Με «όχημα» το παραμύθι «Το μακρύ ταξίδι» της συγγραφέως Βιβής Καββαδά, η Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου άνοιξε την αγκαλιά της στα παιδιά, τα οποία έπαιξαν και έστειλαν το δικό τους μήνυμα.
Έναν πολύ όμορφο και γλυκό τρόπο βρήκε η Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου για να μιλήσει σε νεαρούς μαθητές για το προσφυγικό ζήτημα, βοηθώντας τα παιδιά να δουν μέσα από τα δικά τους μάτια μια πολύ δύσκολη και επώδυνη κατάσταση που στη σύγχρονη συγκυρία αγγίζει όλο και περισσότερο κόσμο.
Με πρωτοβουλία της υπευθύνου της, Φρόσως Παυλίδου, η βιβλιοθήκη γέμισε για πολλοστή φορά παιδικά χαμόγελα, υποδεχόμενη του μαθητές της Β’ τάξης του 3ου Δημοτικού Μεταμόρφωσης, οι οποίοι πήραν μέρος σε μια πολύ ενδιαφέρουσα εκπαιδευτική δράση.
Τα παιδιά ταξίδεψαν παρέα με τον Νάσο, το Ελεφαντάκι, κεντρικό ήρωα του παραμυθιού «Το μακρύ ταξίδι» της συγγραφέως Βιβής Καββαδά, το οποίο αφηγείται την ιστορία μιας προσφυγικής οικογένειας ελεφάντων και, στη συνέχεια, έπαιξαν, διασκέδασαν, τραγούδησαν και έκαναν τις δικές τους κατασκευές, ενώ είχαν την ευκαιρία να ξεναγηθούν στην βιβλιοθήκη, να εγγραφούν ως μέλη, να δανειστούν τα αγαπημένα τους βιβλία και να γνωρίσουν έναν καινούριο, υπέροχο εκπαιδευτικό κόσμο.
Η ιστορία του Νάσου
Ο Νάσος είναι ένα ελεφαντάκι που ζει στη ζούγκλα με την οικογένειά του. Ένα πρωί, ξυπνάει απότομα γιατί έχουν έρθει λαθροκυνηγοί και πυροβολούν παντού για να τους πιάσουν. Οι ελέφαντες αρχίζουν να τρέχουν και ο Νάσος με την οικογένειά του κατευθύνεται προς το κοντινό ποτάμι. Εκεί συναντούν έναν κάστορα. Τον παρακαλούν να τους περάσει απέναντι. Εκείνος είναι στην αρχή διστακτικός, αλλά όταν παίρνει το αντάλλαγμα που ζητάει αποφασίζει να τους περάσει. Φτάνουν στην απέναντι όχθη κι εκεί που νομίζουν ότι έχει τελειώσει η ιστορία τους, τους αιχμαλωτίζουν μαϊμούδες σε μια σπηλιά. Περνούν εκεί τη νύχτα και την επόμενη μέρα τα ζώα της περιοχής κάνουν συνέλευση για να δουν αν θα μείνει η οικογένεια μαζί τους. Όπως συμβαίνει συχνά, υπήρξαν πολλές αντιρρήσεις από κάποια ζώα, αλλά ο Νάσος παίρνει θάρρος και καταφέρνει με επιχειρήματα να πείσει τα υπόλοιπα ζώα ότι είναι προς όφελος όλων να μείνουν στην περιοχή. Τελικά, τα ζώα δέχονται το Νάσο και την οικογένειά τους και το παραμύθι τελειώνει με μια ωραία γιορτή για να υποδεχθούν τους νεοαφιχθέντες.
Το παραμύθι της Βιβής Καββαδά είναι γεμάτο αλληγορίες που παραπέμπουν στην σύγχρονη κοινωνική κατάσταση. Ο Νάσος και η οικογένειά του φεύγουν από μια εμπόλεμη κατάσταση, που προκαλούν οι λαθροκυνηγοί, με την συγγραφέα να στέλνει παράλληλα και το μήνυμα κατά τις λαθροθηρίας. Ο Κάστορας είναι η αλληγορία του διακινητή που ζητά ανταλλάγματα για να μεταφέρει τους πρόσφυγες, ενώ η σπηλιά συμβολίζει τα κέντρα υποδοχής-κράτησης. Η γιορτή στο τέλος του παραμυθιού, εκτός από ένα απαραίτητο ευτυχισμένο τέλος για κάθε παιδικό παραμύθι, στέλνει και το μήνυμα της αποδοχής της διαφορετικότητας και της αρμονικής συνύπαρξης.
Η ΑΜΑΡΥΣΙΑ συνομίλησε με την συγγραφέα για την πηγή της έμπνευσής της, αλλά και το παιδαγωγικό μήνυμα που οφείλουμε να στείλουμε στα παιδιά.
«Το παραμύθι γράφτηκε δυο χρόνια πριν και η έμπνευση για τη συγγραφή του ήταν οι ερωτήσεις του γιου μου, ο οποίος σήμερα είναι 5μιση ετών. Έβλεπε στο κέντρο της Αθήνας, στην τηλεόραση, σκηνές με ανθρώπους και συνεχώς με ρωτούσε. Σε ένα παιδάκι αυτής της ηλικίας δεν μπορείς να πεις την ωμή αλήθεια κι έτσι στο μυαλό μου δημιουργήθηκε αυτή η ιστορία με το ελεφαντάκι, τον Νάσο. Είχα επίσης επηρεαστεί από το γεγονός ότι και τους ελέφαντες τους κυνηγούν και είναι είδος υπό εξαφάνιση, οπότε παντρεύτηκαν αυτά τα δυο και βγήκε αυτή η ιστορία», δηλώνει η κ. Καββαδά και εξηγεί πώς μέσα από τα παραμύθια μπορεί κάποιος να εκφραστεί για μεγάλα κοινωνικά προβλήματα.
«Πάντα εκφραζόμουν μέσα από τη γραφή, αλλά η μητρότητα μου έδωσε το έναυσμα να μιλάω λίγο αλληγορικά. Μέσα από τα χιλιάδες παραμύθια που είχαμε διαβάσει κάθε βράδυ για να κοιμηθούν τα παιδιά μου, άρχισα να σκέφτομαι λίγο πιο παιδικά, με ιστορίες. Πλέον συζητάμε πάρα πολλά θέματα με τα παιδιά με αυτόν τον τρόπο. Βλέπω ότι τα βοηθά και δεν τα φοβίζει. Αν σε ένα παιδί πεις την αλήθεια έτσι όπως είναι, εκλαμβάνει απειλή για τον εαυτό του. Μέσω των ζώων έρχεται σε επαφή με τις δυσάρεστες πλευρές της ζωής, αλλά αισθάνεται ότι είναι κάτι λίγο πιο απόμακρο. Ότι συμβαίνει σε έναν άλλο κόσμο, στον κόσμο των ζώων. Τα παιδιά μου ήταν οι πρώτοι που διάβασαν το παραμύθι από τα προσχέδια. Τους άρεσε πολύ. Ο γιος μου, παρ’ όλο που ήταν μικρός, έκανε τον παραλληλισμό από μόνος του, οδηγήθηκε στη σύνδεση και κατάλαβε ότι είναι σαν αυτούς τους ανθρώπους που έχουν έρθει από κάπου μακριά», σημειώνει και επισημαίνει το πώς η ιστορία βοήθησε το μικρό παιδί να ωριμάσει η σκέψη του.
Οι ερωτήσεις των παιδιών
«Παλιότερα, όταν έβλεπε σκηνές αυτού του θέματος με ρωτούσε με λίγο φόβο “Αυτοί είναι φτωχοί;”. Τον φόβιζε η εικόνα και θεωρούσε ότι αυτοί οι άνθρωποι τα έχουν χάσει όλα. Ενώ, μέσα από την αφήγηση και τη συζήτηση που κάναμε, τώρα πλέον καταλαβαίνει ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήθελαν να φύγουν από τον τόπο τους και ότι πάντα, αν παλέψεις μπορείς να βρεις μια καινούρια ζωή. Και έχει καταλάβει πως, ό,τι και να σου συμβεί, μπορείς να παλέψεις για ένα καλύτερο αύριο και να κρατήσεις την αξιοπρέπειά σου. Πλέον δε μου λέει “αυτοί οι άνθρωποι είναι φτωχοί”, τώρα ρωτάει “αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να φύγουν από το σπίτι τους;”, το οποίο θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό. Δεν φεύγουν από το σπίτι τους μόνο οι φτωχοί. Φεύγουν για πολλούς λόγους. Λόγω πολέμων, πολιτικών διακρίσεων, στερεοτύπων και είναι κάτι που μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε. Και από την Ελλάδα φεύγει πλέον πολύς κόσμος. Βέβαια, δεν είναι η ίδια κατάσταση, αλλά ένα παιδί δεν μπορεί να τα διαχωρίσει πολύ εύκολα. Είτε κάποιος φεύγει για οικονομικούς λόγους, να πάει να δουλέψει αλλού ή φεύγει κυνηγημένος από πόλεμο, η ουσία είναι ότι φεύγει από το σπίτι του».
Είναι, άραγε, το παραμύθι ένας ωραίος τρόπος να μιλήσουμε για σκληρές αλήθειες στα παιδιά και να τα βοηθήσουμε να διαμορφώσουν χαρακτήρα; Η συγγραφέας καταθέτει την άποψή της.
«Νομίζω είναι ο καλύτερος τρόπος. Αρκεί το παραμύθι να είναι φτιαγμένο για να μιλήσει για τέτοια θέματα, η εικονογράφηση να μπορεί να τα υποστηρίξει και, φυσικά, να υπάρχει και πάρα πολλή συζήτηση. Ο γονιός να καθίσει μετά και να μιλήσει με το παιδί για το τι διάβασε. Κάποια παιδιά ξέρουν να διαβάσουν και μόνα τους, αλλά μέχρι κάποια ηλικία, είναι καλό τα παραμύθια να διαβάζονται μαζί με τους γονείς τους, ώστε να γίνεται και η κατάλληλη συζήτηση. Να το βοηθήσεις να αναπτύξει τη ν κριτική του ικανότητα, να φτάσει σε συμπεράσματα, να αξιολογήσει τους χαρακτήρες του βιβλίου. Θεωρώ είναι πολύ σημαντικά αυτά. Αν το παιδί έχει μάθει να ακούει, να εκφράζει την άποψή του και να συζητά, μεγαλώνοντας μπορεί να διαμορφώσει και τη δική του άποψη που μπορεί να είναι και εντελώς διαφορετική από του γονιού, ανάλογα με το ερέθισμα που θα πάρει. Δεν νομίζω ότι πρέπει πάντα να διαβάζεις αυτό που συμφωνεί με τα δικά σου ιδεώδη. Καμιά φορά σε πάει λίγο πιο μπροστά και το να διαβάζεις και την αντίθετη άποψη. Σε κάνει να σκέφτεσαι και να προβληματίζεσαι. Ακόμα κι αν υπάρχει αντίθετη άποψη, τα παιδιά πρέπει να μάθουν ότι πρέπει να γίνεται σεβαστή. Είναι ένα μεγάλο βήμα ενάντια στον απολυταρχισμό που ζούμε στις μέρες μας, που δεν σεβόμαστε αρκετά τη γνώμη του άλλου. Δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα. Είναι ένα άλλο μήνυμα που περνάει το βιβλίο. Ότι ο καθένας είναι διαφορετικός, αλλά αυτή η διαφορετικότητα έπρεπε να ενώνει και όχι να χωρίζει. Η καλή πρόθεση είναι αυτή που μετράει. Έχουμε διαφορές, ζούμε όμως όλοι στον ίδιο τόπο, τον ίδιο πλανήτη. Πρέπει να τις λύσουμε κάπως».
Ο ρόλος του δασκάλου
Η περιπέτεια του Νάσου έχει ξεφύγει από τα ελληνικά όρια, καθώς το βιβλίο προτείνεται από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ ως εκπαιδευτικό υλικό για τους πρόσφυγες, ενώ ήδη η κ. Καββαδά προετοιμάζει και την συνέχεια της ιστορίας, καθώς, όπως εξηγεί, τα προβλήματα δεν σταματούν μόνο με την εύρεση μιας νέας πατρίδας.
Αυτός ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας του βιβλίου οδήγησε τις δασκάλες του 3ου Δημοτικού Μεταμόρφωσης, Μαρία Αθανασάκη και Ερασμία Λυγκώνη στο να φέρουν τα παιδιά στη βιβλιοθήκη και να μιλήσουν γι’ αυτό.
«Η ιδέα ξεκίνησε όταν το βιβλίο έπεσε στα χέρια μας. Έψαχνα καιρό ένα βιβλίο για το προσφυγικό και το μεταναστευτικό. Ένα επίκαιρο θέμα που όλους μας αγγίζει και μας πονάει. Θεωρήσαμε ότι αυτό το βιβλίο είναι κατάλληλο για την ηλικία τους. Αγγίζει απαλά το θέμα, δεν είναι στενόχωρο, δίνει τα μηνύματα που πρέπει, αλλά με πολύ απαλό τρόπο για την συγκεκριμένη ηλικία. Το επιλέξαμε, είχαμε την επαφή με την υπεύθυνη της βιβλιοθήκης και το οργάνωσε εκείνη. Έχουμε κάνει ήδη μια παράσταση με θέμα τις αλησμόνητες πατρίδες και αναφερθήκαμε γενικότερα στις πατρίδες που χάνονται σήμερα, χάνονταν και θα χάνονται ανά τους αιώνες εξαιτίας του πολέμου με στόχο να καταλάβουν τα παιδιά το υπέρτατο αγαθό της ειρήνης. Μόνον έτσι δεν θα χάνονται οι πατρίδες. Αν έχουμε ειρήνη και αυτό είναι που αποζητούσαμε από το θεατρικό. Τα παιδιά είναι πάντα δεκτικά και ευαίσθητα. Σίγουρα πιο πολύ από τους μεγάλους. Το μυαλό τους σκέφτεται διαφορετικά. Έχουν την αθωότητα της ηλικίας, δεν έχουν τη δεύτερη σκέψη του μεγάλου για τον ξένο που θα έρθει, θα μας πειράξει, θα στοιχήσει στην πατρίδα. Αυτά δεν το βλέπουν έτσι. Είναι αθώες ψυχές. Και οι περισσότεροι γονείς είναι θετικοί. Υπάρχουν οι ελάχιστες εξαιρέσεις που θα δουν το θέμα λίγο διστακτικά και αυτό περνάει και στο παιδί. Αυτό που ακούει στην οικογένεια το επηρεάζουν. Είναι οι αρχές που παίρνουμε από το σπίτι μας. Σε όλα τα θέματα γίνεται πάντα συζήτηση μέσα στην τάξη, ακούγονται οι απόψεις όλων των παιδιών, προσπαθούμε να εστιάσουμε σε αυτό που είναι το σημαντικό, πώς μπορεί να προσεγγιστεί και να λυθεί κάθε πρόβλημα.
Όσο είναι επίκαιρο το θέμα θα το παρακολουθούμε. Μπορεί να μας δώσουν την αφορμή τα παιδιά και για άλλα θέματα. Δεν ξέρουμε ακόμα με τι κα ασχοληθούμε, δεν το έχουμε προγραμματίσει. Υπάρχουν πολλά ζητήματα που πρέπει να διαχειριστούμε και πρέπει να αγγίξουμε», αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Αθανασάκη, ενώ αναφερόμενη στον ρόλο του δασκάλου έξω από τα σύνορα της τάξης, η κ. Λυγκώνη συμπληρώνει:
«Μπορεί μέσα στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα η βάση να είναι οι πατρίδες μας και όλη αυτή η ιστορία που έχουμε σαν λαός, αλλά εμείς δε μπορούμε να μείνουμε αμέτοχοι στο δράμα που ζούμε σήμερα. Οφείλουμε να δώσουμε μηνύματα και αξίες στα παιδιά, όπως η αλληλεγγύη, η ανθρωπιά. Είναι μεγάλη η ευθύνη και το βάρος και το νιώθουμε καθημερινά. Τα παιδιά είναι σε τρυφερές ηλικίες τα παιδιά. Το λάθος που θα κάνουμε το καταλαβαίνουμε ότι μπορεί να στοιχήσει σε κάποια παιδιά. Προσπαθούμε να το εξομαλύνουμε πάντα με συζήτηση γιατί είναι ευαίσθητη αυτή η ηλικία. Μας βλέπουν ως συνέχεια της οικογένειάς τους. Λόγω των καταστάσεων τα παιδιά περνούν περισσότερες ώρες με εμάς από ό,τι με τους γονείς τους. Τα παιδιά θέλουν αυτή την αγκαλιά. Προσπαθούμε να είμαστε κοντά τους, θέλουμε να έρχονται να μας μιλούν για οτιδήποτε τα απασχολεί. Έτσι και με το βιβλίο. Το κάθε κείμενο φέρνει περαιτέρω συζήτηση και χαίρομαι που βλέπω ότι είναι πολύ ενημερωμένα. Παίρνουν ερεθίσματα και αναπτύσσονται. Είναι πολύ ωραία διαδικασία».
«Να φέρουμε τα παιδιά στη βιβλιοθήκη»
Την εκδήλωση υποστήριξαν εθελοντικά η θεατρολόγος Σοφία Κατάκη και η μουσικός Νεφέλη Σακοράφα, οι οποίες βοήθησαν στην δραματοποίηση του παραμυθιού και στα εκπαιδευτικά παιχνίδια που ακολούθησαν. Η υπεύθυνη της βιβλιοθήκης, Φρόσω Παυλίδου τις ευχαρίστησε θερμά για την προσφορά τους και μίλησε στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ για την δράση που είναι συνέχεια της φιλοσοφίας που εφαρμόζει.
«Οι εθελοντές μας δίνουν την ψυχή τους και οτιδήποτε τους ζητήσουμε, έρχονται και μας υποστηρίζουν χωρίς ανταλλάγματα. Είναι πολύ σημαντικό για να μπορούμε να κάνουμε πράγματα. Μας ενδιαφέρει τα παιδιά να περνούν καλά, να αισθάνονται ωραία και να γνωρίσουν τη βιβλιοθήκη. Πιστεύω τα καταφέραμε καλά. Είχε προηγηθεί μια προετοιμασία, σε συνεργασία με τους δασκάλους. Είχαμε στείλει αιτήσεις στα παιδιά, έφεραν φωτογραφίες και τους φτιάξαμε κάρτες μέλους, ώστε φεύγοντας να δανειστούν βιβλία που τους αρέσουν, που είναι και το ζητούμενο. Περνάμε και τα μηνύματά μας, βοηθάμε τους ανθρώπους που είναι δυστυχισμένοι, τους υποστηρίζουμε. Πρέπει να το κάνουμε. Τα παιδιά είναι σε ηλικία που καταλαβαίνουν και μεγαλώνοντας γίνονται σωστοί άνθρωποι. Τα παιδιά χαίρονται, γνωρίζουν τη βιβλιοθήκη και αυτό είναι το πιο σημαντικό για έναν βιβλιοθηκονόμο. Να φέρει τα παιδιά στη βιβλιοθήκη», αναφέρει η κ. Παυλίδου.