«Η χελώνα των εθνών»!
Σπουδαία έκφραση, διαχρονικά ταιριαστή με την Κίνα, ακόμη και σήμερα. Αιωνόβια, υπομονετική, παρακάμπτει κάθε εμπόδιο, αργή αλλά και… γρήγορη! Ένα ιδιόμορφο άρμα μάχης, που λες και βαδίζει με σιγουριά κάποιον άγνωστο δρόμο, που η ίδια θεωρεί πεπρωμένο. Η πρώτη εντύπωση του Καζαντζάκη από την Κίνα της δεκαετίας του 1930 υπενθυμίζει γλαφυρά το σημείο εκκίνησής της.
«Μπαίνουμε πιο βαθιά στον κόρφο του Πετσιλή, πιάνουμε στο λιμάνι του Πεκίνου, στο Τσιέν – Τσιν. Χαμόσπιτα ζυμωμένα με τη λάσπη του ποταμού και με τις κοπριές της γελάδας, γυναίκες με μαύρα αντρίκια πανταλόνια, με τεράστια γοφιά, θρονιάζουν απάνω στα χώματα και βυζαίνουν τα μωρά τους κι άλλες με στρεβλωμένα κουτσουρεμένα ποδάρια πηδοκοπούν σαν καρακάξες. Σωροί – σωροί παιδιά κουρελίδικα κι άλλα θεόγυμνα με πρησμένη κοιλιά, ουρλιάζουν στη λάσπη. Άντρες κάθονται κουκουβιστά αράδα μπροστά από τα κατώφλια τους κ΄ εκεί τελούν αμέριμνα, με καμάρια έκφραση, τις φυσιολογικές τους λειτουργίες. Αποχύνονταν από τη στεριά και σε περεχούσε ο αγέρας είχε κάτι το πηχτό κι ακατανόμαστο. Μη νομίσετε, είπε με αδιόρατη κακεντρέχεια, πως είναι εύκολο στις πέντε σας αίστησες να βοσκήσουν την Κίνα. Χρειάζουνται δυνατά νεύρα. Ν΄ αντέχεις στις βρώμες και στις βαριές μυρωδιές και στα φοβερά θεάματα της γύμνιας, της πείνας, της αρρώστιας. Να αντέχεις στην αδικία. Να βλέπεις τους Άσπρους πως ρουφούν το αίμα της Κίνας και να κάνεις τον αδιάφορα και να χαμογελάς. Δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται τρομαχτικιά αντοχή».
Ο συγγραφέας περιγράφει διαρκώς τα εμφανή σημάδια της παρακμής αυτού του ιστορικού και πολιτιστικού κολοσσού. Μα ξέρει καλά να προειδοποιεί:
«Ο Κινέζος είναι ήσυχος, υπομονετικός, πρόθυμος. Μαζεύει κι αποθηκεύει στη καρδιά του όλες τις βρισιές, τους εξευτελισμούς και τις πίκρες. Δε δίνει την καρδιά του. Τον κοιτάζεις και λες: “Δεν κατάλαβε”. Μα αυτός όλα τα βλέπει, όλα τ΄ ακούει και τα καταγράφει στη μνήμη. Σε χρεώνει. Και μια μέρα, σίγουρα, δε θα γλυτώσεις. Ξαφνικά, τα μάτια του θολώνουν και τον πιάνει η λύσσα, είναι το “Τσι”, ή μαύρη μανία. Παιδιά, γυναίκες, άντρες μπορείς να τους δεις ξαφνικά να πέφτουν κάτω και ν΄ αφρίζουν. Οι γυναίκες συχνά πέφτουν λιπόθυμες και ξυλιασμένες ή πιάνουν το μαχαίρι ή μιαν πέτρα ή ένα τέντζερη βραστό νερό και σκοτώνουν τον άντρα τους ή την πεθερά τους. Κάποτε από την υστερική τούτη κρίση τόσο σφιχτά σφίγγεται ο λαιμός τους που δεν μπορούν πια να καταπιούν και πεθαίνουν από την πείνα. Η μαύρη αυτή μανία, το Τσι, κυριεύει κάποτε ομαδικά την κινέζικη μάζα. Και τότε ξεσπούν οι φοβερές σφαγές κ΄οι άσπροι απάνθρωποι αφέντες κιντυνεύουν…
Στις 20 του Μάη του 1920 ξαφνικά το Τσι είχε πιάσει τους Κινέζους. Κόκκινα γράμματα σκέπασαν όλους τους τοίχους του Πεκίνου: “Σκοτώστε τους άσπρους βάρβαρους! Πετάχτε τους στη θάλασσα! Η Κίνα για την Κίνα!” Φλογερά μανιφέστα μοιράστηκαν στο κίτρινο ανθρωπολόι: “Η χριστιανική θρησκεία βρίζει τους θεούς μας, περιφρονεί το Βούδα, εξοργίζει τον ουρανό και τη γης κ΄ οχτώ εκατομμύρια πολεμικά πνεύματα θα κατεβούν να καθαρίσουν την πατρίδα από τους ξένους. Δε θα βρέξει, μάθετέ το, δε θα βρέξει αν δε σφάξουμε όλους τους άσπρους!”
Ξεφρενιασμένοι πήραν τουφέκια, σπαθιά, λοστούς, ραβδιά ότι βρήκαν και χίμησαν στη συνοικία που είναι οι πρεσβείες. Όσοι τους είδαν ομολογούν πως ήταν αφάνταστη η παλληκαριά τους κ΄ η περιφρόνηση του θανάτου. Είχαν τυλιμένα τα κεφάλια τους με κόκκινα μαντήλια όπου ήταν γραμμένη η λέξη “Φου” που θα πει: Ευτυχία. Η δύναμή τους είχε θεριέψει, σκαρφάλωσαν στα δέντρα, πηδούσαν από μεγάλα ύψη, τ΄ αφρισμένα χείλια τους έβγαιναν ακατανόητους χρησμούς. Ένας φανατικός, στην έκστασή του, λιάνισε με το μαχαίρι την κόρη του και την πέταξε κομματάκια στους πιστούς. Τόση ήταν η ψυχική τους ένταση, που όταν οι σφαίρες τους τρυπούσαν την καρδιά, εξακολουθούσαν ακόμα να προχωρούν, κρατώντας το γιαταγάνι τους ή τη σημαία. Τώρα κάθονται σταυροπόδι οι Κινέζοι, καπνίζουν μακάρια με μισοκλεισμένα ματόφυλλα, χασίς, σκύβουν, καλλιεργούν τη γης, κουβαλούν απάνω στις ρικσά τους Άσπρους. Μα θα ρθει σίγουρα μια μέρα που τα άχυρα τούτα θα πάρουν φωτιά κι ο κόσμος θα τυλιχτεί στις φλόγες. Το “Τσι” μπορεί άξαφνα να κυριέψει όχι μονάχα μερικούς κούληδες, παρά και τα 450 εκατομμύρια της Κίνας κι αν τότε αντί ρόπαλα και σκουριασμένα σπαθιά είναι αρματωμένοι με τανκς κι αεροπλάνα και μορφωμένους στρατηγούς, η τύχη του κόσμου θ΄ αλλάξει»!
Μια προφητεία 80 χρόνων!
Γράφει πολλά ο λόγιος της ανυπακοής για την Κίνα του 1930. Μα τίποτε δεν ξεγελά το αισθητήριό του. Ο ξεπεσμένος αυτός γίγαντας δε θα μείνει για πολύ καιρό έτσι:
«Αυτοκρατορία, δημοκρατία, κομμουνισμός: Χάος. Οι στρατηγοί πουλιούνται κι αγοράζονται, μετατοπίζονται από στρατόπεδο σε στρατόπεδο και παίρνουν πίσω τους, πολύχρωμη ουρά, τα πεινασμένα, κουρελιάρικα μπουλούκια. Όποιος δώσει τα πιο πολλά! Γεν γιαπωνέζικα, λίρες εγγλέζικες, δολάρια, ρούβλια. Πατρίδα δεν υπάρχει, μήτε μια ράτσα, μήτε μια γλώσσα, μήτε μια θρησκεία. Πανσπερμία»!
Δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία στην πρόβλεψή του για την Κίνα, ο Καζαντζάκης. Σε 2 – 3 προτάσεις, αυτές που κλείνουν τον επίλογο του βιβλίου του, συγκεντρώνει όλα όσα διαβάζετε σε πολλές χιλιάδες λέξεις των κειμένων μας, επί μιάμιση δεκαετία:
«Αόρατα αγάλματα, σιωπηλή μουσική – να, έλεγα, τα πιο αψηλά άνθη, που μια μέρα θα πετάξει η λασπερή ρίζα του κορμιού. Όταν ο άνθρωπος κατορθώσει πια να ξεθηκαρώσει από το κτήνος.
Βλογημένη να΄ ναι η βρωμερή τούτη Κίνα, η μόνη σήμερα στον κόσμο που μπορεί να σου δώσει από τώρα να μαντέψεις με υπερηφάνεια τη μελλούμενη ανθρωπότητα»!