτη της, δεν ξεχνούσε ποτέ τη βαφτιστήρα της, και κυρίως το πασχαλιάτικο δώρο. ‘Όπως το πήρα τότε το κουνέλι, έτσι το στόλισα στο σπίτι. Δεν το άνοιξα καθόλου, και έτσι δεμένο ήταν πιο σίγουρο ότι δεν θα το έσπαζαν τα παιδιά.
Κάθε χρόνο στολίζω το σπίτι στις γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, με όποια στολίδια μας βρίσκονται, και έτσι χαίρονται τα παιδιά αλλά και εγώ. Μόλις τελειώσουν οι γιορτές τα μαζεύω όλα και τα φυλάω σε ένα κουτί για να τα στολίσω πάλι τον άλλο χρόνο. ‘Έτσι έκανα και φέτος. Ό,τι πασχαλινό είχαμε να στολίσουμε στο σπίτι και ανάμεσα σε όλα και το άχαρο κουνέλι της νονάς μου, που δύο χρόνια τώρα το βάζαμε και αυτό σε μια απόμερη θέση επειδή ήταν χοντροκομμένο και αστείο και δεν άρεσε σε κανέναν.
Όμως σήμερα, θέλεις η συγκίνηση των ημερών, θέλεις οι πολλές στερήσεις που εδώ και καιρό έχουν στρογγυλοκαθήσει παντού και κάθε ημέρα πολλαπλασιάζονται, θέλεις η τρυφερότητα της νονάς μου που όσο ζούσε δε με ξεχνούσε ποτέ, θέλεις η νοσταλγία να είχα κι εγώ κάτι που θα έδινε μεγάλη χαρά στα παιδιά μου από τα τόσα που μου στέρησε η ζωή, θέλεις η αγάπη και η φροντίδα των ξένων ανθρώπων που τώρα ήταν, μετά από τόσα χρόνια οι δικοί μου άνθρωποι, η οικογένειά μου, που ποτέ δεν είχα, θέλεις …θέλεις …»
Τώρα έκλαιγε σιωπηλά, λες και τα δάκρυα της ήταν λυτρωτικές σταγόνες αξιοπρέπειας και υπομονής. Συνέχισε σιγά:
«Λοιπόν άκου… Κρατούσα στα χέρια μου το κουνέλι, και ασυναίσθητα άρχισα να ξεκολλώ το ζιλοτέιπ που το «έκλεινε» δύο χρόνια για να μην πέσει το καπάκι. Το κουνέλι – κουτί άνοιξε, έβγαλα το καπάκι ….και ….» Σταμάτησε απότομα. Τρόμαξα … Δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει. «Μου δίνεις λίγο νερό;» Κατάπιε δυο γουλιές και συνέχισε: «Μέσα στο άσχημο πασχαλινό στολίδι, ήταν διπλωμένα …χίλια ευρώ. Νάτα… Κοίταξέ τα… Μου τα έστειλε η νονά μου πριν από δύο χρόνια, κι εγώ ούτε καν το άνοιξα τότε. Την ευχαρίστησα πολύ βέβαια …αλλά τίποτα άλλο. Ντροπή μου. Μου έστειλε τόσα χρήματα… Αλλά δεν το ήξερα. Το πιστεύεις; Εγώ έχω χίλια ευρώ δικά μου! Πολλά λεφτά για μένα. Από τώρα σκέπτομαι εκείνους στους οποίους θα δώσω λίγα από αυτά τα χρήματα… Ποιους μπορώ να βοηθήσω. Θα πιάσουν τόπο Άγιες Ημέρες που έρχονται. Αυτά για εμένα είναι πάρα πολλά λεφτά. Τι να τα κάνω; Για σκέψου: ΧΙΛΙΑ ΕΥΡΩ δικά μου!!!»
Ταραγμένη από τα δικά της λόγια, σηκώθηκε όρθια και ύστερα έφυγε τρέχοντας, έτσι όπως είχε έρθει. Στο δωμάτιο άφησε τη φωτεινή εικόνα του ανθρώπου, του ταγμένου στην υπηρεσία του συνανθρώπου, και μια ξεκάθαρη νόηση με ανώτερες σταθερές αξίες, που ακτινοβολούσαν στο χώρο σαν καλοκαιρινός ήλιος.
Έμεινα ακίνητη με μια παράξενη ζεστασιά στην καρδιά να την βλέπω από το παράθυρο να τρέχει ευτυχισμένη, ελαφρύνοντας θαρρείς με την ανάσα της τον γήινο πόνο.
Με την ματιά μου να αγκαλιάζει την εικόνα της γυναίκας που απομακρυνόταν, δεν άκουγα την δική μου φωνή που μονολογούσε με οργή και θλίψη μαζί:
…Εσύ κύριε, που συγκέντρωσες αμύθητα πλούτη από ατιμίες, κλεψιές, και ένοχες συναλλαγές, δε θα νιώσεις ποτέ την ευτυχία που πρόσφεραν σ’ αυτή τη γυναίκα τα χίλια ευρώ και δε θα σκεφτείς ποτέ να τα μοιραστείς με φτωχούς και ανήμπορους ανθρώπους. Σίγουρα όμως θα σκεφτείς να τα πολλαπλασιάσεις, αν συνεργαστείς και με άλλους όμοιους με ’σένα.
…Εσύ κοπέλα μου, που πρόσφερες σαν «μικρό δώρο» στο σύζυγό σου ένα άλογο(!) αξίας 1,35 εκατ. δολαρίων, κι εσύ άνθρωπε που χάρισες εκείνο το διαμαντένιο δαχτυλίδι ανυπολόγιστης αξίας στη νεαρή φίλη σου, κι εσύ… κι εσύ… κι εσύ… που καταποντίζεσαι στο ανεπίστροφο χάος της απληστίας και στον ολέθριο υλισμό που σε συνθλίβει, καθώς σαν δηλητηριασμένος κισσός σε τυλίγει και σε σφίγγει κάθε ημέρα και περισσότερο και εσύ δεν καταλαβαίνεις τίποτα… Μάθε, λοιπόν, εσύ άνθρωπε, ότι δεν θα νιώσεις ποτέ την ευτυχία αυτής της γυναίκας που κρατά στα χέρια της χίλια ευρώ που μέχρι χτες δε γνώριζε ούτε το χρώμα τους.
Αν ξυπνήσεις κάποια στιγμή και θελήσεις να νιώσεις της ευτυχία αυτής της γυναίκας που τρέχει ανάλαφρα σα να πετά, να θυμάσαι, ότι πρέπει πρώτα να βρει …ο ένας τον άλλον. Και ο άλλος είναι …ο ίδιος σου ο εαυτός!