Σκοτάδι και φως
Έτος 1947, στις φυλακές-φρούριο της Κεφαλλονιάς, στον «πάνω θάλαμο της δεύτερης ακτίνας», με 60% καταδικασμένους σε θάνατο για αυτουργία σε «αδικήματα» επί Κατοχής, για τα οποία δεν προέβλεπε αμνηστία η Συμφωνία της Βάρκιζας. Νύχτα, ώρα που πλησίαζε ο ύπνος με τον τρόμο ότι σε λίγες ώρες το κτύπημα της πόρτας θα εσήμαινε οριστικό αποχωρισμό συντρόφων που μοιράζονταν το ίδιο μαξιλάρι, και όμως… «…κάθε βράδυ στο θάλαμο σάς έλεγα αστεία παραμύθια και γελούσα και γελούσα και προσπαθούσα να σας κάνω να γελάσετε κι εσείς». Αυτά θύμισε στον Στ. Στεφάνου ο συναρπαστικός εκείνος των παραμυθιών, ο συγγραφέας Θέμος Κορνάρος, όταν ξανασυναντήθηκαν εκτοπισμένοι στον Αϊ-Στράτη. «Ένιωθα σαν τη μάνα που προσπαθεί να βγάλει τον πόνο από τα στήθια του βαριά άρρωστου παιδιού της», συνέχισε ο Κορνάρος· προσπαθούσε να κοιμίσει τα παιδιά, για να μην περιμένουν ξάγρυπνα το μαύρο κάλεσμα για το εκτελεστικό απόσπασμα. «Και γελούσα και γελούσα, για να μην αναλυθώ σε κλάματα χωρίς τελειωμό». Ξέσπασε όμως σε αναφιλητά ο Στέφ. Στεφάνου, κοντά μόνο στον συγκρατούμενό του, σαν να ήταν ένας από εκείνους που δεν έπρεπε να κλάψουν στην κάθε Κεφαλλονιά, για να μη «δώσουν αυτή τη χαρά στον εχθρό». Μαύρο και αγγελικό φως στις φυλακές, ίσως έγραφε ο ποιητής.
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα στους τόπους της Κόλασης, ήταν και η ανεπαρκέστατη σίτιση των φυλακισμένων, με συνέπειες από τη συνηθισμένη αδενοπάθεια μέχρι τη φυματίωση και τη σωματική κατάπτωσή τους, σε συνδυασμό με τους προσωπικούς και ομαδικούς βασανισμούς. Επρόκειτο για «αβάσταχτη πείνα». Τους είκοσι πρώτους μήνες στα Γιούρα, «δε χόρτασα ποτέ», θυμάται ο Στ. Στεφάνου. «Μοιραζόμαστε τη φτώχεια και την ανημπόρια μας σε ίσα μέρη», τονίζει και συμπληρώνει: «Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πόση καλοσύνη κρύβει η καρδιά του απλού ανθρώπου. Και ιδιαίτερα όταν τον συνέχει με το διπλανό του ένας Σκοπός…».
Πολύσημη είναι η κατάθεση του Στ. Στεφάνου, με προσανατολισμό στον Άνθρωπο και στην αδιάσπαστη ενότητα λόγου και πράξης: «… όσο μπορείς, να φέρεσαι έτσι που η ατομική πράξη σου, η συμπεριφορά σου να διαβεβαιώνει τον περίγυρό σου ότι μπορούμε να αλλάξουμε όλοι· και από θηρευτές του κέρδους να γίνουμε διάκονοι αλληλεγγύης».
Κάτι «στο μέσα πλούτος» μας…
Περισσότερα από εβδομήντα πέντε χρόνια σε φυλακές και εξορίες για πολιτικούς λόγους, μετρούσαν οι οικογένειες του αφηγητή και της πεθεράς του. Και συμπύκνωνε την αξιοπρέπεια όλων εκείνων των ανθρώπων, επί δεκαετίες, η γιαγιά, η «παλικαρού γιαγιά» του Στέφανου, «η θεία Παπαδιά» που είχε τακτοποιήσει τόμους του Τολστόι δίπλα στα χριστιανικά βιβλία του ιερέα. Μετά το 1897 έζησε πέντε ακόμη πολέμους και τον βαρύτερο, τον Εμφύλιο, μετά τα ογδόντα πέντε της.
Έχασε το γαμπρό της ύστερα από εξοντωτική ομηρία στο Σουφλί και απόθεσε μέσα στο χώμα, με τα ίδια της τα χέρια, το στερνό γιο της, με τις πληγές του εμφύλιου πραγματικού λιθοβολισμού. Ένιωθε τους τόσους ανθρώπους της στις φυλακές ή στην εξορία και μελλοθάνατο τον αδερφό του Στέφανου, έξι μήνες το 1952, μέχρι τη μετατροπή της θανατικής ποινής σε δέκα ετών κάθειρξη.
Και αυτή η συμβολική μορφή αμέτρητων οικογενειών της εποχής άντεξε τη δοκιμασία των μετόπισθεν. Πάντοτε όρθια, χωρίς μίσος για τους «κακούς οχτρούς», χωρίς ποτέ να βαρυγκομήσει για τις επιλογές των δικών της που, δίχως να τη ρωτήσουν, άφησαν ατέλειωτες μέρες αγωνίας στην ταλαιπωρημένη γυναίκα. Αναλογιζόμενος ο Στέφανος συχνά τη γιαγιά του, μια από τις αμέτρητες «της ματωμένης ελληνικής Αριστεράς», σκέπτεται ότι δεν τις κρατούσε ακλόνητες μόνο το κοινό όνειρο για ένα δίκαιο μέλλον. «Κάτι κουβαλούσαμε όλοι… «στο μέσα πλούτος» μας· σαν μια παράδοση λίγο αρχέγονη κοινοτική, λίγο, ίσως περισσότερο παλαιοχριστιανική…».
Στη γιαγιά Παπαδιά ακουμπούσε η μεγάλη, αφανής για την ακαδημαϊκή ιστορία οικογένεια. Χτεσινοί και συγκαιρινοί ήξεραν ότι η «ενότητα της οικογένειας» ήταν ο μόνος ακλόνητος βράχος συμπαράστασης απέναντι στις τρικυμίες που απεργάζονται τον αφανισμό των αδύναμων. Πρέπει δε να προσθέσουμε ότι και σήμερα η γιαγιά και ο παππούς κρατούν από το χέρι παιδιά κι εγγόνια, με τις πενιχρές δυνάμεις τους.