Από την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 02/12/2023
Τι προσπάθησε άραγε να κάνει ο Ρίσι Σούνακ με την πόρτα που έκλεισε στον Κυριάκο Μητσοτάκη κατά την επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στο Λονδίνο, επικαλούμενος μάλιστα τις αναφορές του στα γλυπτά του Παρθενώνα και την ανάγκη επιστροφής τους στην Ελλάδα; Να ξεφύγει από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται η Βρετανία από την εποχή του Έλγιν; Να κάνει τάχα επίδειξη δύναμης στον δρόμο προς τις (βρετανικές) εκλογές και να αυξήσει τη δημοτικότητά του; Λέει ψέματα όταν ισχυρίζεται ότι αιτία για την ακύρωση της συνάντησης ήταν οι δημόσιες αναφορές Μητσοτάκη στο θέμα, μολονότι είχε παρασκηνιακά συμφωνηθεί να μη συζητηθεί μεταξύ τους και ν’ αποφευχθούν οι υψηλοί τόνοι από την ελληνική πλευρά; Ή απλώς φάνηκε αγενής και σνομπ, σε αντίθεση με όσα προστάζει ο βρετανικός κώδικας συμπεριφοράς;
Ό,τι και από όλα αυτά κι αν ισχύει -πιθανόν και όλα μαζί- ένα είναι βέβαιο: πως η ελληνική πλευρά δεν έχασε από αυτή την εξέλιξη· αντιθέτως, η απρέπεια του Σούνακ ήταν αυτή που κατάφερε να συσπειρώσει και το ελληνικό πολιτικό σύστημα που καταδίκασε την ακύρωση του ραντεβού κι έδωσε δίκιο στον Κυρ. Μητσοτάκη και επιπλέον έκανε ακόμη και στο Ηνωμένο Βασίλειο πιο δυνατές τις φωνές υπέρ της επιστροφής των γλυπτών στην Αθήνα – εκεί όπου ανήκουν δηλαδή στην πραγματικότητα.
Η ενόχληση βεβαίως του Μαξίμου ήταν απολύτως λογική και εκφράστηκε σε όλους τους τόνους, παρά το γεγονός ότι με την επιστροφή του στη βάση ο πρωθυπουργός δήλωσε πως το ζήτημα είναι λήξαν και δεν θα επιτρέψει να διαταραχθούν οι παραδοσιακά καλές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βρετανία.
Το πιο ενδιαφέρον πάντως είναι πως επιβεβαιώθηκε με αυτόν τον παράδοξο τρόπο ότι συζητήσεις για την επιστροφή των γλυπτών υπάρχουν και ενδεχομένως να υπάρξει σύντομα αποτέλεσμα, εφόσον η κοινή γνώμη στη Βρετανία είναι πλέον πιο δεκτική απέναντι σ’ αυτό το ενδεχόμενο – οπότε, εάν οι συζητήσεις καταλήξουν, η Ελλάδα θα το οφείλει αυτό στον Βρετανό πρωθυπουργό και μάλιστα σε μια… παροιμιώδη απρέπειά του.