Έχει γίνει, νομίζω, κοινή συνείδηση ότι το ισχύον σύστημα εισαγωγής στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα έχει «εκμετρήσει τον βίο του».
Toυ Ιωάννη Μ. Βαρβιτσιώτη,
πρώην υπουργού Παιδείας
Οι αδυναμίες του κινούνται προς δύο κατευθύνσεις. Κατά πρώτον, πλήττεται το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Διότι και στις τρεις τάξεις του λυκείου οι υποψήφιοι περιορίζουν το ενδιαφέρον τους μόνο στα σχετιζόμενα με τις εισαγωγικές εξετάσεις μαθήματα και αγνοούν τα υπόλοιπα. Ετσι όμως εκμηδενίζεται η μαθησιακή λειτουργία του λυκείου και μειώνεται αισθητά ο πλούτος των γνώσεων, τον οποίο ο μαθητής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης πρέπει να αποκτήσει.
Ακόμη, υποβαθμίζεται η δυνατότητα της κριτικής λειτουργίας του υποψηφίου, ενώ παράλληλα ενισχύεται η «τεχνική της απομνημόνευσης», κοινώς η παπαγαλία.
Τέλος, το σύστημα λειτουργεί σε πολλές περιπτώσεις εις βάρος των ίδιων των παιδιών. Διότι οι υποψήφιοι, έχοντας τη δυνατότητα μεγάλης επιλογής σχολών, στις οποίες μπορούν να εισαχθούν ανάλογα με τη μοριοδότησή τους, βρίσκονται πολλές φορές σε σχολές άσχετες με τα ενδιαφέροντά τους. Οι δυσμενείς συνέπειες για τη μελλοντική επαγγελματική τους αποκατάσταση είναι προφανείς.
Η κ. υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι μελετά την αναμόρφωση του ισχύοντος συστήματος και ήδη έκανε τις πρώτες κινήσεις. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ως πρώην υπουργός Παιδείας αισθάνομαι την υποχρέωση να καταθέσω τις απόψεις μου.
Κατά το Σύνταγμά μας (άρθρο 16 παρ. 5) τα πανεπιστήμια «είναι πλήρως αυτοδιοικούμενα». Για ποια όμως αυτοδιοίκηση μιλάμε όταν το κράτος επεμβαίνει σε πλήθος θεμάτων που ανάγονται στη λειτουργία των ΑΕΙ. Καθορίζει τον αριθμό εισακτέων σε κάθε τμήμα, παρά τις αντιρρήσεις των σχολών ότι ο αριθμός είναι μεγάλος και γι’ αυτό υπάρχει αδυναμία σωστής εκπαιδεύσεως των φοιτητών, ρυθμίζει το θέμα των μετεγγραφών από πανεπιστήμιο σε πανεπιστήμιο, αποφασίζει για τις κατατακτήριες εξετάσεις των φοιτητών του εξωτερικού κ. ο. κ.
Ειλικρινά διερωτώμαι γιατί σ’ όλα αυτά τα θέματα, αλλά και σε πολλά άλλα, πρέπει να αναμειγνύεται η πολιτεία και δεν τα ρυθμίζουν τα ίδια τα ΑΕΙ.
Με άλλα λόγια, και περιορίζομαι μόνο στον τρόπο επιλογής των εισακτέων, κατά την άποψή μου τα πανεπιστήμια θα πρέπει να καθορίζουν τον αριθμό των εισακτέων σε κάθε τμήμα, να ορίζουν τις γνώσεις που απαιτούνται και, τέλος, τα ίδια τα ανώτατα ιδρύματα να προσδιορίζουν τον τρόπο επιλογής των υποψηφίων. Η Σύνοδος των Πρυτάνεων θα πρέπει να καθορίσει ότι τα ομοειδή τμήματα των διαφόρων πανεπιστημίων (π. χ. οι ιατρικές σχολές των Πανεπιστημίων Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πατρών, Ιωαννίνων κ. λπ.) θα απαιτούν για την εισαγωγή τις ίδιες γνώσεις και ακόμη θα διενεργούν από κοινού τις εξετάσεις ώστε ο υποψήφιος να έχει περισσότερες ευκαιρίες. Και ακόμη η Σύνοδος των Πρυτάνεων θα είναι αποκλειστικώς αρμόδια να επιλύει κάθε θέμα σχετικό με τις εξετάσεις, που θα ανακύπτει.
Υπάρχουν, βέβαια, και εκείνοι που αντιτίθενται στη διενέργεια των εξετάσεων από τα ίδια τα ιδρύματα. Μεταξύ αυτών και η πρώην υπουργός Παιδείας κ. Μαριέττα Γιαννάκου, η οποία μάλιστα δήλωσε, για να δικαιολογήσει την αντίθεσή της: «Υπάρχουν ορισμένα φαινόμενα που δεν εγγυώνται το αδιάβλητο». Το επιχείρημα αυτό, τουλάχιστον εμένα, δεν με πείθει. Διότι μεμονωμένα περιστατικά δεν είναι δυνατόν να εμποδίζουν υγιείς ρυθμίσεις.
Όμως, σε κάθε περίπτωση, το θέμα είναι μεγάλο και θα πρέπει να ακουστούν όλες οι απόψεις. Εκείνο όμως που προέχει είναι, όποια λύση τελικά προκριθεί, να μην αιφνιδιασθούν τα παιδιά μας. Αρκετά ώς τώρα, τα έχουμε μεταβάλει σε πειραματόζωα.