Ο αποπροσανατολισμός είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της κρίσης που χτυπά την Ελλάδα από το 2010. Τόσο σε πολιτικό και οικονομικό όσο και σε επικοινωνιακό επίπεδο, η συμπαιγνία των κυβερνητικών και «φιλοευρωπαϊκών» κομμάτων με τα κυρίαρχα ΜΜΕ καταφέρνουν με άνεση να στρέψουν το ενδιαφέρον της «κοινής γνώμης», από τις τρομακτικές εθνικές και ατομικές συνέπειες της κρίσης, σε κάθε λογής δευτερεύοντα ζητήματα. Συχνά, μάλιστα, τα ελληνικά ΜΜΕ ευθυγραμμίζονται με τα διεθνή, ώστε να στρέψουν την προσοχή των δυστυχούντων Ελλήνων σε εντελώς άσχετα και ασήμαντα θέματα, όπως το «χαμένο» αεροπλάνο στην Ασία!!!
Ο αποπροσανατολισμός ενισχύεται ιδιαίτερα από την ανούσια αντιπαράθεση της κυβέρνησης με το κόμμα του κ. Τσίπρα, που φιλοδοξεί να βρεθεί σύντομα στην εξουσία. Έτσι, η επίλυση των ζωτικής σημασίας προβλημάτων, που καταστρέφουν όσα έχτισαν οι μεταπολεμικές γενιές με πολύ κόπο, μετατίθεται στην ενδεχόμενη ανάληψη του πρωθυπουργικού θώκου από ένα… «νέο και αδιάφθορο πρόσωπο».
Χαρακτηριστικό είναι το κλίμα που έχει επικρατήσει –με ευθύνη όλων των παραπάνω– λίγες μέρες πριν τις διπλές εκλογές του Μαΐου. Λίγοι ασχολούνται με τις δημοτικές εκλογές, ενώ κανείς δεν μιλά για την τεράστια σημασία των ευρωεκλογών!
Οι… «γερμανικές επαρχίες»
Η πλήρης αδιαφορία για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, όπως η σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου, αλλά και η παντελής απουσία δημόσιας συζήτησης για τις θέσεις των κομμάτων απέναντι στη σημερινή ΕΕ (ένα τεράστιο ζήτημα, υπαρξιακό για την Ελλάδα!), φανερώνει απλά πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου στη χώρα!
Χειρότερα δεν γίνεται!
Εκτός από την αποπροσανατολιστική τακτική που προαναφέραμε, μια λογική εξήγηση του φαινομένου αποτελεί η κοινή πια πεποίθηση, ότι η Ελλάδα και οι υπόλοιπες χώρες – μέλη αποτελούν άτυπα προτεκτοράτα του Βερολίνου, προς το παρόν οικονομικά και πολιτικά! Οι χώρες – μέλη δεν διαθέτουν ανεξάρτητη οικονομική πολιτική, ή εξωτερική τους πολιτική ταυτίζεται υποχρεωτικά με το Βερολίνο, ενώ οι «εθνικές» κυβερνήσεις έχουν λιγότερες εξουσίες από τις ηγεσίες των κρατιδίων της γερμανικής ομοσπονδίας!!!
Έτσι, η απόλυτη πλειοψηφία του πολιτικού συστήματος και των πολιτών, θεωρώντας τα παραπάνω δεδομένα ως φυσιολογικά, δεν βλέπουν κανένα λόγο να ασχοληθούν με τις ευρωεκλογές! Τα κόμματα δεν διαμορφώνουν καν προγράμματα για την περίοδο που θα ξεκινήσει στο Ευρωκοινοβούλιο και φυσικά δεν διαθέτουν κανένα σχέδιο δράσης, που θα έδινε κάποιες ελπίδες για –μικρές έστω– βελτιώσεις του τρομοκρατικού καθεστώτος που επιβλήθηκε σιωπηρά τα τελευταία χρόνια…
«Ευρώπη των λαών»
Για τους τακτικούς αναγνώστες, η αγαπημένη μου φράση! Τρεις απλές λεξούλες, που απεικονίζουν ένα χάσμα απόψεων για την εξέλιξη της «ενωμένης Ευρώπης». Μια αντιπαράθεση που ξεκίνησε έντονα το 1975 και παρέμεινε επίκαιρη μέχρι σήμερα. Από τη μια μεριά όσοι διαβεβαίωναν ότι η ένταξή μας ήταν το κλειδί του Παραδείσου και από την άλλη όσοι εκφράζαμε έντονο σκεπτικισμό. Αξίζει τον κόπο να ανατρέξουμε στις δηλώσεις των βασικών πολιτικών χώρων που υποστήριζαν από την αρχή δύο διαμετρικά αντίθετες απόψεις.
Ο Γ. Ράλλης έλεγε στη Βραδυνή της 15.2.1979: «Η ένταξη εξασφαλίζει στον αγρότη τη βεβαιότητα για την απορρόφηση όλης της παραγωγής του. Με τη δημιουργία μιας μεγάλης ενιαίας αγοράς όπου τα αγροτικά προϊόντα κυκλοφορούν ελεύθερα χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς και δασμούς». Στα επίσημα κείμενα της ΝΔ (Ελευθεροτυπία, 27.5.1979) υπάρχει η διαβεβαίωση: «Οι αγρότες και οι εργάτες είναι οι τάξεις που θα ωφεληθούν περισσότερο από την ένταξη».
Όσο για το αλήστου μνήμης «ΚΚΕ ες.», πάντα υπερθεμάτιζε σε φιλοευρωπαϊσμό: «Μέσα στο σύστημα παρεμβατισμού της ΕΟΚ διαμορφώνονται ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής παραγωγής» (Αυγή, 26.6.1979), ενώ ο «Αριστερός» Λ. Κύρκος κουνούσε το δάχτυλο προς όσους δεν συμφωνούσαν: «Τι άλλο σημαίνει η μη ένταξή μας για τις εξαγωγές μας προς την ΕΟΚ, παρά δυσκολίες και περιορισμούς;»!
Όπως πάντα, η πραγματικότητα έδειξε ποιος είχε δίκιο. Μέχρι την ένταξή μας στην ΕΟΚ, οι εξαγωγές ελληνικών αγροτικών προϊόντων προς τις τότε εννέα χώρες-μέλη ήταν μεγαλύτερες από τις εισαγωγές. Το 1980 ήμασταν κατά 7 περίπου δις. δραχμές πλεονασματικοί, ενώ το 1982 είχαμε ήδη έλλειμμα περίπου 20 δις. δραχμών, το οποίο έκτοτε μεγάλωνε με σταθερούς ρυθμούς! Το 1982 και το 1983 πήραν το δρόμο για τις χωματερές 160.000 τόνοι ροδάκινα και μπήκαν περιορισμοί στην παραγωγή βαμβακιού, βιομηχανικής τομάτας και ζάχαρης!