H μετάβαση στην Αθήνα, τη γερμανική κατοχή και ακόμη λίγο μετά την απελευθέρωση, ήταν πρόβλημα. Ο ατμήλατος σιδηρόδρομος το λεγόμενο «θηρίο» είχε ακινητοποιηθεί από το 1936 με την προοπτική να μεταβληθεί σε ηλεκτροκίνητο. Όμως το έργο αυτό εξαιτίας της υποδούλωσης είχε ναυαγήσει. Ο Μιχαήλ Κατσουρός, διακεκριμένος δικηγόρος στο Μαρούσι, είχε εκφωνήσει τον επικήδειο του τρένου. Ο λόγος του -κατά τους λόγιους της εποχής- είχε εντυπωσιάσει και η τελετή με τα άνθη, που έριχναν, πήρε τη μορφή χαρμόσυνου πανηγυρισμού. Πέρασαν σχεδόν είκοσι χρόνια, για να πραγματοποιηθεί το όνειρο της ηλεκτροκίνησης.
Γραφει ο Δημήτρης Μασούρης
Τα λεωφορεία πάλι κινούνταν με ξύλα ή κοκ. Γκαζοζέν τα ονόμαζαν. Εν τούτοις η κοσμική κίνηση στο Μαρούσι είχε αυξηθεί. Κόσμος πολύς από την Αθήνα και τον Πειραιά είχε εγκατασταθεί στην πόλη μας, είχε νοικιάσει, αγοράσει ή κτίσει κατοικίες από τις αρχές ακόμη του 1900. Το Μαρούσι είχε επαληθεύσει για μια ακόμη φορά τον αρχαίο όρο «αθμονάζειν», το να επιδιώκει κανείς να κατοικήσει ή να παραμείνει στο Άθμονον. Ιδιαίτερα είχε μεταβληθεί σε θέρετρο, τόπο αναρρωτηρίου, και εξαιτίας της νόσου της φυματίωσης, που μάστιζε κυριολεκτικά τη χώρα μας. Μαγκουφάνα (=Πεύκη), Μαρούσι, Μελίσσια, Πεντέλη είχαν μεταβληθεί σε αναρρωτήρια θεραπευτήρια. Ο αέρας και το εξαιρετικό νερό του Μαρουσιού προσείλκυαν κόσμο. Η υγρασία στο Μαρούσι ήταν μηδενική.
Τότε ήταν, που το Μαρούσι γνώρισε πολλούς και αξιόλογους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, επιχειρηματίες, πολιτικούς κ.ά., που επιδίωξή τους ήταν η κατοίκηση στο Μαρούσι.
Ηθοποιοί, χορευτές, χορεύτριες, μουσικοί και λοιποί καλλιτέχνες των θεάτρων Παπαϊωάννου, Μακέδου, Σαμαρτζή διαφήμιζαν την παραμονή τους στο Μαρούσι μέσα από τις ατάκες των θεατρικών διαλόγων τους.
Δεν υπήρχε παλιά κινηματογραφική ταινία, που οι πρωταγωνιστές τους να μην είχαν φιλοξενηθεί σε κέντρο στο Μαρούσι ή να μην είχαν τοπία από τα γύρω δάση Συγγρού – Βορρέ – Κατσίμπαλη – Χρυσοσπάθη κ.ά.
Κινηματογραφικά έργα παίζονταν στο χώρο του σημερινού 1ου Γυμνασίου. Άρχισαν με βωβό κινηματογράφο αρχικά, για να καταλήξουν σε ομιλούντα: Τότε πρωτακούστηκε και η λέξη «τι παίζει ο σινεμάς;» ιδιαίτερα από τους πολυπληθείς που κατοίκησαν στο Μαρούσι μικρασιάτες έποικους. Αργότερα μεταφέρθηκε ο κινηματογράφος στην Πλατεία του ηλεκτρικού σταθμού. Τα πιτσιρίκια σκαρφάλωναν στα δέντρα κρυφά, για να παρακολουθήσουν. Όλες οι χειμερινές επιτυχίες της Αθήνας παίζονταν το καλοκαίρι στο σινέ «Τιτάνια» στο Μαρούσι.
Οι μαθητές ακόμη από το Γυμνάσιο μιμούνταν τους ηθοποιούς και τραγουδούσαν Γούναρη, Καλημέρη, Σιδηρόπουλο, τραγούδια των Σουγιούλ, Μωράκη –που έμενε στο Μαρούσι-, Ριτσιάρδη, Χαιρόπουλου κλπ.
Η αναβίωση της παρουσίας της οπερέτας του Σακελλαρίδη «Θέλω να δω τον πάπα» από το θέατρο Ολύμπια (εφημ. Καθημερινή 18-4-2015) είχε τότε, που πρωτοπαίχτηκε προπολεμικά αντίκτυπο και στο 8τάξιο Γυμνάσιο Αμαρουσίου. Τα παιδιά τραγουδούσαν το τραγούδι στα διαλείμματα. Ένας μάλιστα μαθητής, τραγουδώντας επαναληπτικά το μοτίβο «τον πάπα, τον πάπα» εισέπραξε από τον εφημερεύοντα έξοχο γυμναστή μας Δημητριάδη και μια γερή, όπως είπε «φάπα».
Εύστροφος, έξυπνος, δραστήριος και καλός συμμαθητής μας ο Λεωνίδας Ζώης πρωτοστάτησε σε μαθητικές εκδηλώσεις του σχολείου μας. Ακόμη θυμάμαι τη μονόπρακτη κωμωδία που ήταν δική του «Ο Κούκλος» στην οποία πρωταγωνίστησε σε μια επίσκεψη της τάξης μας σε ένα ΠΙΚΠΑ Αμαρουσίου με μικρά παιδιά. Ήταν χάρμα οφθαλμών να τον βλέπεις να παίζει στη σκηνή. Αναβίωνε ένας Λογοθετίδης.
Την ίδια σχεδόν εποχή το Γυμνάσιό μας ανέβασε κάποια 25η Μαρτίου και το έργο του τότε μαθητή μεγαλύτερων τάξεων Παντελή Καλιότσου, διακεκριμένου αργότερα λογοτέχνη, «Λόρδος Βύρων». Σ’ αυτό είχαν λάβει μέρος μαθητές και μαθήτριες από όλο το σχολείο. Το ρόλο του λόρδου Βύρωνα έξοχα υποδύθηκε ο αείμνηστος Σταμάτης Αντωνιάδης, ενώ της κοπέλας Μεσολογγίτισσας που φέρνει το επαναστατικό μήνυμα στο Βύρωνα, η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Νομίζω ότι ήταν ο πρώτος ρόλος της, που εμφανίστηκε στο θέατρο. Τα σκηνικά του έργου είχε φιλοτεχνήσει με μαθητές του σχολείου ο έξοχος ζωγράφος –καθηγητής μας των Τεχνικών– Κελεμένης με απόλυτο ρεαλισμό.
Αλλά δεν έλειπαν και οι ατίθασοι κακοί μαθητές, που κάνανε και τότε –αν και δεν ξέρανε τον όρο μπούλινγκ– στους συμμαθητές τους, τους έδερναν. Αλίμονο όμως αν έπιπταν στην αντίληψη των τεσσάρων γυμναστών μας Δημητριάδη, Ντούλα, Τσιάλα και Βουδούρη – γυναίκα γυμνάστρια για τα κορίτσια, γιατί το σχολείο ήταν μικτό. Ο Γυμνασιάρχης Σταυρόπουλος, ενσαρκωτής πειθαρχίας και μάθησης στο σχολείο, ως ανεπιθύμητους τους απομάκρυνε, αποβάλοντάς τους δια παντός από «το ημέτερον Γυμνάσιον», όπως έλεγε.
Έξοχος επίσης συμμαθητής μας υπήρξε και ο αείμνηστος Δημήτρης Τσεβάς από το Πολυδένδρι Αττικής. Σπούδασε νομικά και έφτασε μέχρι το αξίωμα του εισαγγελέα με τεράστια επιτυχία στο έργο του. Και οι δύο υπήρξαμε μαθητές του δημιουργικού μαρουσιώτη δάσκαλου ανθρωπιστή Βαγγέλη Δούση. Ο Τσεβάς φλεγόταν κυριολεκτικά από τη μάθηση. Τον ενδιέφερε το κάθε τι. Αργότερα έγινε πρόεδρος με έργο στην Εταιρία Προστασίας Παιδιών. Ήταν πολύ δυνατός στο πνεύμα. Από μαθητής μισούσε τους ψεύτες και τους ταραξίες. Ένα ακόμη σπάνιο χάρισμά του ήταν και να ανακαλύπτει, από την παρουσία τους ακόμη μπροστά του, τους ενόχους. Αγαπούσε την τάξη και τους ανυπεράσπιστους αδύναμους συμμαθητές μας.
Πάντως οι ταραξίες στο σχολείο μας υποστηρίζονταν στη μεταπολεμική και λίγο αργότερα εμφύλια περίοδο από έναν αινιγματικό οπλοφορούντα –πιστολέρο– ρασοφόρο θεολόγο καθηγητή μας τον παπΑλέξανδρο. Αυτός δίδασκε Ηθική. Αμφίβολο, αν είχε ανοίξει ποτέ του βιβλίο. Ήταν Χίτης και το κόμμα του είχε πολεμήσει στου Μακρυγιάννη. Στην έδρα πάνω είχε πάντα ένα γερμανικό πιστόλι Βάλτερ. Ρωτούσε τους μαθητές: – Τι βαθμό θέλετε να σας βάλλω 18, 19 ή 20; – Απευθυνόταν σε μία δυναμική τάξη του Κακασή, που έβγαλε αργότερα, δυνατούς μαθητές καθηγητές κ.ά. σε διάφορους τομείς της κοινωνίας μας. Κάποτε ήθελε αυτολεξεί τον ορισμό του ευδαιμονισμού. Όταν σήκωσε τον Τσεβά στο μάθημα αυτός του είπε αυτολεξεί τον ορισμό για να πρωτοτυπήσει και να τον εξιτάρει χωρίς να παραλείψει τα κόμματα και τις τελείες. Έτσι πχ. «Ευδαιμονισμός ή χρησιμοθηρία είναι η ηθική εκείνη θεωρία (κόμμα), είπε, κατά την οποίαν σκοπός πασών των ανθρωπίνων ενεργειών είναι η ωφέλεια (κόμμα)… υπερτονίζοντας δυνατά τα κόμματα και τις τελείες.
Ο ρασοφόρος καθηγητής με το τεράστιο ποδήρες μπλε και άσπρες ρίγες κάτω κασκόλ του, τον κοίταξε με απορία: – Εσένα, που μου είπες τα κόμματα και τις τελείες θα σου βάλω –και δεν θέλω αντίρρηση– λίγο είναι; Είκοσι. Τελείωνε γρήγορα χωρίς να διδάσκει, έλεγε: – Θα αποστηθίσετε το κείμενο στις σελίδες 23 και 24. Βλέπετε ο παπΑλέξανδρος είχε προηγηθεί πολλά χρόνια πριν της σημερινής παπαγαλίστικης εκμάθησης και των πανελληνίων εξετάσεων. Και μετά τραγουδούσαμε πατριωτικά τραγούδια. Μερικοί συμμαθητές μας, ύψωναν δήθεν τη φωνή τους ως τενόροι για χαβαλέ, ο παπΑλέξανδρος φώναζε: Θέλω απαλά, απαλά με γλυκύτητα όχι φόρτε.
Ο Σταυρόπουλος πληροφορήθηκε τα συμβαίνοντα και ο καθηγητής «του αρίστου 8ταξίου Γυμνασίου του Θεοφίλου Βορέα», βρέθηκε στη Σύμη, για να μαζέψει πεταλίδες!
Αλλά στα περί της φοίτησής μας και ενίοτε της διδασκαλίας μας, που γινόταν κάτω από δέντρα, γιατί τα σχολεία με τη γερμανοϊταλική κατοχή είχαν μεταβληθεί σε νοσοκομεία στρατιωτικά της Αττικής, αξίζει να επανέλθουμε, αφού το σύνολο των αναμνήσεων μάς οδηγεί και η μια ανάμνηση φέρνει την άλλη.