Aπό την έντυπη έκδοση της εβδομαδιαίας Αμαρυσίας – 06/05/2023
Η νέα αύξηση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) και η διαμόρφωσή τους στα υψηλότερα επίπεδα από το 2006 αποτελεί μάλλον το… κερασάκι στην τούρτα για όσα βιώνει η αμερικανική οικονομία το τελευταίο διάστημα. Μια ακόμη τράπεζα, η First Republic Bank κατέρρευσε τις προηγούμενες ημέρες και απορροφήθηκε από τη JP Morgan, ακολουθώντας το ντόμινο τριών άλλων τραπεζών που δραστηριοποιούνταν στους τομείς της τεχνολογίας και των κρυπτονομισμάτων τον Μάρτιο. Η FRB θεωρείται μάλιστα ως «η τράπεζα των υπερπλουσίων», καθώς από την ίδρυσή της στη δεκαετία του ’80 ήταν μια τράπεζα που παρείχε φθηνά και μεγάλα δάνεια σε όσους είχαν μεγάλα εισοδήματα.
Η αστάθεια του τραπεζικού συστήματος και τα υψηλά επιτόκια δεν είναι ωστόσο οι μοναδικές «ασθένειες» της αμερικανικής οικονομίας τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ο πληθωρισμός παραμένει σε υψηλά επίπεδα μετά την ενεργειακή κρίση, παρά τη σχετική υποχώρηση των τιμών στα καύσιμα και τα είδη διατροφής, επηρεάζοντας αναλόγως τους ρυθμούς ανάπτυξης. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η διαχείριση της κατάστασης και η εικόνα της οικονομίας αποτελεί το πλέον τρωτό σημείο για τον Τζο Μπάιντεν και τη διοίκησή του, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, με τον Αμερικανό πρόεδρο να μην απολαμβάνει πλέον ιδιαίτερης εμπιστοσύνης από τους πολίτες.
Την ίδια στιγμή, οι πολιτικές ισορροπίες που έχουν διαμορφωθεί στο Κογκρέσο μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου δημιουργούν τριβές μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων και μια από αυτές είναι η αδυναμία συμφωνίας για το λεγόμενο «ταβάνι χρέους», με αποτέλεσμα να έχει μπλοκάρει στην πράξη η λειτουργία των ομοσπονδιακών υπηρεσιών. Οι προειδοποιήσεις ωστόσο της επικεφαλής της Fed, Τζάνετ Γέλεν εμπεριέχουν στοιχεία δραματοποίησης της κατάστασης, αφού προειδοποιεί ακόμη και με στάση πληρωμών και χρεοκοπία των ΗΠΑ τον Ιούνιο, εάν δεν υπάρξει συμφωνία. Το «ταβάνι χρέους» είναι το όριο για τον δανεισμό του Αμερικανικού Δημοσίου, το οποίο μετά την πανδημία και τα πακέτα στήριξης που ακολούθησαν, έχει ανέλθει σε δυσθεώρητα ύψη.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο και απαιτεί μια επείγουσα λύση, ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπόψη ότι τα φορολογικά έσοδα είναι χαμηλότερα από το αναμενόμενο και αντίστοιχα οι δαπάνες υψηλότερες. Μόνο εντός του τριμήνου Απριλίου – Ιουνίου, οι ΗΠΑ θα πρέπει να δανειστούν 726 δισ. δολάρια, ποσό μεγαλύτερο κατά 449 δισ. σε σχέση με αυτό που είχε προβλεφθεί τον Ιανουάριο. Ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί προτείνουν ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο την αύξηση του ορίου που προβλέπει το «ταβάνι χρέους», ωστόσο οι Ρεπουμπλικάνοι προωθούν στη Βουλή των Αντιπροσώπων νομοσχέδιο που περιλαμβάνει περικοπές δαπανών σε ευαίσθητους τομείς, όπως η υγειονομική περίθαλψη και τα φορολογικά κίνητρα για την ηλιακή ενέργεια. Σε κάθε περίπτωση, τα παζάρια θα είναι σκληρά και θα συνεχιστούν έως την τελευταία στιγμή, με το ενδεχόμενο για το οποίο προειδοποιεί η Γέλεν να είναι τόσο πιθανό όσο και απίθανο και η αμερικανική οικονομία να παραμένει ακόμη και στο καλό σενάριο τραυματισμένη.