Ανταπόκριση από το Μινσκ: Νίκος Μπαλιδάκης
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό πολιτιστικό γεγονός έλαβε χώρα στην Εθνική Πινακοθήκη του Μινσκ, στις 28 Ιανουαρίου, με έντονο άρωμα Ελλάδας. Η παγκοσμίου φήμης Ελληνίδα εικαστική καλλιτέχνις Λίζα Σωτίλη εγκαινίασε έκθεση με τα δημιουργήματά της, καταπλήσσοντας τόσο το κοινό όσο και τους κριτικούς Τέχνης. Όχι ότι το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι διαφορετικό, αφού επί δεκαετίες τώρα αποτελεί μοναδική περίπτωση στον χώρο της Τέχνης.
Γεννημένη στην Αθήνα, γόνος διάσημης οικογένειας, με ρίζες στην Ιταλία και την Κορσική, έγινε γνωστή ήδη από την ηλικία των 18 ετών, με την πρώτη της έκθεση στο Μουσείο του Βερολίνου. Εκεί συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Αλέξανδρο Ιόλα, πασίγνωστο συλλέκτη ειδών Τέχνης. Εκείνος τη συνέστησε στους κορυφαίους καλλιτέχνες της δεκαετίας του ’60, γεγονός που άνοιξε διάπλατα τον δρόμο προς την καταξίωση
που ακολούθησε. Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο, Σαλβαντόρ Νταλί, Ρενέ Μαγκρίτ, Άντι Γουόρχολ είναι μόνο μερικά από τα ιερά τέρατα της Τέχνης, με τα οποία συνεργάστηκε. Έγινε, μάλιστα, προσωπική βοηθός του πρώτου, ο οποίος της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Παρ’ ότι υπήρξε εκείνη που ουσιαστικά δημιούργησε τον τομέα του ελληνικού εικαστικού κοσμήματος (δημιουργίες της φορέθηκαν από τη σύζυγο του Σάχη, Φαράχ, την τελευταία βασίλισσα της Ιταλίας, Μαρία – Ιωσηφίνα, την Κλαούντια Καρντινάλε, τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ και πολλούς άλλους διάσημους), η επιτυχία της ήταν εξ ίσου τεράστια στον χώρο της Γλυπτικής και της Ζωγραφικής.
Τη συναντήσαμε για πρώτη φορά στα εγκαίνια της έκθεσής της, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται στη Λευκορωσία από τον Μάρτιο του 2020, με κάποια μικρά διαλείμματα, αφού, παρά τη φήμη που τη συνοδεύει,
προτιμά να μένει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Μας έκανε μεγάλη εντύπωση ο προσηνής της χαρακτήρας της, η αστείρευτη ενεργητικότητά της και η αγάπη της για την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι
θεωρεί εαυτόν «πολίτη του κόσμου» και περνά αρκετό από τον χρόνο της στην Ιταλία.
Στην ομιλία της, κατά τη διάρκεια των εγκαινίων, αναφέρθηκε εκτενώς στη χώρα μας, στις εμπειρίες της, αλλά και στις κοινούς πολιτισμικούς και πολιτιστικούς δεσμούς, που συνδέουν την Ελλάδα και τη Λευκορωσία. Σε κατ΄ ιδίαν συνομιλία που είχαμε μαζί της, εκφράσαμε την απορία ως προς το πώς βρέθηκε αρχικά στο Μινσκ,
αφού σίγουρα δεν αποτελεί συνηθισμένο προορισμό για κάποιον με το δικό της παρελθόν, αλλά και παρόν.
Εξεπλάγημεν ευχάριστα, όταν την ακούσαμε να λέει ότι η Λευκορωσία ήταν η μοναδική επιλογή που είχε στην πραγματικότητα, αφού ήταν η μόνη χώρα που δεν υπέκυψε στην παράνοια του κορωνοϊού, επιτρέποντας στους πολίτες της να συνεχίσουν ελεύθερα τις δραστηριότητές τους και στη ζωή να εξακολουθεί να κυλά όπως και πριν. Προχώρησε, μάλιστα, κι ένα βήμα παραπέρα, λέγοντας ότι στην πορεία, γνωρίζοντας καλύτερα τους ανθρώπους και τη χώρα, κατάλαβε ότι πρόκειται για μία όαση, από κάθε άποψη, στην καρδιά μιας θνήσκουσας και αποσαθρωμένης -κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά- Ευρώπης. Μας αποκάλυψε
ότι σκοπεύει να παραμείνει επί μακρόν εδώ, πάντα ενεργή και δραστήρια, αφού συνεχίζει να μετουσιώνει τις ιδέες της σε έργα και κατά τη διάρκεια της διαμονής της στο Μινσκ.
Αποχωριστήκαμε, ανανεώνοντας το ραντεβού μας για το προσεχές διάστημα, με σκοπό να συζητήσουμε μια
ευρεία γκάμα των εμπειριών και των αναμνήσεών της, αλλά και των σχεδίων της για το μέλλον, αφού αποτελεί μια ανεκτίμητη πηγή γνώσεων και ιδεών, για κάθε φίλο των Τεχνών και όχι μόνο.