Πεντέλη:
Ποντάρουν στην ποιότητα και την προσωπική σχέση
Όταν φτάνουμε στην πλατεία Χαραυγής στην Πεντέλη συνειδητοποιούμε ότι οι επιλογές μας για ρεπορτάζ μάλλον εξαντλούνται στο δελεαστικό παντοπωλείο στη γωνία και σε δύο καφέ λίγο παραπάνω. Το «δυνατό χαρτί» της Πεντέλης είναι προφανώς τα καταστήματα εστίασης, από τα οποία είχαμε πάρει πολύ αρνητικά μηνύματα στο πρόσφατο ρεπορτάζ που είχαμε κάνει πέριξ της πλατείας Αγίας Τριάδας, με αφορμή την καπναπαγόρευση. Έτσι, λοιπόν, βρεθήκαμε χωρίς δεύτερη σκέψη ανάμεσα στα μυρωδάτα ζαρζαβατικά του παντοπωλείου, που είναι και το μοναδικό του είδους στην πόλη. Τα καλά νέα είναι ότι ο κόσμος σχεδόν συνωστίζεται πάνω από τα οπωρολαχανικά και ο ιδιοκτήτης μαζί με τους υπαλλήλους πάνε κι έρχονται «βολίδα». Η υπεύθυνη του καταστήματος Μ.Ν. που αναλαμβάνει να μας μιλήσει, υποστηρίζει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι η ψυχολογία του κόσμου που είναι, όπως λέει, χειρότερη και από την πραγματική κατάσταση της οικονομίας. Το μόνο αντίδοτο που βλέπει για την κρίση είναι η επαφή με τους πελάτες. Στο ερώτημά μας αν έχουν απορροφήσει τις συνεχείς αυξήσεις του ΦΠΑ, απαντά ότι το κατάφεραν για να μικρό χρονικό διάστημα. Μετά δεν ήταν εύκολο, όπως σημειώνει, καθώς οι εταιρίες προχωρούν σε συνεχείς ανατιμήσεις. «Οι εταιρίες πρέπει να αντιληφθούν ότι υπάρχει πια σοβαρό πρόβλημα και ότι “οι μικροί” δεν έχουν τα ίδια περιθώρια κέρδους με τα μεγάλα super market». Στα θετικά καταγράφει το γεγονός ότι για να αντεπεξέλθουν στους δύσκολους καιρούς έχουν αποκτήσει μανία με τη λεπτομέρεια, γεγονός που οι πελάτες το εκτιμούν ιδιαίτερα. Στα παράξενα της εποχής αναφέρει περιστατικό πελάτη που αγόρασε φαρίνα με πιστωτική κάρτα. Το να αγοράζουν πια οι πελάτες 3 ντομάτες και 4 μήλα, είναι πια σύνηθες, όπως λέει.
Σε μία από τις δύο καφετέριες λίγα μέτρα πιο πέρα, ο ελληνικός καφές προσφέρεται με 1,90 ευρώ, ο «κουπάτος» 2,90 ευρώ και ο φρέντο 3,40 ευρώ. Η ιδιοκτήτρια Α.Ζ. θεωρεί τις συγκεκριμένες τιμές πολύ ανταγωνιστικές, αλλά είναι αναγκασμένη εκ των πραγμάτων να εξετάζει το ενδεχόμενο περαιτέρω συμπίεσης. Θα ξεκινήσει μάλιστα όπως λέει από ένα σκόντο 20 λεπτών στον καφέ «πακέτο». Περιγράφει ότι άνοιξε το μαγαζί με πολλή όρεξη πριν από τρία χρόνια, για να μπορούν οι μαμάδες της πόλης, που δεν έχουν άλλες επιλογές, να πίνουν έναν καφέ με τις φίλες τους. Σήμερα δηλώνει απογοητευμένη, ειδικά όταν σκέφτεται ότι τα ενοίκια στην Πεντέλη δεν διαφέρουν από εκείνα μια αναπτυγμένης αγοράς, όπως του Χαλανδρίου. «Τα έξοδα του μαγαζιού το χειμώνα φτάνουν τα 10.000 ευρώ μαζί με ΔΕΗ, ΦΠΑ, περαιώσεις και τα μεροκάματα των πέντε υπαλλήλων τους οποίους ασφαλίζω στο ΙΚΑ. Τελικά βγαίνει ένα μεροκάματο, αλλά εγώ είμαι συνέχεια εδώ και πολλές φορές κάνω και κανονική βάρδια». Το Νοέμβριο, με την απαγόρευση του καπνίσματος φοβήθηκε ότι δεν είχε ελπίδα. Το μαγαζί τους άδειασε. Τώρα με το «αντάρτικο» κατά της καπνο-απαγόρευσης επιτρέπει το κάπνισμα και δηλώνει με ικανοποίηση ότι τους πελάτες της τους κερδίζει μέρα με τη μέρα.
Μελίσσια:
Ζητείται… Εμπορικός Σύλλογος
Μετά το πέρασμα από τη Νέα Πεντέλη και την Πεντέλη κατηφορίζουμε, μεσημέρι πια, στα Μελίσσια, προσδοκώντας ότι θα συναντήσουμε μια κάποια κινητικότητα στα μαγαζιά. Βρίσκουμε όμως μόνο κίνηση στους δρόμους, ειδικά στο τρίγωνο Λ. Δημοκρατίας, Π. Τσαλδάρη, Ζ. Πηγής. Πενιχρός ο στολισμός όχι μόνο στους δρόμους αλλά και στα μαγαζιά. Σαν να μη θέλει κανείς να γιορτάσει. Λίγοι είναι οι καταστηματάρχες που έχουν βάλει «κάτι παραπάνω». Με αυτό ως κριτήριο αποφασίσαμε να μπούμε σε ένα μαγαζί με γυναικεία αξεσουάρ. Η ιδιοκτήτρια Β.Μ. είναι η πρώτη που πριν από επτά χρόνια τόλμησε να ανοίξει μαγαζί στην Τσαλδάρη, όταν όλη η αγορά των Μελισσίων απλωνόταν κατά μήκος της Λ. Δημοκρατίας. Αν και η ίδια επιβιώνει, όπως λέει, επειδή δεν έχει οφειλές, υπογραμμίζει ότι η κατάσταση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι πολύ δύσκολη. Τη ρωτάμε για όλα αυτά τα μαγαζιά –περισσότερα από 10- επί της Λ. Πηγής που αναζητούν ενοικιαστές. Μας απαντά ότι και στο εμπορικό κέντρο δίπλα της τρία μαγαζιά με μόλις ένα χρόνο ζωής άδειασαν.
Οι καταστηματάρχες που τα λειτουργούσαν μετακόμισαν σε άλλη περιοχή με φθηνότερο ενοίκιο, αφού στη συγκεκριμένη τα 40 τ.μ. ενοικιάζονται προς 1700 ευρώ. Παραδέχεται ότι κάποιοι ιδιοκτήτες συμφώνησαν να κάνουν μείωση 10% στο ενοίκιο, αλλά, όπως τονίζει, δεν φτάνει. «Χρειάζεται τουλάχιστον ένα 30% για να πούμε ότι κάτι γίνεται», συμπληρώνει η κ. Β.Μ. Κατά τη γνώμη της μάλιστα η εικόνα που είχε δημιουργηθεί για τον πλούτο των Μελισσίων, η οποία δικαιολογούσε και τα υψηλά ενοίκια, αποδείχτηκε επίπλαστη. «Έχουν εξαφανιστεί προ καιρού τα πανάκριβα αυτοκίνητα που πάρκαραν στην Παναγούλη και οι λουσάτες κυρίες με τις επώνυμες τσάντες. Σήμερα οι πελάτες κάνουν σκληρό παζάρι ακόμα και σε αγορά 12 ευρώ». Αγανάκτηση εκφράζει η ίδια αλλά και άλλοι καταστηματάρχες με για τον πενιχρό στολισμό κάποιων εμπορικών δρόμων, αλλά και για την ανυπαρξία του Εμπορικού Συλλόγου της πόλης. Η δραστηριότητα του συλλόγου έχει λήξει προ πολλού -τώρα θα πρέπει να συσταθεί εκ νέου- με αποτέλεσμα οι καταστηματάρχες να συνεννοούνται άτυπα και μεταξύ τους για θέματα που τους καίνε.
Μέσα στη γενικότερη κατήφεια υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Νέοι επιχειρηματίες με όρεξη για δουλειά που ξεκίνησαν να χτίσουν το επαγγελματικό τους όνειρο, όταν ξέσπαγε η κρίση. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Μ.Κ., ιδιοκτήτης κομμωτηρίου επί της Λ. Δημοκρατίας. Η καθ΄ όλα γιορταστική βιτρίνα του καταστήματος βομβαρδίζει τις πελάτισσες με προσφορές. Όπως μας εξηγεί ο ίδιος, αυτή είναι η λογική της επιχείρησης «ρίχνουμε τις τιμές, κρατάμε τους πελάτες». «Βαφή – κούρεμα και χτένισμα 59 ευρώ. Με συνδρομή 70 ευρώ το μήνα όσα χτενίσματα τραβά η όρεξή σου». Ο νεαρός ιδιοκτήτης υπογραμμίζει ότι έχουν τις πιο ανταγωνιστικές τιμές σε όλα τα Μελίσσια και γι’ αυτό, όπως λέει, ο τζίρος τους είναι καλός. «Δεν πουλάμε φύκια για μεταξωτές κορδέλες», λέει χαρακτηριστικά. Δηλώνει αισιόδοξος μεν, αλλά και αποθαρρημένος από το ύψος των ενοικίων στα Μελίσσια, που όπως υποστηρίζει, δεν έχουν τη δυναμική γειτονικών αγορών, όπως της Κηφισιάς και του Χαλανδρίου.
Μεγάλο μειονέκτημα επίσης των Μελισσίων θεωρεί την έλλειψη πεζοδρομίων και χώρων στάθμευσης. Και το κεντρικό κράτος όμως έχει τις ευθύνες του, κατά τον κ. Μ.Κ., κυρίως γιατί δεν στηρίζει τη νεανική επιχειρηματικότητα. «Είναι τελείως παράλογο οι επιχορηγήσεις να προορίζονται για επιχειρήσεις που καταγράφουν κερδοφορία και μάλιστα ανοδική για τρία χρόνια. Αυτός που έχει κερδοφορία, προφανώς δεν έχει ανάγκη από επιχορήγηση», εξηγεί.