Παιδιά όλων των ηλικιών κατακλύζονται το τελευταίο διάστημα από πληροφορίες που πιθανά δεν μπορούν να διαχειριστούν ή να κατανοήσουν, παρακολουθώντας όλα όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία. Από την άλλη οι γονείς, συχνά αμήχανοι, καλούνται να αντιληφθούν τι σκέφτονται τα παιδιά τους και τι νιώθουν απέναντι σε ένα τόσο τραυματικό γεγονός όπως είναι ο πόλεμος.
Η Αμαλία Ατσαλάκη, Δρ. Κλινικής Ψυχολογίας – ψυχοθεραπεύτρια και μέλος του Εργαστηρίου Αναπτυξιακής Ψυχοπαθολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, γράφει στην Αμαρυσία, για το πώς μπορούν οι γονείς να καταλάβουν τα συναισθήματα που προκαλεί στο κάθε παιδί αυτή η ιδιόμορφη κατάσταση, πώς να απαντήσουν στις απορίες του και να καθησυχάσουν τους φόβους του.
«Τα τελευταία δύο χρόνια οι αντοχές της σχολικής κοινότητας δοκιμάζονται. Μετά από δύο lockdown και δύο «επιστροφές στην κανονικότητα» μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς βλέπουν στον ορίζοντα να μορφοποιείται μια νέα απειλή.
Στα διαλείμματα και τις τάξεις, τα ερωτήματα, οι απορίες και οι συζητήσεις των παιδιών αφορούν όλο και πιο συχνά τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και το πώς αυτός μπορεί να επηρεάσει τις τύχες των εμπλεκόμενων λαών, αλλά και γενικότερα το μέλλον της ανθρωπότητας.
«Όταν κάποιος επιτίθεται και κάποιος αμύνεται για να υπερασπιστεί την πατρίδα του, δεν είναι ξεκάθαρο ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός;» «Φύγε από την παρέα μας! Η χώρα σου φταίει που σκοτώνονται άνθρωποι!» «Οι Ρώσοι είναι πιο δυνατοί και θα σας νικήσουν!» «Η χώρα μας δεν αντέχει άλλους πρόσφυγες!». Φράσεις σαν τις παραπάνω ακούγονται στα προαύλια των σχολείων, με τους δασκάλους και τους γονείς μουδιασμένους να μην ξέρουν πώς να αντιδράσουν, πώς να προσεγγίσουν τα παιδιά, να ακούσουν τις απορίες και τους φόβους τους και να τους μιλήσουν κι εκείνοι κατόπιν γι’ αυτό που συμβαίνει.
Τα παιδιά, όταν έρχονται αντιμέτωπα με τη βία των ενηλίκων, την «απορροφούν» και την «αναμεταδίδουν», μεταφέροντας το πεδίο των συγκρούσεων στην καθημερινότητά τους. Όταν τα παιδιά εκδηλώνουν βία, «καθρεφτίζουν» τη βία που συναντούν είτε ως θεατές είτε ως αποδέκτες.
Όταν παρακολουθούν σκηνές πολέμου στις οθόνες, μπορεί να μην κινδυνεύουν να εμφανίσουν συμπτώματα τραυματικής διαταραχής όπως τα παιδιά που βρίσκονται παγιδευμένα στην άμεση πραγματικότητα μιας ένοπλης σύρραξης, ωστόσο δεν μένουν αλώβητα και έχουν ανάγκη την προστατευτική λειτουργία των οικείων ενηλίκων για να καταπραϋνθεί η αγωνία τους.
Από την άλλη πλευρά, οι γονείς δυσκολεύονται να μιλήσουν στα παιδιά τους για δύσκολα θέματα, όχι μόνο κοινωνικής φύσης, αλλά και για προσωπικά ή οικογενειακά ζητήματα, καθώς θα ήθελαν, αν ήταν δυνατόν, να τα κρατήσουν μακριά από οποιαδήποτε αντιξοότητα. Στην πράξη όμως γνωρίζουν και οι ίδιοι ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό: τα παιδιά δεν ζουν σε έναν κόσμο «μονωμένο» από αυτόν των ενηλίκων.
Ιδίως τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά και οι έφηβοι έχουν πρόσβαση σε πλήθος πληροφοριών στο διαδίκτυο, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι οπτικές. Έτσι, στην τωρινή συγκυρία, οι ανήλικοι «πολιορκούνται» από εικόνες, τις οποίες δεν σημαίνει ότι είναι σε θέση να «μεταβολίσουν» συναισθηματικά, επειδή τις αποκωδικοποιούν γνωστικά.
Προκύπτει συνεπώς το ερώτημα: πώς να αφουγκραστούμε τι σκέφτονται και τι νιώθουν τα παιδιά για όσα παρακολουθούν; Και στη συνέχεια, εμείς από την πλευρά μας τι λέμε και τι αποσιωπούμε;
– Όποτε απευθυνόμαστε στα παιδιά για θέματα που αναστατώνουν πρώτα απ’ όλα εμάς τους ίδιους είναι σημαντικό να είμαστε όσο γίνεται πιο «ενήμεροι» για τη δική μας συναισθηματική κατάσταση, ώστε να μην τα εκθέσουμε σε αντιφατικά μηνύματα. Αν π.χ. είμαστε ιδιαίτερα ανήσυχοι, είναι προτιμότερο να προσπαθήσουμε να κατευνάσουμε πρώτα το δικό μας άγχος, διαφορετικά να πούμε στα παιδιά με ειλικρίνεια ότι κι εμείς είμαστε ταραγμένοι, αντί να προσπαθήσουμε να τα πείσουμε ότι παραμένουμε ψύχραιμοι, ενώ στη στάση μας τα πάντα μαρτυρούν το αντίθετο.
– Καλό είναι να έχουμε στο νου μας ότι και τα παιδιά, όπως και οι ενήλικες, αντιμετωπίζουν μια αγχογόνα κατάσταση το καθένα με το δικό του μοναδικό τρόπο. Κάποια εκφράζουν με λόγια τη θλίψη ή το θυμό τους, ενώ κάποια άλλα εκδηλώνουν τη δυσφορία τους με συγκεκαλυμμένες μορφές: είτε με διάχυτη νευρικότητα, είτε με σωματικές ενοχλήσεις και πόνους, είτε με αλλαγές στις συνήθειες του ύπνου ή του φαγητού, είτε εμφανίζοντας συμπεριφορές που ανήκουν σε προηγούμενα αναπτυξιακά στάδια (π.χ. παιδιά σχολικής ηλικίας μπορεί να ζητούν επίμονα να κοιμούνται ξανά με τους γονείς τους, να «βρέχουν» το κρεβάτι τους ή να πιπιλούν επίμονα το δάχτυλό τους). ‘Oπως και πολλοί ενήλικες, έτσι και ορισμένα παιδιά μπορεί να μην αισθάνονται σε θέση να επεξεργαστούν ψυχικά αυτό που συμβαίνει και να αρνούνται να το συζητήσουν. Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν βοηθάει να πιέσουμε το παιδί, γιατί κάτι τέτοιο θα το οδηγούσε να αποσυρθεί ακόμα περισσότερο. Ωστόσο, παραμένουμε σε εγρήγορση ώστε να ανιχνεύσουμε εγκαίρως πιθανά σημάδια άγχους σαν αυτά που προαναφέρθηκαν. Τότε, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως αφορμή ένα βιβλίο με σχετικό περιεχόμενο, προκειμένου να τους δώσουμε τη δυνατότητα, εφόσον θέλουν, να ξεκινήσουν μετά μια κουβέντα μαζί μας για αυτό που τα απασχολεί, χωρίς να το κατονομάζουν ευθέως.
– Τοποθετούμαστε με σαφήνεια και ειλικρίνεια: τους αποσαφηνίζουμε τι θεωρούμε άμεσα απειλητικό για μας και επομένως και για τα ίδια (π.χ. τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου) και τι μας προκαλεί αγανάκτηση και τεράστια στενοχώρια αλλά δεν μας πλήττει άμεσα (π.χ. οι καταστροφές, η απώλεια ανθρώπινων ζωών και η προσφυγιά). Είναι σημαντικό να μην τους δίνουμε εγγυήσεις για πράγματα που δεν μπορούμε να τους διασφαλίσουμε (όπως ότι ο πόλεμος δεν θα επεκταθεί ή θα σταματήσει άμεσα) αλλά να τα διαβεβαιώνουμε ότι θα είμαστε δίπλα τους και θα κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε να είναι ασφαλή.
– Λαμβάνουμε υπόψιν μας το αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκονται, όπως π.χ. ότι παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν διακρίνουν πλήρως το τι είναι πραγματικό και τι φανταστικό, ούτε είναι σε θέση να αντιληφθούν σε όλο τους το εύρος π.χ. τις ολέθριες συνέπειες ενός βομβαρδισμού
Τέλος, το μόνο που μπορεί να μειώσει το αίσθημα αδυναμίας που νιώθουμε τόσο εμείς όσο και τα παιδιά μας μπροστά σε μια ζοφερή γεωπολιτική συνθήκη είναι το να καταδικάζουμε στο πλαίσιο όπου ο καθένας μας ζει και κινείται τη βία σε όλες τις εκφάνσεις της και να δείχνουμε έμπρακτα την αλληλεγγύη μας σε όποιον τη χρειάζεται, αποφεύγοντας όσο αυτά είναι εφικτό να ενστερνιζόμαστε οι ίδιοι και να μεταφέρουμε και στα παιδιά μας διχοτομικές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας».
* Αμαλία Ατσαλάκη – amatsalaki@gmail.com