Γράφει ο Αιμίλιος Περδικάρης
Η ένταση με την Τουρκία και το απρόβλεπτο της επόμενης κίνησης από την πλευρά της Άγκυρας συνεχίζουν να μονοπωλούν την επικαιρότητα και ν’ απασχολούν όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά και την αντιπολίτευση. Άλλωστε, πρόκειται για εθνικό θέμα και θετική εξέλιξη αποτελεί, αν μη τι άλλο, το γεγονός ότι, παρά τις επιμέρους διαφωνίες, υπάρχει σύμπνοια, που αποτυπώθηκε στη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής.
Θετική εξέλιξη αποτελεί, επίσης, η καταδίκη της παραβατικότητας της Τουρκίας και της συμφωνίας της με τη Λιβύη για τις θαλάσσιες ζώνες από τους ηγέτες των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε το ζήτημα και εξ αρχής είχε στόχο να επιτύχει μια καθαρή στήριξη της ελληνικής πλευράς, ενώ την ίδια στιγμή εστάλησαν επιστολές στον ΟΗΕ και το Συμβούλιο Ασφαλείας προκειμένου να μην πρωτοκολληθεί το άκυρο κατά την Ελλάδα και τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου σύμφωνο Τουρκίας – Λιβύης.
Το μότο της κυβέρνησης είναι πως «η Ελλάδα θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα», επιβεβαιώνοντας την πρόθεση να μην αφήσει αναπάντητες σε κάθε επίπεδο τις τουρκικές προκλήσεις. Το κρίσιμο ερώτημα, όμως, είναι ακριβώς αυτό: μέχρι ποιου σημείου μπορούν να φτάσουν αυτές οι προκλήσεις κι αν η Τουρκία θα ρισκάρει ακόμη κι ένα «θερμό επεισόδιο» που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε σύρραξη με την ελληνική πλευρά – είτε στο Αιγαίο είτε στην Κύπρο, πάντοτε με στόχο να καθίσει την Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να «κλέψει» τη συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων.
Άλλο ένα κρίσιμο σημείο είναι πώς ακριβώς θα επηρεάσουν -κι αν θα επηρεάσουν- την Άγκυρα οι παρεμβάσεις της ΕΕ και άλλων κρατών (π.χ. Ισραήλ, Αίγυπτος) και ποιος θα είναι ο ρόλος του αμερικανικού παράγοντα. Με την επίσκεψη Μητσοτάκη στο Λευκό Οίκο να εκκρεμεί για τις 7 Ιανουαρίου και προς το παρόν άλλα να λέει το State Department και άλλα να λέει ο πρόεδρος Τραμπ. Δύσκολες ισορροπίες.