Είναι δυνατόν για έναν καλλιτέχνη να έχει δύο ψυχές, δύο διαφορετικά στιλ; Στην περίπτωση του Ισπανού ζωγράφου Φρανθίσκο Γκόγια (1746 – 1828) η απάντηση είναι ασφαλώς «ναι». Υπήρχαν έργα που φιλοτεχνούσε για την προσωπική του ευχαρίστηση, τα οποία ήταν σαρκαστικά και συχνά σκληρά. Παράλληλα όμως, υπήρχαν τα επίσημα έργα, γεμάτα στόμφο και σοβαροφάνεια, τα οποία περιείχαν και πινελιές ειρωνείας, που μπλέκονταν με την κομψότητα, την εκλεπτυσμένη επιλογή χρωμάτων και τα ιδιαίτερα φωτιστικά εφέ.
Ο Γκόγια δεν ήταν μόνο ζωγράφος, ήταν και μια προσωπικότητα η οποία «φλέρταρε» επικίνδυνα με την πολιτική και την εξουσία. Με βλέμμα στραμμένο στην αλαζονεία της βασιλικής οικογένειας της Ισπανίας και χέρι που ζωγράφιζε κάθε πίνακα μέσα από την ψυχή, δημιούργησε ανυπέρβλητα έργα, μοναδικής αισθητικής, που αποτέλεσαν τους ακρογωνιαίους λίθους της ευρωπαϊκής τέχνης. Άλλοτε μαύρη ή με έντονα χρώματα.
Απαισιόδοξη ή αισιόδοξη. Η ζωγραφική του θα μπορούσε να μεταφραστεί σε μια έμμεση κριτική στην πολιτική, ακόμα και στην ίδια την αυλή του βασιλιά. Το 1800 δημιούργησε το μεγαλύτερο, ίσως, έργο του, το πορτρέτο της οικογένειας του Καρόλου Δ’ . Τα συγκεντρωμένα μέλη της εμφανίζονται σε μια αίθουσα στο παλάτι, με όλα τα βασιλικά τους στολίδια, αλλά απογυμνωμένα από ανθρωπιά και συναισθήματα. Πόση αλαζονεία και γελοία αυτοπεποίθηση αναδύονται από τις μορφές τους. Το ανυψωμένο πρόσωπο της κεντρικής γυναικείας μορφής καταδεικνύει το υπεροπτικό της ύφος κάνοντάς την αντιπαθητική και αποκρουστική στο θεατή. Και όμως, ήταν τόση η ηλιθιότητα και η ματαιοδοξία τους που δεν συνειδητοποιούσαν τη σαρκαστική διάθεση του ζωγράφου τη στιγμή της δημιουργίας αυτού του εξαιρετικού πίνακα, που αποτελεί ταυτόχρονα και ψυχογράφημά τους. Αντίθετα, τον τοποθέτησαν στο ανάκτορο σε περίοπτη θέση, πιστεύοντας ότι τους κολάκευε.
Οι Μαύροι Πίνακες είναι μία σειρά δεκατεσσάρων έργων του Γκόγια τα οποία ζωγράφισε τα τελευταία χρόνια της ζωής του (1819-1823), και απεικονίζουν έντονα, στοιχειωμένα θέματα, τα οποία αντανακλούν το φόβο της παράνοιας και την προσωπική άποψη του καλλιτέχνη για την πορεία της ανθρωπότητας. Το 1819, σε ηλικία 72 χρόνων, μετακόμισε σε ένα σπίτι έξω από τη Μαδρίτη που ονομαζόταν «Η έπαυλη του Κουφού». Παρά το γεγονός ότι το σπίτι είχε πάρει την ονομασία του από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη ο οποίος ήταν κουφός, ο Γκόγια ήταν επίσης σχεδόν πλήρως κουφός εξαιτίας μιας ασθένειας από την οποία είχε προσβληθεί όταν ήταν 46 χρόνων. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε πιθανότατα την αφορμή για την έντονη διαφοροποίηση των καλλιτεχνικών προσανατολισμών του και την απεικόνιση των προσωπικών του οραμάτων, πέρα από τις επίσημες παραγγελίες που αναλάμβανε. Τα έργα της περίοδο αυτής διακρίνονται για την πρωτοτυπία, τη φαντασία αλλά και την εφιαλτική ατμόσφαιρα που αποπνέουν. Χρησιμοποιώντας λάδι και ζωγραφίζοντας απευθείας πάνω στους τοίχους της τραπεζαρίας και του σαλονιού του, ο Γκόγια δημιούργησε αυτά τα σκοτεινά θέματα.
Σε ένα από αυτά, με τίτλο «Το προαύλιο των τρελών», ο Γκόγια απεικόνισε μία ομάδα τρελών, μερικοί από τους οποίους παλεύουν μεταξύ τους, ενώ άλλοι χαμογελούν ή ειρωνεύονται προς τον θεατή (εικ. 2). Σε αλληλογραφία του είχε πει πως το έργο ήταν εμπνευσμένο από καταστάσεις που ο ίδιος είχε δει σε ιδρύματα στη Σαραγόσα, όταν ήταν νέος. Ο φυσικός πόνος και η απομόνωση η οποία τώρα πλήττει τον ίδιο το ζωγράφο βρίσκει την έκφρασή της στον πίνακα αυτόν. Εδώ κάνουν την εμφάνισή τους οι σκοτεινές μορφές των βασανισμένων παρανοϊκών προσώπων. Η σκηνή που απεικονίζεται, τοποθετείται σε κάποιο ψυχιατρικό άσυλο, και ο πίνακας δημιουργήθηκε σε μια περίοδο που αυτού του είδους τα ιδρύματα ήταν, σύμφωνα με τον κριτικό τέχνης Robert Hughes, τίποτα περισσότερο από «…τρύπες στην κοινωνική επιφάνεια, μικρές χωματερές μέσα στις οποίες οι ψυχικά ασθενείς μπορούσαν να πεταχτούν δίχως να γίνει η παραμικρή προσπάθεια να αναγνωριστεί, να ταξινομηθεί, ή να γιατρευτεί η ασθένειά τους».
Η απεικόνιση του Γκόγια είναι υπερβολικά σκληρή, με εγκλωβισμένους κρατούμενους περικυκλωμένους από ψηλούς τοίχους και μια βαριά πέτρινη αψίδα. Οι έγκλειστοι, που παλεύουν και γελούν ανόητα ή κουλουριάζονται απελπισμένα, «λούζονται» από φως σε καταθλιπτικές αποχρώσεις του γκρι και του πράσινου, ενώ φυλάσσονται από έναν άντρα. Το έργο εκφράζει μια τρομακτική και φανταστική άποψη της μοναξιάς, του φόβου και της κοινωνικής αποξένωσης και εγκατάλειψης, προβάλλοντας με τον πιο καταγγελτικό τρόπο την πιο επιφανειακή αντιμετώπιση της ψυχικής ασθένειας στην εποχή του… αλλά και στη δική μας! Ο συγκεκριμένος πίνακας θεωρείται μια δυνατή φωνή, που σκοπό έχει να καταδικάσει την ευρέως διαδεδομένη τακτική της τιμωρίας των ψυχοπαθών, που κρατούνταν μαζί με εγκληματίες, φορούσαν χειροπέδες, και υποβάλλονταν καθημερινά σε σωματική τιμωρία, ενώ εγκαταλείπονταν ανυπεράσπιστοι απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό, εγκλωβισμένοι από πέτρινους τοίχους και σιδερένιες πύλες.
Δρ Στέλλα Μουζακιώτου
Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο Επιμελήτρια Εκθέσεων
smouzaki@teiath.gr