Η χώρα μας συγκαταλέγεται σύμφωνα με τη Eurostat στις πρώτες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης(Ε.Ε) με τα υψηλότερα ποσοστά αποφοίτων ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ποσοστό που ξεπερνά το 80% έναντι του 75% του Μ.Ο των χωρών της Ε.Ε με πρώτη χώρα τη Φιλανδία που αγγίζει το ποσοστό του 90%.
Του Σεραφείµ Κερασιώτη, μαθηµατικού, μέλους του δ.σ. της ΟΛΤΕΕ
Στα αντίστοιχα ποσοστά των αποφοίτων της Δευτεροβάθμιας Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, η χώρα μας κατέχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά που αγγίζει το 30% του συνόλου των μαθητών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης με τα χαμηλότερα να κατέχουν η Πορτογαλία 27% και η Ιταλία 24%, με το Μ.Ο της Ε.Ε να αγγίζει το 55% και με τα υψηλότερα ποσοστά να τα κατέχουν χώρες όπως η Αυστρία 71%, η Ολλανδία 68%, το Βέλγιο 67%, η Αγγλία 67%, η Γερμανία 63 – 70% κ.ο.κ.
Οι συνεχείς μεταρρυθμίσεις στην ΤΕΕ από 1960 μέχρι το 2006, δεν κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα σταθερό εκπαιδευτικό πλαίσιο στην ΤΕΕ που θα ξεπερνούσε τη κρίση που την ακολουθεί σε όλες τις μεταρρυθμιστικές περιπέτειες που ενώ σχεδόν όλες έχουν ως κίνητρο και σκοπό την αναβάθμισή της και την στροφή του μαθητικού δυναμικού από τη γενική εκπαίδευση προς την τεχνική, εντούτοις παραμένει στα ίδια και σε χειρότερα επίπεδα σε σχέση με τα προηγούμενά της.
Τα υψηλότερα ποσοστά του 40% η ΤΕΕ τα άγγιξε το σχολικό έτος 2001-2002 με τα χαμηλότερά της 25,5% το σχολικό έτος 1982-1983. Τα άλλα σχολικά έτη τα ποσοστά αυξομειωνόταν ανάμεσα στα παραπάνω, αλλά ποτέ δεν δημιουργήθηκε σταθερό υψηλό ποσοστό που να μπορέσουμε να σταθούμε και να το αξιολογήσουμε.
Παράλληλα η αγορά εργασίας μαστίζεται σήμερα από ανεργία σε υψηλά ποσοστά που αγγίζουν το 14% εκ των οποίων το μισό οφείλεται στην διαρθρωτική εκπαιδευτική ανεργία και η ζήτηση ειδικευμένων τεχνιτών να είναι αισθητά υψηλότερη από αυτή των πτυχιούχων ΑΕΙ και των αποφοίτων γενικής εκπαίδευσης αλλά και η ζήτηση τεχνικών προσόντων να είναι συνεχώς αυξανόμενη.
Έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Π.Ι) δίνει στοιχεία σημαντικά για τους απόφοιτους της γενικής και τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα από την έρευνα προκύπτει ότι μετά από 6,5 χρόνια αποφοίτησης το ποσοστό απασχόλησης είναι 73,4% για τους απόφοιτους της ΤΕΕ και μόλις 56,7% για τους απόφοιτους των Ενιαίων – Γενικών Λυκείων. Ακόμη οι απόφοιτοι της ΤΕΕ υπερέχουν σε ότι αφορά την σταθερότητα, την ασφάλεια και τις αποδοχές στην εργασία, βρίσκουν την πρώτη εργασία τους σε συντομότερο χρονικό διάστημα, ενώ η παρουσία τους στην αγορά εργασίας έχει μεγαλύτερη διάρκεια.
Η έρευνα όμως έδειξε ότι η ΤΕΕ δεν συνδέεται αποτελεσματικά με την αγορά εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δείκτες ετεροαπασχόλησης για τους απόφοιτους ΤΕΕ είναι στο κόκκινο με αποτέλεσμα μόνο το 28,5% κατά Μ.Ο να απασχολείται σε εργασία που έχει σχέση με την ειδικότητά του της ΤΕΕ, ποσοστό που διαφοροποιείται βεβαίως από ειδικότητα σε ειδικότητα. Ακόμη η έρευνα αποκαλύπτει ότι ένας στους πέντε μαθητές δεν ολοκληρώνει τις σπουδές του στην ΤΕΕ, δηλαδή έχουμε σχολική διαρροή του 20% με αντίστοιχη διαρροή στη γενική εκπαίδευση το 3-4%.
Τι συμβαίνει λοιπόν στην ΤΕΕ και βρίσκεται σε τόσο χαμηλά ποσοστά στη χώρα μας; Γιατί ενώ τα ποσοστά των αποφοίτων της δευτεροβάθμιας δωδεκαετούς εκπαίδευσης είναι από τα υψηλότερα στην Ε.Ε, τα ποσοστά των αποφοίτων της ΤΕΕ είναι από τα χαμηλότερα; Είναι αποτέλεσμα των διαχρονικών αντιλήψεων και προκαταλήψεων που διακατέχονται τα κοινωνικά στρώματα όπου απαξιώνεται η χειρονακτική εργασία και μαζί της όλα τα επαγγέλματα που την εμπεριέχουν; Είναι μια άτυπη αντιπαράθεση μεταξύ των πνευματικών επαγγελμάτων και των χειρονακτικών που έχει την αρχή της αιώνες πριν στη χώρα μας; Είναι ένα παιγνίδι εξουσίας μεταξύ των αποφοίτων της γενικής εκπαίδευσης που οδηγούνται σε ανώτερη μόρφωση μέσω των ΑΕΙ και σε επαγγέλματα καταξιωμένα κοινωνικά και των αποφοίτων της ΤΕΕ που οδηγούνται στην αγορά εργασίας σε μη κοινωνικά καταξιωμένα χειρωνακτικά επαγγέλματα;
Ποιο είναι το αόρατο εκείνο χέρι που οδηγεί τους μαθητές απόφοιτους του Γυμνασίου προς την Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση, που είναι συνήθως παιδιά χαμηλών κοινωνικών και οικονομικών στρωμάτων και μεταναστών; Ποιοι παράγοντες διαμορφώνουν τους συσχετισμούς των ποσοστών των μαθητών που παρακολουθούν την ΤΕΕ που συνήθως είναι μαθητές με χαμηλές επιδόσεις στα μαθήματα, παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες και έχουν γνωστικά κενά;
Γιατί η ΤΕΕ δεν κατόρθωσε να γίνει εκπαίδευση συνειδητής επιλογής και όχι αναγκαστικής και κατευθυνόμενης επιλογής; Γιατί ενώ στη συντριπτική πλειοψηφία του συνόλου των επαγγελμάτων της ελληνικής κοινωνίας απαιτούνται προσόντα που καλύπτονται από τις ειδικότητες της ΤΕΕ και οι ανάγκες της αγοράς εργασίας σε κατώτερα και μεσαία στελέχη είναι αυξημένες, το εκπαιδευτικό μας σύστημα παράγει μεγαλύτερο ποσοστό ανώτερων και ανώτατων στελεχών με αποτέλεσμα να υπάρχει τεράστιο ποσοστό διαρθρωτικής εκπαιδευτικής ανεργίας;
Γιατί ενώ υπάρχει αυξημένη ζήτηση μεσαίων στελεχών στην αγορά εργασίας, έχουμε παράλληλα ανεργία και των μεσαίων στελεχών; Γιατί υπάρχει τεράστια ετεροαπασχόληση στους απόφοιτους της ΤΕΕ τη στιγμή που υπάρχει αυξημένη ζήτηση σε μεσαία στελέχη επαγγελμάτων όπου υπάρχουν απόφοιτοι της ΤΕΕ;
Υπάρχει ένα σύνολο ερωτημάτων που χρειάζονται απαντήσεις για να εξηγηθεί το Ελληνικό παράδοξο που υπάρχει στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση όπου έχουμε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά της Ε.Ε στην ΤΕΕ σε σχέση με τη Γενική εκπαίδευση.
Οι απαντήσεις δεν είναι ούτε απλές αλλά ούτε και αυτονόητες. Όμως θεωρώ ότι όλες οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν στο παρελθόν στην ΤΕΕ που σκοπό είχαν την αναβάθμισή της και τη στροφή προς αυτή, δεν πέτυχαν το στόχο τους, γιατί δεν έδωσαν πειστικές απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα και δεν έπεισαν τους πολίτες αυτής της χώρας.