Γυμνάσιο Σουφλίου: Tο φωτεινό σχολείο της εποχής
Ένα από τα πολλά ελληνικά σχολεία από τον Έβρο ως την Κύπρο -ενδεικτικά το Γυμνάσιο Παλουριώτισσας στη Λευκωσία- με την εξαιρετική κοινωνική ιστορία τους (πολλά από αυτά, εγκαταλελειμμένα και μισογκρεμισμένα, ένας ευαίσθητος πολίτης τα φωτογραφίζει για την ελληνική μνήμη). Έμαθε γερά γράμματα στο ακριτικό σχολείο του ο ανήσυχος Στέφανος. Παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τον εξαιρετικό, αλλά συγκρατημένο φιλόλογό του, ώσπου εκείνος, ο Σουφλιώτης καθηγητής Αλέκος Τυρόπουλος, ήλθε η ώρα να σπάσει τη σιωπή του, λίγο πριν φτάσει η εθνοφυλακή στο Σουφλί, μετά την απελευθέρωση. Όπως έμαθε απόφοιτος πια ο Στέφανος, ο φιλόλογος διέκοψε ξαφνικά τη διδασκαλία ενός φιλιππικού λόγου του Δημοσθένη και συνέχισε με έναν φιλιππικό εναντίον της επερχόμενης Βάρκιζας: «Σε λίγο αγαπητοί μου, δεν θα μπορούμε να μιλούμε ελεύθερα, όπως στο μικρό διάστημα της ελεύθερης ζωής από τη δουλεία των κατακτητών, που μας εξασφάλισε η αντίσταση των πραγματικών πατριωτών. Έρχεται όπου να ’ναι η τυραννία, καλπάζοντας πάνω στο άλογο της ανομίας και της προκλητικής αυθαιρεσίας. Κρατήστε καθαρή τη συνείδησή σας, όσην αποχτήσατε στα δύσκολα χρόνια της δοκιμασίας του έθνους. Και να θυμάστε ότι πρώτιστο καθήκον του υπεύθυνου πολίτη είναι να υπερασπίζεται τα δικαιώματά του, τα δικαιώματα όλων. Και μην τα απεμπολήσετε έναντι οιουδήποτε ανταλλάγματος». Και άλλα πολλά έλεγε επί μισή ώρα, εκείνος ο δικαίως αυστηρός αλλά καταπληκτικός Δάσκαλος, που έκανε το Στέφανο να μην ξεχνά την Αντιγόνη ή τον «Επιτάφιο» του Περικλή και μπορούσε να διδάσκει Δημοκρατία!
Και δεν ήταν μόνος ο Αλέκος Τυρόπουλος. Όσα αναφέρει ο Στ. Στεφάνου για το Γυμνάσιο της μικρής του πόλης είναι ένας ύμνος γενικώς της Παιδείας, όταν είναι Παιδεία! Εκείνοι, όλοι οι καθηγητές, κάθε ειδικότητας, δεν ήταν απλώς αποτελεσματικοί, όχι μόνον άνθρωποι με γνώση της εποχής τους, ήταν από εξαίρετοι μέχρι συναρπαστικοί. Ενδυνάμωσαν τη σκέψη και την αίσθηση ευθύνης του Στέφανου, ως πολίτη, την εκτίμησή του για τον πνευματικό πολιτισμό, έβαλαν δε τόσο γερά θεμέλια στη σφαιρική κατάρτισή του, ώστε πάνω σ’αυτά να χτίσει μέχρι του σημείου να αναδειχτεί σε πρύτανη των διορθωτών και επιμελητών, μετά το τέλος των περιπετειών του, στο επίπεδο της έκδοσης σπουδαίων επιστημονικών βιβλίων, αν και αυτοδίδακτος σ’αυτήν την τόσο υπεύθυνη εργασία.
Παιδιά των πολλών τα λόγια μας
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
Φτάνοντας στο τέλος ο αναγνώστης, έχει αποκομίσει, ιστορική γνώση, για μια περίοδο που καθόρισαν σημαντικά γεγονότα (1941-1974), ή ενδιαφέρουσες επισημάνσεις του αφηγητή. Συνοπτικά αλλά ουσιαστικά εξετάζεται και το εθνικό Κυπριακό πρόβλημα. Περιγράφονται οι μεγάλες διαδηλώσεις συμπαράστασης στον αγώνα της Κύπρου, σε όλες τις ελληνικές μεγάλες πόλεις, με τραγικό αποκορύφωμα το Μάιο 1956, στην Αθήνα, όταν τα όργανα καταστολής δολοφονούν τρεις νέους διαδηλωτές, τραυματίζουν δεκάδες και συλλαμβάνουν εκατοντάδες.
Ο Στ. Στεφάνου μίλησε εκ πρώτης όψεως ως ιδεαλιστής στρατιώτης της Αριστεράς. Και κάθε ιδεολογία πρέπει να εμπνέει το σεβασμό, αρκεί ως όρος να μην αποτελεί προκάλυμμα απάνθρωπων σχεδιασμών και πράξεων. Αντίθετα ο βαθύς ανθρωπισμός κυριαρχεί στη μακρά κατάθεση του αφηγητή. Περιηγήθηκε το παρελθόν για να το δει το παρόν, όπως αντιπροσωπευτικά το έζησε, δίχως την πρόθεση να εντυπωσιάσει, χωρίς μίσος για του αντιπάλους, με την ειλικρίνεια του αναστοχασμού και με ροή εύστοχου λόγου. Ωστόσο ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό έχει ιδιαίτερη αξία.
Σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν, ο κύριος Στεφάνου εξιστορεί και παράλληλα βλέπει αθέατες πτυχές των γεγονότων των χρόνων του. Ίσως κύρια επιδίωξή του είναι να συντελέσει, ώστε να μη μένει στη λήθη ο συλλογικός ψυχισμός μιας μεγάλης πληθυσμιακής, μαχητικής ομάδας, που εκ των έσω γνωρίζει. Στο κατώφλι της ένατης δεκαετίας του δεν πρέπει να τον ενδιέφερε μια άμορφη και άναρχη μάζα.
Ο αφηγητής μοιράζει δίκαια την ιστορική προσπάθεια τριάντα ετών, στον εαυτό του και σε άνδρες ή γυναίκες κάθε ηλικίας. Καθένας έχει το δικό του πρόσωπο και πεπρωμένο. Αλλά στον κοινό δρόμο του αλληλοσεβασμού και της αξιοπρέπειας, όλοι είναι αποφασισμένοι να δώσουν τα πάντα για τις ιδέες τους. Και τον λόγο τον κάνουν πράξη. Οι επιζώντες μιλούν για την «ουτοπία» τους, μάλλον υπονοώντας ότι από μια ουτοπία άρχισε κάθε μεγάλος δρόμος. Ωστόσο, και παράλληλες πορείες παρακολουθεί ο αφηγητής μας, όπως την τολμηρή προσπάθεια εκδοτών και αποκαλούμενων πλασιέ, να διαδώσουν το προοδευτικό βιβλίο, πόρτα πόρτα με κίνδυνο, την πρώτη μετεμφυλιακή δεκαετία.
Επομένως (όχι ο πρωταγωνιστής, αλλά) ο υπεύθυνος του συγκεκριμένου βιβλίου, πρώτα ενδιαφέρει την προφορική ιστορία και στη συνέχεια την ιστορία των συνειδήσεων, της οποίας μέλημα είναι η αποκάλυψη του αδιαφανούς «Αλλού της Ιστορίας», κατά το Γάλλο ιστορικό Ζακ Λε Γκοφ. Ιστορικοί κατά τις τελευταίες δεκαετίες εστιάζουν και στους κρυμμένους των εξελίξεων, έχοντας ως αρχή ότι η Ιστορία πρέπει να γράφεται με ανθρώπους. Αυτή η αρχή ενδιαφέρει και τον σύγχρονο ιστορικό μας Σπύρο Ασδραχά, που προβάλλει ως μορφή σεβασμού και από μια πρόσφατη συνέντευξή του. Μεταξύ άλλων ερωτήθηκε ποια υποκείμενα τον απασχόλησαν: «… τα πιο ταπεινά» απάντησε. «Οι ταπεινοί και οι καταφρονεμένοι. Ο φτωχός που τραγουδάει στον πρίγκιπα Ιγκόρ του Μποροντίν, ο φτωχός που πικραμένος κατηγορεί τη χυδαία ράτσα των αυλικών, τα πρόσωπα που μοιρολογούν…»
Με ανθρώπους, στην πλειοψηφία τους απλούς και συνάμα ξεχωριστούς, διαρκώς οδοιπορεί ο Στ. Στεφάνου. Ταυτόχρονα μάλλον μεταβάλλει τον αναγνώστη του βιβλίου σε διαρκώς ενδιαφερόμενο ακροατή μιας άμεσης αφήγησης, που ανασύρει από τη σιωπή όχι μόνο τη δική του φωνή, αλλά και των πολλών τα λόγια. Παιδιά των πολλών τα λόγια μας, έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης. Αυτά τα λόγια, εκείνη η πραγματικότητα κάνει το βιβλίο «αβάσταχτο», κατά τον Αριστείδη Μπαλτά σε ωραίο του σημείωμα. Αβάσταχτο, διότι το «Εμείς» του παρελθόντος, εξαφανίστηκε από «το διογκωμένο εγώ» των καιρών μας. Βέβαια, η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, είναι όμως δυνατός ένας εις βάθος και όχι μονοδιάστατος «στοχασμός της Ιστορίας», αγνοημένος από τη διεθνή υπερεξουσία των απάνθρωπων αγορών και πάντοτε για τον Άνθρωπο απολύτως αναγκαίος.
Ο Στέφανος Στεφάνου θα κριθεί τελικά από το αναγνωστικό κοινό, τους ιστορικούς αλλά και από επιστήμονες με συναφή αντικείμενα, λόγω της σύνθετης οπτικής του. Η ευχή μας είναι να μελετά διαρκώς το Χρόνο, για να κερδίζει την εξαιρετική γενναιοδωρία του. Έχει και κάποια λόγια ειδικά για τους σύγχρονους ιστορικούς:
«Θέλω να πω, μιλώντας στους ιστορικούς της σύγχρονης εποχής, πως δε φτάνουν τα άψυχα χαρτιά, τα «τεκμήρια». Αν δεν μπορέσουμε να μεταφερθούμε στην εποχή με τις ιδιαιτερότητές της, να μπούμε στο πετσί των τοτινών ανθρώπων, να βιώσουμε όσο γίνεται το δράμα τους ή απλώς τη ζωή τους, να ιδρώσουμε και να «ματώσουμε» ψάχνοντας τα χαρτιά, να βγάλουμε όξω την ψυχή τους, να μετρηθούμε με το Χάρο που στέκεται πολλές φορές πίσω από το χαρτί, κάτω από το χαρτί, μέσα στο χαρτί, δε θα μπορέσουμε να καταλάβουμε την ουσία των πραγμάτων, γιατί η ουσία των πραγμάτων είναι τα πάθη και τα κλέη των ανθρώπων που έφτιαξαν τα πράγματα. Μόνο τότε, οι «νέοι» που αποφάσισαν να κρίνουν τους «παλιούς» θα έχουν εξασφαλίσει το έχει καλώς από την Ιστορία».
Αδαμαντία Τριάρχη – Μακρυγιάννη, Φιλόλογος