Από το βιβλίο «Στέφανος Στεφάνου. Ένας από τους πολλούς της Ελληνικής Αριστεράς»
Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Οι βασιλιάδες κουβαλήσαν τ’ αγκωνάρια;
Μπέρτολτ Μπρέχτ, «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει».
(Μτφρ. Μάριος Πλωρίτης)
Διαβάζοντας το βιβλίο του υποτίτλου, είναι δυνατή η εκτίμηση για τον Στέφανο Στεφάνου, τον αφηγητή της προσωπικής του ιστορίας και σε ίσο βαθμό για τους πολλούς, που όπως εκείνος έζησαν, αγωνίστηκαν και στη συνέχεια απάνθρωπα υπέφεραν.
Ο χρόνος της αφήγησης εκτείνεται κυρίως από το 1941 μέχρι το 1971 και τότε ήταν τιμή να είναι κανείς ένας από «τους πολλούς», κατά κανόνα «άφωνους συντελεστές» κρίσιμων ιστορικών γεγονότων. Πρώτος ο Αισχύλος είχε αναδείξει αυτήν την ιστορική τιμή, γράφοντας ο ίδιος, σύμφωνα μ’ ένα θρύλο, στο μελλοντικό ταφικό του επίγραμμα μόνον ότι πολέμησε με ανδρεία στο Μαραθώνα, ως απλός Αθηναίος στρατιώτης, χωρίς καμιά αναφορά στον λαμπρό τραγικό λόγο του. Και ήταν σοφό εκείνο το τετράστιχο, διότι εάν δεν είχε προϋπάρξει Μαραθώνας, δεν θα υπήρχε «Ορέστεια».
Ο Στ. Στεφάνου εκθέτει την αιτία της τιμής που δικαιούται η γενιά του, η γενιά του 1940, μιλώντας με απλότητα στην ιστορικό Χριστίνα Αλεξοπούλου, η δε προφορική αφήγησή του ευτύχησε να πάρει τη μορφή βιβλίου με τον εύγλωττο τίτλο «Στέφανος Στεφάνου. Ένας από τους πολλούς της Ελληνικής Αριστεράς». Και αιτία είναι, ότι, αμέτρητοι της Αριστεράς, με τους νέους, τις νέες και τους αγρότες να δίνουν το εντονότερο «παρών», δούλεψαν, πολέμησαν και «δεν χαμήλωσαν το μπόι τους» κάτω από φοβερά αντίξοες συνθήκες καταπίεσης, για την πραγμάτωση του δίπτυχου: την απελευθέρωση από το φασισμό και την κοινωνική αναδημιουργία της χώρας, με έμπνευση από την ελληνική και παγκόσμια Ελευθερία καθώς και από το πολιτικό-κοινωνικό ιδεώδες τους. Αυτοί οι αμέτρητοι ήταν το Εμείς, από τον Αισχύλο μέχρι το Μακρυγιάννη και τον Μπόρχες, με το τελευταίο να έχει γράψει:
«…αν η πατρίδα σωθεί…
θα είμαστε αθάνατοι χάρη σ’ αυτή
τη σωτηρία, αδιάφορο αν τα ονόματά μας γίνουν ή όχι γνωστά».
Χόρχε Λουίς Μπόρχες, από το δοκίμιο «Η Αθανασία». Μτφρ. Αχιλλέα Κυριακίδη
Κατά την αφήγηση παρουσιάζονται δεκάδες συναγωνιστές με τα ονόματά τους, αλλά ο Στ. Στεφάνου με το λόγο του, σαν να κρατά έναν πραγματικό φακό, φωτίζει όλους των δεκαετιών του βιβλίου και επαναλαμβάνει ότι δεν είναι το άτομο, ο ξεχωριστός, αλλά ένας από τους πολλούς της αγωνιστικής Αριστεράς. Γεννήθηκε το 1926 στο ακριτικό Σουφλί, στην μικρή πόλη που προπολεμικά άνθιζε από πολιτιστική άποψη και κατέγραψε, το 1936, τον αγώνα των σηροτρόφων κατοίκων της για τη δίκαιη αμοιβή της παραγωγής τους. Γιος προσφυγικής, αγροτικής οικογένειας με δημοκρατικό ιστορικό και μαθητής εξαιρετικών καθηγητών, είναι αριστερός, ίσως εξαιτίας της ιδιοσυγκρασίας του αλλά και στη βάση της οικογένειας και της παιδείας του. Ιδεολόγος όπως και άλλοι. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, η βαθιά παράδοση ή ένα γεγονός όπως ο ερχομός ενός φωτισμένου δασκάλου, διαμόρφωναν αγωνιστικό φρόνημα.
Ένας από τους πολλούς λοιπόν και ο Στέφανος. Έφηβος ακτιβιστής, επονίτης, πολεμιστής στην Αντίσταση, δεσμώτης μετά τη Βάρκιζα, φυλακισμένος στα Γιούρα και εκτοπισμένος στον Αϊ-Στράτη. Αργότερα, «στέλεχος ευθύνης του κόμματος της ΕΔΑ», για να εκτοπιστεί ξανά στα Γιούρα και στο Παρθένι της Λέρου επί των Συνταγματαρχών, μέχρι το 1971. Έκτοτε, ο διανοούμενος, ο αρθρογράφος σε εξειδικευμένα περιοδικά (Αρχειοτάξιο των ΑΣΚΙ, ΕΑΜ-Αντίσταση κ.α.) παραμένει ανένταχτος της Αριστεράς και, όπως πάντοτε, λαϊκός, απλός στρατιώτης της.
Το εμείς του βιβλίου δεν είναι εύκολο να αποδοθεί με λίγες γραμμές. Οι ατέλειωτες, επικίνδυνες μετακινήσεις του τότε νεαρού αφηγητή και των συναγωνιστών του στον Έβρο και στην Καβάλα, για να εδραιώσουν την ΕΠΟΝ, ο αντιστασιακός ρόλος τους, οι μετέπειτα δικαστικές περιπέτειες και καταδίκες τους, εξαιτίας δήθεν πολιτικών αδικημάτων και του τύπου, είκοσι χρόνια φυλακή, διότι δεν χαρακτηρίζεις τον αντάρτη πατέρα σου συμμορίτη και εχθρό της πατρίδας… Το ναζιστικό δόγμα της ατομικής ή και συλλογικής «ευθύνης» παρέμενε ισχυρό στην Ελλάδα επί τριάντα περίπου χρόνια, με ενδιάμεσο διάστημα «αναστολής», όπως απέδειξαν οι συνταγματάρχες. Στους βράχους – στρατόπεδα συγκέντρωσης του Αιγαίου, έφταναν δεμένοι οι χιλιάδες «ένοχοι ή επικίνδυνοι για την ασφάλεια» του εμφυλιακού και μετεμφυλιακού κράτους, για να τους επιβάλλεται μεταχείριση απαράδεκτη, επειδή πολέμησαν το φασισμό και στη συνέχεια δεν αποδέχτηκαν την ξενοκίνητη παρωδία της δημοκρατίας…
Και αυτά, ηρωικά ή απάνθρωπα, εκτυλίσσονταν σε κλίμα «συλλογικής προσπάθειας», που περιγράφει ο Στ. Στεφάνου. Με απόλυτη πίστη στο κοινωνικό όραμα, παρά τα τραγικά σφάλματα και τις υπερβολές του κομματικού μηχανισμού του ΚΚΕ. Με συλλογική αντιστασιακή επιμονή και κάτω από τους βάρβαρους επιτηρητές στα «θανατονήσια» και με τη μόνιμη θέληση: να μην καταπέσουν, όπως επιδίωκε η τότε εξουσία, αλλά να υπερασπίζονται όρθιοι «κοινωνικά αγαθά και αξίες που πλήττονταν βάναυσα… Αυτό η κοινωνία πρέπει να το αναγνωρίσει όλων … ως παρακαταθήκη της κοινωνίας – του έθνους …» πιστεύει ο αφηγητής. Θα προσθέταμε ότι οι εξαιρέσεις δεν αναιρούν την πραγματικότητα.
Στο παρόν σημείωμα, κατ’ ανάγκην θα προβάλουμε μόνον ορισμένα χαρακτηριστικά σημεία από αυτήν την μακρά διαδρομή, όπως φαίνονται μέσα από τον πολυφωνικό λόγο του βιβλίου, με την παρεμβολή διευκρινιστικών ερωτήσεων της ερευνήτριας-συνομιλήτριας του Στ. Στεφάνου.