Mια συνηθισμένη φωτογραφία. Μια μάνα περπατάει σε μια ηλιόλουστη πόλη με δυο κορίτσια, ένα μεγαλύτερο κι ένα μικρότερο. Τίποτε το αξιοπερίεργο, τίποτε το σημαντικό. Κι όμως, αυτή η φωτογραφία είναι γνωστή σ’ όλο τον κόσμο. Την αλίευσα πρόσφατα, χωρίς δυστυχώς να ξέρω ποιος συγκέντρωσε τις πληροφορίες, που μου ήσαν άγνωστες επί δεκαετίες. Είναι Άνοιξη του 1942. Λένινγκραντ, στον κεντρικότερο δρόμο της πόλης, τη Λεωφόρο Νιέφσκι. Την τράβηξε ένας πολεμικός ανταποκριτής. Κοιτάξτε πιο προσεκτικά και τότε θα ανακαλύψετε τον όλεθρο του πολέμου, στη μορφή αυτών των τριών. Αν τώρα διαβάσετε την ιστορία αυτής της οικογένειας, αποκλείεται να την ξεχάσετε.
Βόλτα… επιβίωσης
Κοιτάξτε καλύτερα.Η μεσαία είναι μια ώριμη γυναίκα, η μάνα. Αριστερά ένα νεαρό κορίτσι, αλλά το πρόσωπο και το κορμί του μοιάζουν με γερόντισσας. Δίπλα τους ένα κοριτσάκι που χοροπηδάει. Για κοιτάξτε τα πόδια του. Μοιάζουν με σπιρτόξυλα. Προσέξτε τα γόνατά του. Η μάνα είναι η Βερονίκα Αλεξάντροβνα Οπάχοβα. Η μεγαλύτερη κόρη της, η Λόρα, είναι 13 ετών, ενώ η μικρότερη, η Ντολόρες, μόλις 4. Ο πατέρας σκοτώθηκε πριν λίγους μήνες, καθώς προσπαθούσε να διασχίσει την παγωμένη λίμνη Λάντογκα. Ήταν αρχιμουσικός ερασιτεχνικών ορχηστρών, κατατάχθηκε στον στρατό και υπηρετούσε στο Μηχανικό. Η Ντολόρες προσπαθεί να χοροπηδήσει, να παίξει, παρόλο που τα γόνατά της είναι γεμάτα υγρό. Ακολουθούν την καθημερινή κυκλική διαδρομή τους στο κέντρο της πόλης. Η μητέρα τους την είχε επινοήσει για να τις κάνει να ξεχνούν τη σκέψη για το φαγητό. Λίγο πριν η Λόρα ήταν κατάκοιτη, έχοντας υποστεί παράλυση από την πείνα. Ο γιατρός συνέστησε πολλές βόλτες, για να επανέλθει. Τα κορίτσια είχαν τεράστια θέληση αλλά και τη μητέρα τους που τα στήριζε. Έτσι επιβίωσαν.
Ανάμνηση που σοκάρει
Μετά τον πόλεμο δούλεψαν στην Ακαδημαϊκή Χορωδία, στην πόλη τους. Για πολλά χρόνια η οικογένεια δεν ήξερε για την ύπαρξη της φωτογραφίας. Δεν ήξερε ότι η φωτογραφία τους είχε δημοσιευτεί σε πολλά έντυπα σ’ όλο τον κόσμο. Τους ενημέρωσαν οι γείτονες. Έτσι επισκέφθηκαν το Μουσείο Άμυνας της πόλης, όπου είδαν τη φωτογραφία και αναγνώρισαν τους εαυτούς τους. Μόλις η Λόρα την είδε, αισθάνθηκε άσχημα. Είναι κατανοητό. Είδε τον εαυτό της σε τέτοια κατάσταση! Θυμήθηκε τα πάντα! Ξανά για μια στιγμή την πλημμύρισε το ίδιο συναίσθημα, της απόγνωσης και του τρόμου. Ένας άντρας, συνεργάτης του Μουσείου τις πλησίασε και είπε: «Τι κλαίτε; Εκείνη τη χρονιά, το 1941 – 1942 πέθαναν τόσοι άνθρωποι! Μην κλαίτε. Χάθηκαν πια! Εσείς πρέπει να ζήσετε!» Μια γυναίκα όμως φώναξε: «Δεν βλέπετε! Αυτές είναι στη φωτογραφία!». Ο άντρας τα έχασε. Ζήτησε συγνώμη κι απομακρύνθηκε.
Να τι μπορεί να δει κανείς σε μια φωτογραφία. Για τον άγνωστο πολεμικό ανταποκριτή, αυτή η φωτογραφία αναδείκνυε την ελπίδα, τη δίψα για ζωή. Για μας, για τα παιδιά μας, αναδεικνύει με απίστευτη λιτότητα όλη τη φρίκη του πολέμου. Αναδεικνύει το απάνθρωπο πρόσωπο του φασισμού, που, δυστυχώς, ζωντανεύει ξανά!