Καλώς, λοιπόν, μας μπήκε το νέο έτος. Να είμαστε όλοι καλά, να έχουμε πάνω από όλα υγεία και πνευματική διαύγεια και να μην ξεχνάμε να σκεφτόμαστε τους διπλανούς μας. Αυτές, ας είναι οι πρώτες ευχές μιας χρονιάς, που ανοίγεται μπροστά μας με πολλές προκλήσεις. Και αυτό δεν είναι ένα κλισέ που χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση και να γεμίσει κείμενα. Η ίδια η πραγματικότητα έρχεται να δώσει τις απαντήσεις της.
Την ώρα που όλοι, δικαίως, προσπαθούν να ανακάμψουν από τη ραστώνη και τις όποιες, μικρές ή μεγάλες, «αμαρτίες» υπέκυψαν κατά την περίοδο των εορτών, οι Δήμοι, βρίσκονται μπροστά σε μια τεράστια πρόκληση, που καλούνται να δείξουν αντανακλαστικά, ενότητα και αντοχές.
Οι πρώτες προσφυγές κατά της απόφασης του ΕΣΔΝΑ για το τέλος ταφής και οι θυελλώδεις διαβουλεύσεις των Δημάρχων, με αποδέκτη τον Σύνδεσμο και την Περιφέρεια έδωσαν το στίγμα της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί αυτή την περίοδο στους Δήμους. Υπό την πίεση αυτή, ήδη την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο ΕΔΣΝΑ, μέσα από τροποποιητική απόφαση που εξέδωσε, ανακοίνωσε τρεις σημαντικές πρωτοβουλίες για τη διευκόλυνση των Δήμων. Αυτή μπορεί να λογίζεται ως μία πρώτη νίκη της Αυτοδιοίκησης, σε έναν «πόλεμο» με το κεντρικό Κράτος που, για να είμαστε ειλικρινείς, θα έπρεπε, αλλά δεν έχει ξεκινήσει όπως θα έπρεπε.
Και εδώ, έρχεται η ώρα των μεγάλων ευθυνών, αλλά και των εκκωφαντικών… απουσιών. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση βρίσκεται σήμερα μπροστά στην μεγαλύτερη πρόκληση της σύγχρονης εποχής της. Ήρθε η ώρα να διεκδικήσει και να οριοθετήσει εκ νέου την υπόστασή της, απέναντι σε μια κεντρική εξουσία που, για να το πούμε όσο πιο κομψά γίνεται, μόνο φιλικά δεν την αντιμετωπίζει. Εδώ και χρόνια, η Τοπική Αυτοδιοίκηση επωμίζεται διαρκώς αρμοδιότητες που θα έπρεπε να φροντίζει το Κεντρικό Κράτος, χωρίς, ωστόσο, να της δίνονται εργαλεία για να τις διαχειριστεί και, επιπροσθέτως, ζει σε μια διαρκή ασφυξία οικονομική, διοικητική και οργανωτική.
Όποιες φωνές και διεκδικήσεις υπήρξαν, ήταν σπασμωδικές, ασθενείς και εκ προοιμίου αναποτελεσματικές. Η τοπική Αυτοδιοίκηση βυθίστηκε στην απαξίωση της Κεντρικής εξουσίας, αλλά και, δυστυχώς, στις κομματικές αγκυλώσεις που δεν την άφησαν να πάρει μικρές «ανάσες».
Ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη και ας πούμε αλήθειες. Αυτοδιοίκηση σημαίνει αποστασιοποίηση από την κομματική ταυτότητα. Και αυτό, ουδέποτε συνέβη, με τις συνέπειες να είναι ορατές. Πριν από μερικά χρόνια, το είχα ξαναγράψει ότι αυτοδιοίκηση με κομματική ταυτότητα δεν νοείται με τίποτα, έχοντας συγκεκριμένο παράδειγμα δημοτικής Αρχής, με αποτέλεσμα να μπω σε σχετική «μαύρη λίστα».
Τα χρόνια πέρασαν, κάποιες δημοτικές Αρχές άλλαξαν, αλλά οι νοοτροπίες παρέμειναν ίδιες. Και εδώ έγκειται η αναφορά μου στις «εκκωφαντικές απουσίες». Την ώρα που η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα έπρεπε σύσσωμη να βγει στα «κάγκελα» με αφορμή το τέλος ταφής και να ανοίξει σταδιακά ο δρόμος των διεκδικήσεων για ακόμα περισσότερη στήριξη από το Κράτος, είναι αδιανόητη η «σιωπή» επιφανών «γαλάζιων» αιρετών, που προτιμούν να σωπάσουν και να μείνουν ουδέτεροι απέναντι σε ένα μείζον θέμα για τις πόλεις που οι δημότες τους επέλεξαν να τους αναθέσουν αν τις εκπροσωπήσουν, παρά να «λερώσουν» στο ελάχιστο την κομματική τους ταυτότητα.
Θα το γράφουμε συνέχεια και σε κάθε περίπτωση. Είναι απολύτως θεμιτό και δεν τίθεται κανένα ζήτημα αμφισβήτησης, να υπάρχει μια προσωπική σχέση, μια ιδεολογική και κομματική αφετηρία. Αλίμονο αν θεωρούσαμε ότι στην πολιτική υπάρχει «παρθενογένεση» και ουδετερότητα. Όμως, ο πρώτος κανόνας της τοπικής αυτοδιοίκησης έχει να κάνει με την διάθεση, αν χρειαστεί – που, μεταξύ μας, χρειαζόταν, χρειάζεται και θα χρειάζεται με κάθε Κυβέρνηση – να συγκρουστείς με την Κεντρική εξουσία, ακόμα κι αν προέρχεσαι από την ίδια κομματική δεξαμενή.
Σε κάποιες περιπτώσεις, η ουδετερότητα, η «αφωνία» και η μη διεκδίκηση, συνιστούν, ας μου επιτραπεί ο όρος, έστω και αδόκιμα, «συνενοχή».
Σε εποχές σαν αυτή που διανύουμε, οι κομματικές ταυτότητες οφείλουν να μπαίνουν στο συρτάρι. Η χρονιά που μόλις ξεκίνησε προμηνύεται ως η χρονιά των μεγάλων ευθυνών. Ας ευχηθούμε, στο τέλος της, όταν θα γίνει ο επόμενος απολογισμός, να έχουν σταθεί όσο το δυνατόν περισσότερο στο ύψος που αρμόζουν οι περιστάσεις.