Ο κ. Παπαδήμος, αντί να τρομοκρατεί τον ελληνικό λαό για τις συνέπειες της εξόδου μας από την ευρωζώνη, ας αναλογιστεί τις προσωπικές του ευθύνες. Εκτός από τη φούσκα του Χρηματιστηρίου, ο ίδιος, ως διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος τo 2002, μας επέβαλε μαζί με τον κ. Σημίτη, την εξοντωτική ισοτιμία των 340,75 δραχμών ανά ευρώ. Σήμερα, oι μνημονιακοί τρομοκράτες δεν εξηγούν πώς επιβιώνουν τόσες άλλες χώρες με τα δικά τους νομίσματα. Εμείς, πώς ζήσαμε τόσα χρόνια με την ταπεινή δραχμή;
Του Θεόδωρου Κατσανέβα, καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς
Πόσο περισσότερο μπορεί να μας υποβαθμίσουν από την κατηγορία «σκουπίδια» οι οίκοι αξιολόγησης – οίκοι ανοχής του καζινοκαπιταλισμού; Τι περισσότερο μπορεί να μας συμβεί από τα σημερινά δεινά; Η Ευρώπη γιατί δεν μας παρέχει τουλάχιστον αμυντική ασφάλεια, που μας στοιχίζει πανάκριβα σε εισαγωγές αμυντικού εξοπλισμού; Ναι, μέρος της ευθύνης οφείλεται στις ανεύθυνες πολιτικές ηγεσίες των τελευταίων είκοσι ετών. Όμως, την ίδια περίπου μοίρα είχαν και άλλες περιφερειακές οικονομίες που ανήκουν σε παρόμοια νομισματική ζώνη όπως η δική μας. Το σκληρό ευρώ ευνοεί τη Γερμανία και τις αδελφές της χώρες, Ολλανδία, Αυστρία, Φινλανδία, που παράγουν ολιγοπωλιακά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και υπεραξίας και ανταγωνίζονται κυρίως με σκληρά νομίσματα όπως των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας.
Η επιστροφή στη δραχμή, σε συνδυασμό με περίοδο χάριτος, κούρεμα και αναδιάρθρωση του χρέους, μπορεί να μετατρέψει την οικονομία μας σε ανταγωνιστική, ώστε να υπάρξει έξοδος από την κρίση. Ενώ το ανελέητο Μνημόνιο που μαστιγώνει και υποθηκεύει τη χώρα, δεν αφήνει περιθώρια ελπίδας. Το παράδειγμα της Αργεντινής, που ανέκαμψε εντυπωσιακά ύστερα από την αποδέσμευσή της από το σκληρό δολάριο, μιλά από μόνο του.
Η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, βέβαια, δεν είναι στρωμένη με ρόδα. Χρειαζόμαστε άξιους και έντιμους κυβερνήτες, που θα τη διαχειριστούν με σχέδιο και αποτελεσματικότητα, με αναπτυξιακό όραμα, με νοικοκύρεμα, πάταξη της σπατάλης, της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής. Σε μια τέτοια επώδυνη αλλά ελπιδοφόρα προοπτική, η ελληνική οικονομία θα εισέλθει σε ελεγχόμενη πτώχευση, όπου έτσι και αλλιώς βρισκόμαστε ήδη. Αυτό συνεπάγεται διαπραγμάτευση με τους δανειστές για την αποπληρωμή και αναδιάρθρωση μέρους των οφειλών. Αντί να επαιτούμε τα ευρώ της κ. Μέρκελ, μπορούμε να εκδώσουμε δραχμές, με φειδώ, από τον Χολαργό. Η νέα δραχμή θα υποτιμηθεί κατά 20%-40% και στους πρώτους μήνες, θα βιώσουμε αρρυθμίες στην αγορά, πληθωριστικές πιέσεις, προσωρινές ελλείψεις αγαθών. (Θα μας λείψουν ιδιαίτερα το χαβιάρι, το ουίσκι, οι Πόρσε Καγιέν, κλπ.!).
Τα διαθέσιμα σε ευρώ των Ελλήνων πολιτών θα υποτιμηθούν ανάλογα, αλλά το ίδιο ισχύει και για τις δανειακές υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες, οι οποίες θα υποστούν σοκ. Όμως, σταδιακά θα εξομαλυνθεί η λειτουργία της αγοράς, θα ισχυροποιηθεί η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και η εσωτερική ζήτηση, με ευνοϊκές συνέπειες για την απασχόληση. Η εγχώρια παραγωγή θα επανενεργοποιηθεί με αύξηση των εξαγωγών και μείωση των ακριβότερων εισαγωγών. Ύστερα από ορισμένο διάστημα θα επανέλθει η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα, με συνέπεια να εισρεύσουν από το εξωτερικό καταθέσεις σε ξένα νομίσματα. Με προϋπόθεση την πάταξη της γραφειοκρατίας, της διαφθοράς, τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, μπορεί να δούμε επιτέλους το φως ξένων επενδύσεων. Παρόμοιο σκεπτικό συνυπογράφουν οι Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, Πολ Κρούγκμαν, Τζόζεφ Στίγκλιτς, Κένεθ Ρογκόφ, Ότμαρ Ίσιγκ, Τόμας Μάγερ, Μάρτιν Σμιθ, Νουριέλ Ρουμπινί, Μαρτσέλο ντε Κέκο, Βέρνερ Σιν, Μάικελ Φουκς, Τζορτζ Σόρος, Σιμόν Ντρέικ, Τζορτζ Φρίτμαν του Statforr Institute, οι Ιάπωνες του Ναμούρα και πολλοί -πολλοί άλλοι, όπως και μεγάλο μέρος του δύσμοιρου ελληνικού λαού. Αυτή είναι η μόνη έντιμη καθαρή αντιπρόταση στο τερατώδες Μνημόνιο.
Γιατί όταν αρνούμαστε το Μνημόνιο και ταυτόχρονα επαιτούμε για τα ευρωδάνεια των δημίων μας, γινόμαστε τουλάχιστον γραφικοί.