Μια φορά και ένα καιρό στο βασίλειο των ζώων έπεσε μεγάλη κρίση. Η ξηρασία των τελευταίων ετών οδήγησε πολλά ζώα στο θάνατο και τα θηράματα μειώθηκαν. Εμπορική δραστηριότητα είχαν μόνο 2 ζώα σε ολόκληρη τη ζούγκλα …η αλεπού και ο ασβός. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και όπως όλα έδειχναν αυτά τα Χριστούγεννα θα ήταν πολύ φτωχικά…
Η αλεπού ως πονηρή που ήταν, αποφάσισε να μη γεμίσει τον πάγκο με εμπορεύματα – παρότι πλησίαζαν Χριστούγεννα. Σκέφτηκε η αλεπού με το πονηρό της το μυαλουδάκι, «τα ζώα με την κρίση θα επαναπαφτούν στα λίγα, όπως κάνω και εγώ στο σπιτικό μου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ψωνίσω πολλά προϊόντα και μετά να μου μείνουν και να τα πετάξω».
Πεπεισμένη ότι αυτή η λογική ήταν και η πιο σωστή, έβαλε στο πάγκο της μόνο τα απολύτως απαραίτητα και περίμενε να ξεπουλήσει σε λίγες ώρες. Οι τιμές δεν ήταν οι καλύτερες αλλά δεν την ενδιέφερε και τόσο, αφού ο ασβός για εκείνη δεν ήταν και κανένας αξιόλογος αντίπαλος στο εμπόριο. Άλλωστε σύμφωνα με αυτό που έλεγε στους φίλους της «είμαι πολύ τυχερή που στη ζούγκλα έχω άδεια μικροπωλητού εγώ και ο ασβός, ουσιαστικά είμαι μόνη μου, ποιο λογικό ζώο θα πάει να αγοράσει προϊόντα από αυτόν τον βρωμιάρη;»
Τα Χριστούγεννα πλησίασαν, ήρθαν κάποια ζώα, ψώνισαν λίγα από τα εμπορεύματα και μετά κανένα άλλο ζώο δεν ξαναπάτησε στο πάγκο της αλεπούς…
Τα εμπορεύματα έμειναν απούλητα και η αλεπού δεν μπορούσε να το χωνέψει πώς είναι δυνατόν να συμβεί αυτό σε έναν τόσο λιτό πάγκο με έναν τόσο «ανάξιο» ανταγωνιστή όπως ο ασβός. Τι πήγε στραβά; Ποια ήταν η αιτία; Γιατί εξαφανίστηκαν τα ζώα μέσα στις γιορτές που τα εισοδήματά τους είναι αυξημένα αυτή τη περίοδο;
Μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβη, αποφασίζει να πάει στον ασβό, τον οποίο και ντρεπόταν να αντικρύσει μετά τα τόσα άσχημα λόγια που είχε πει εις βάρος του όλο αυτόν τον καιρό. Πλησιάζει τον πάγκο του και τι να δει;…
Απίστευτα πολύς κόσμος, όλα τα ζώα μαζεμένα, μουσικές, τραγούδια, κέφι… δεν το πίστευε ότι μέσα στην κρίση ο κόσμος επέλεξε να περάσει καλά… Κάτι την έπνιγε, έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει το μυστικό του ασβού. Πώς αυτός ο «βρωμιάρης» μάζεψε όλα αυτά τα ζώα και εκείνη σε ένα τόσο συντηρητικό πάγκο δεν μπόρεσε να ξεπουλήσει;
– Ασβέ τι κάνεις; Πως είσαι;
– Βρε καλώς την αλεπού… Όλα καλά, όπως βλέπεις, δόξα τον Θεό έχουμε πολλή δουλειά και όλα μου πάνε καλά. Πως και μας επισκέφτηκες αλεπού;
Σαν να διέκρινε μία ειρωνεία στα λόγια του ασβού, «ποιος νομίζει ότι είναι;» σκέφτηκε από μέσα της η αλεπού, «σιγά μην τον αφήσω να με μειώσει…»
– Ξέρεις ασβέ, είχα την περιέργεια να μάθω, πως ένας βρωμιάρης σαν και εσένα κατάφερε να μαζέψει όλα τα ζώα του δάσους στο πάγκο του και εγώ που φημίζομαι για την καθαριότητα και τη πονηριά μου δεν έχω σταυρώσει πώληση… Τι κόλπο σκαρφίστηκες άραγε αυτά τα Χριστούγεννα;
Χα, χα, χα γέλασε ο ασβός με δύναμη, ήταν πολύ αστείο όπως το είπες…
– Ποιο, το ότι σε είπα βρωμιάρη; (Αποκρίθηκε η αλεπού)
– Καλά, το ότι με λές βρωμιάρη, το ξέρω, όλα τα ζώα μου το έχουν πει, το περίεργο θα ήταν να μη μου το έλεγες, άλλωστε δεν μυρίζω και ευχάριστα, ούτε είπα ποτέ ότι είμαι το πιο καθαρό ζώο του κόσμου. Όμως αλεπού θα πρέπει να ξέρεις ότι τα ζώα δεν ψωνίζουν με βάση αυτό το κριτήριο, άλλωστε το κάθε ζώο έχει τη μυρωδιά του. Δυστυχώς για σένα υπάρχουν άλλα κριτήρια με τα οποία ψωνίζουν τα ζώα…