Γράφει η Πέγκη Φαράντου, Διδάκτωρ Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Συγγραφέας – Ζωγράφος.
O Στέφανος είχε ανάψει ένα τσιγάρο και καθόταν στο μπαλκόνι. Στα χέρια του είχε ένα βιβλίο Φιλοσοφίας του Ηράκλειτου που διάβαζε για πολλοστή φορά. Είχε σταματήσει την ανάγνωσή του σε μια φράση που είχε διαβάσει άπειρες φορές κάνοντας όμως κάθε φορά και άλλες σκέψεις, «Ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ». Μια τόσο μικρή φράση από έναν Έλληνα φιλόσοφο, που μετά από χιλιάδες χρόνια, εγείρει ακόμη ερωτήματα και προκαλεί έναν φιλοσοφικό αλλά και ευρύτερα επιστημονικό διάλογο. Δεν μπορεί κανείς να μπει στον ίδιο ποταμό για δεύτερη φορά. Με μια απλοϊκή θεώρηση αυτό γίνεται. Ο άνθρωπος μπορεί να μπει στον ίδιο ποταμό πάνω από μια φορά, με μια πιο ουσιαστική θεώρηση όμως αυτό δεν γίνεται ποτέ. Ο άνθρωπος αλλά και ο ποταμός βρίσκονται σε μια συνεχή αλλαγή και τίποτα δεν είναι το ίδιο από τη μια στιγμή στην άλλη. Όλα αλλάζουν και τίποτα δεν είναι δεδομένο.

Είχε ξεκινήσει το καλοκαίρι. Σε ένα ημερολόγιο, κρεμασμένο πάνω από το τραπέζι της κουζίνας, έγραφε «Ιούνιος», με την πρώτη μέρα να έχει σβηστεί με μαρκαδόρο. Ο καιρός ήταν ακόμη δροσερός και μερικές στάλες βροχής υπενθύμιζαν την άνοιξη που άλλαζε σελίδα. Ο Στέφανος απολάμβανε αυτές τις λίγες στάλες που έπεφταν στην άσφαλτο και έφερναν ένα απαλό άρωμα βροχής.
Καθισμένος στην καρέκλα του, ταξίδευε με το μυαλό του στον χρόνο. Ίδια εποχή, πριν χρόνια. Τι χαρά έκανε όταν ήταν παιδί και τελείωνε το σχολείο. Όταν πήγαινε μαζί με τους γονείς του και τα αδέρφια του διακοπές. Διακοπές στο χωριό, στον παππού και τη γιαγιά. Ατελείωτες φαίνονταν οι ώρες στη θάλασσα. Ατελείωτα και τα παιχνίδια στις αλάνες και τις αυλές. Μετά το παιχνίδι, ακολουθούσε κέρασμα στον κήπο. Η γιαγιά, με ένα μεγάλο χαμόγελο που φώτιζε όλο της το πρόσωπο, κρατούσε με προσοχή έναν δίσκο. Πάνω σε έναν μεταλλικό δίσκο με χερούλια, ποτήρια με κρύο νερό και γλυκό σε κουτάλι. Ένα γλυκό με γεύση βανίλια, μαστίχα, τριαντάφυλλο, βουτηγμένο σε ένα ποτήρι με νερό. Γλυκό υποβρύχιο. Με δέρμα μαυρισμένο από τον ήλιο και πόδια τραυματισμένα από το παιχνίδι, ο χρόνος κυλούσε ανάλαφρα σαν το καλοκαιρινό αεράκι. Ο παππούς και η γιαγιά δεν ζουν πια και τα καλοκαίρια δεν είναι τα πια ίδια χωρίς τα χαμόγελά τους.
Η ώρα περνούσε, ο Στέφανος συνέχιζε να ταξιδεύει με τη σκέψη του. Ίδια εποχή πριν χρόνια. Διακοπές με τους γονείς σε ένα νησί του Αιγαίου. Οι γονείς γελούν και χαίρονται, εκείνος όμως μετρούσε τις μέρες για να επιστρέψει στη βάση του. Εκείνο το καλοκαίρι δεν τον ενδιέφεραν οι διακοπές. Δεν έδωσε καμία σημασία ούτε στη θάλασσα, ούτε στον ωραίο καλοκαιρινό καιρό, ούτε σε ό,τι έκαναν οι γονείς του για να τον ευχαριστήσουν. Η σκέψη του ήταν σε έναν έρωτα, έναν έρωτα που τελείωσε με τις πρώτες βροχές της νέας φοιτητικής χρονιάς. Γυρίζοντας πίσω σε εκείνο το καλοκαίρι, δεν θυμάται ούτε το όνομα αυτού του έρωτα. Αυτό που θυμάται είναι το χαμόγελο των γονιών του. Τα καλοκαίρια δεν είναι πια τα ίδια χωρίς τα χαμόγελά τους.
Η ζωή του περνούσε από μπροστά του σαν ταινία. Ο Στέφανος, παντρεμένος πια με την Κλειώ, ετοίμαζε τις βαλίτσες για τις διακοπές σε κάποια πόλη της Ιταλίας. Οι προστριβές ξεκινούσαν από την εξώπορτα και δεν σταματούσαν ποτέ. Από αυτές τις διακοπές οι μνήμες είχαν σβήσει. Είχε παραμείνει ένα μικρό αναμνηστικό. Ένα δώρο που χάρισε η Κλειώ στον Στέφανο χαμογελώντας. Ένα μικρό μαγνητάκι στο ψυγείο. Ένα μικρό μαγνητάκι, που έκανε τον Στέφανο να κάνει μια ολόκληρη περιστροφή με το σώμα του για να το εντοπίσει. Ένα μαγνητάκι κολλημένο στη λευκή μεταλλική πόρτα του ψυγείου που έγραφε Μιλάνο. Κολλημένο εκεί σαράντα χρόνια. Δύο χρόνια μετά, η Κλειώ ξαναπήγε στο Μιλάνο και από τότε δεν επέστρεψε στην Ελλάδα αλλά ούτε στον Στέφανο. Οι μνήμες από τις προστριβές χρόνων είχαν ξεθωριάσει, όχι όμως και ένα μικρό χαμόγελο, κολλημένο στη μεταλλική πόρτα του ψυγείου.
Η ώρα είχε περάσει και το τασάκι είχε γεμίσει με σβησμένα τσιγάρα. Ο ουρανός δεν είχε πια σύννεφα βροχής αλλά ένα ολόγιομο φεγγάρι που φώτιζε τη νύχτα. Ο Στέφανος, έβαλε στο σπίτι την καρέκλα και πήγε στο κρεβάτι για να ξαπλώσει…