Με αρχικό τίτλο «SIR» έρχεται από την Ινδία η νέα ταινία της ταλαντούχας δημιουργού Rohena Gera («What’ slove got to do with it?»), η οποία διηγείται μια αναπάντεχη ερωτική ιστορία με φόντο τα στερεότυπα και τον Νέντονο κοινωνικό διαχωρισμό που επικρατεί στην ινδία. Για την ταινία «Μη με λες κύριο» (όπως θα κυκλοφορήσει στη χώρα μας από τη Feelgood Entertainment, αλλά και για τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών που αποδίδουν με λεπτότητα και βάθος τις συναισθηματικές διακυμάνσεις και τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν δύο νέοι στην αυστηρή και καταπιεστική ινδική κοινωνία, μιλάει η σκηνοθέτρια Ροχένα Γκέρα.
«Η ινδία έχει ένα οικιακό εργατικό δυναμικό που φτάνει τα 40 εκατομμύρια. Πρόκειται κυρίως για γυναίκες που εργάζονται ανασφάλιστες, χωρίς δικαιώματα, σε συνθήκες που θυμίζουν σύγχρονη σκλαβιά. Δεν προστατεύονται από τον νόμο σε ό,τι αφορά τον κατώτατο μισθό ή το ωράριο, ούτε έχουν ασφάλεια υγείας, επίδομα ανεργίας ή κάποια άλλη νομική κατοχύρωση. Αυτές οι γυναίκες είναι πλήρως εξαρτώμενες από τους εργοδότες τους.Πολλοί από τους εργοδότες πληρώνουν αυτές τις γυναίκες στις 7 ή στις 10 του μήνα, για να μη μπορούν να παραιτηθούν, αφού δεν μπορούν να χά-σουν αυτές τις 7 ή 10 μέρες εργασίας. Εκτός από την ακραία σωματική κούραση και τη μεγάλη οικονομική ανασφάλεια, υπόκεινται σε καθημερινές ταπεινώσεις. τρώνε αποφάγια, κοιμούνται σε στρώματα στο πάτωμα (στην κουζίνα, στον διάδρομο, ή αν είναι τυχερές σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο υπηρεσίας), χρησιμοποιούν διαφορετικά ποτήρια και διαφορετική τουαλέτα (καμιά φορά μια κοινή τουαλέτα που μοιράζονται με τους σοφέρ του κτιρίου).
Αυτό που είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό είναι ότι αυτό το φαινόμενο είναι αποδεκτό από τις προνομιούχες κάστες της Ινδίας. Στον πυρήνα αυτής της ακραίας αδικίας βρίσκεται η ευρέως αποδεκτή ρατσιστική προσέγγιση ανθρώπων που θεωρούνται κατώτεροι. Θυμίζει τον ρατσισμό στην Αμερική του ’50, όταν οι μαύροι θεωρούνταν θεμελιακά κατώτεροι. Στην ινδία, δεν υπάρχει κάποιο σοβαρό κίνημα για τα δικαιώματα των οικιακών βοηθών ούτε κάποια αναγνώριση του γεγονότος ότι όλοι συμμετέχουν στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μεγάλωσα με μια νταντά και πάλευα να απο-δεχτώ το γεγονός ότι ζούσε στο σπίτι μας, αλλά της φερόμασταν σαν να μην είναι ισότιμη, σαν να μην είναι άνθρωπος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διαδραματίζεται η ιστορία.
Η Ratna είναι μια χήρα που δουλεύει ως οικιακή βοηθός. Αλλά δεν είναι ένα θύμα. Είναι θαρραλέα και γεμάτη ελπίδα και παλεύει για να γίνει σχεδιάστρια μόδας, ένα σουρεαλιστικό όνειρο σε μια τόσο ταξική κοινωνία. Καθώς ο εργοδότης της μαθαίνει περισσότερα για εκείνη, τη βρίσκει ενδιαφέρουσα και συναρπαστική. Αλλά γνωρίζουν και οι δύο ότι το αόρατο τείχος ανάμεσά τους είναι απροσπέραστο. Παρόλα αυτά, ζουν κοντά ο ένας στον άλλον, μοιράζονται έναν χώρο που γίνεται προσωπικός, αν και χωρισμένος ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους που συνυπάρχουν κάτω από την ίδια στέγη.
Ως σεναριογράφος, επέλεξα να πω μια ιστορία που αποτυπώνει αυτό που πραγματικά μπορεί να συμβεί. Θα ήταν εύκολο να δημιουργήσω δραματικά ή βίαια επεισόδια για να δείξω τις αδικίες αυτού του κόσμου. Αλλά αυτό που βρίσκω πιο ενδιαφέρον είναι πόσο ταμπού μπορεί να είναι ένα τόσο θετικό συναίσθημα κάτω από αυτές τις συνθήκες και πόσο υποκριτική είναι η κοινωνία μας. Για τους περισσότερους ανθρώπους που ξέρω στην Ινδία, είναι πολύ πιο ενοχλητικό να πουν ότι κάποιος μπορεί να ερωτευτεί την υπηρέτριά του, από το να συζητήσουν βίαια περιστατικά που μπορεί να συμβούν σε βάρος του οικιακού προσωπικού. Η βία επιτρέπει να διατηρηθεί ο διαχωρισμός, ενώ μια ιστορία αγάπης αποπειράται να ξεπεράσει αυτό το όριο. Αυτό κάνει τους αν-θρώπους ιδιαίτερα αμήχανους…
Παραγωγοί, φίλοι και συγγενείς μού είπαν ότι είναι μια απίθανη ιστορία. Ότι δεν θα συνέβαινε ποτέ. Κι όμως, κανείς δεν ξέρει να απαντήσει στο γιατί όχι. Φυσικά, υπάρχουν εργοδότες που εκμεταλλεύονται την αδυναμία των γυναικών που εργάζονται γι’ αυτούς ακόμα και σεξουαλικά. Αλλά δεν πρόκειται για τέτοια ιστορία. Αυτή είναι μια ιστορία αμοιβαίου έρωτα ανάμεσα σε δύο ενήλικες και ο τρόπος με τον οποίο ακόμα και οι πιο προνομιούχοι είναι καταπιεσμένοι κοι-νωνικά και πώς τα πιο σημαντικά πράγματα μέ-νουν ανείπωτα. Αν, στην πορεία της ταινίας, το κοινό νιώσει συμπάθεια για αυτούς τους δύο ανθρώπους και τους θέλει μαζί, πιστεύω ότι θα ήταν ένα πραγματικό κατόρθωμα, γιατί θα βοηθούσε να μεταμορφώσουμε την ιδέα του ενός για τον άλλον.
Για να δείξω τι εννοώ, θα διηγηθώ την εμπειρία που είχα βλέποντας το The Birdcage σε ένα σινεμά στη Νέα Υόρκη με τη μητέρα μου, που έκανε επίσκεψη από την ινδία. η μητέρα μου, μια προοδευτική γυναίκα, είχε εργαστεί σε μια εφημερίδα, αλλά ήταν ελαφρώς ομοφοβική, κυρίως εξαιτίας της άγνοιάς της. Στην Ινδία, η ομοφυλοφιλία είναι παράνομη, ακόμα και σήμερα, οπότε τη δεκαετία του ’90 ήταν ακόμα ταμπού. Παρόλα αυτά, βλέποντας την ταινία, ένιωσε συμπάθεια για τους ομοφυλόφιλους χαρακτήρες και ξανασκέφτηκε τη θέση της.
Στο τέλος, με ρώτησε για τους ομοφυλόφιλους φίλους μου και πώς οι γονείς τους αντιμετώπισαν τη σεξουαλική τους προτίμηση. Είχα φίλους που γνώριζε χρόνια οι οποίοι ήταν ομοφυλόφιλοι, αλλά δεν ήθελε να το συζητήσει. Σε λιγότερο από δύο ώρες που κράτησε η ταινία, που εθεωρείτο κωμωδία, μπόρεσε να ξεπεράσει την αμηχανία και την προκατάληψή της. Ελπίζω ότι η ταινία θα προκαλέσει το ενδιαφέρον των ανθρώπων εκτός συνόρων σαν μια ιστορία αγάπης, αλλά και το ότι θα βοηθήσει να επανεξετάσουν τις προκαταλήψεις τους, απλώς επειδή θα πιστέψουν στην ιστορία αγάπης ανάμεσα στη Ratna και τον Ashwin».
Πηγή: Feelgood Entertainment.