Στη ζωή δε μπορείς να τα κάνεις όλα. Αναγκαστικά επιλέγεις προτεραιότητες και αφήνεις στην άκρη όσα δεν προκαλούν επαρκώς το ενδιαφέρον σου. Η σχέση μου με τον Καζαντζάκη έπεσε θύμα των πολιτικών μου ενδιαφερόντων, την εποχή της πρώτης νεότητας. «Ένα τόσο μεγάλο κεφάλαιο, δε μπορείς να το ξεπετάξεις επιπόλαια», είχα σκεφτεί, και όλο καθυστερούσα την «εξερεύνηση», όμοια με τα βιβλία του Κόντογλου, που με περιμένουν υπομονετικά! Αυτά, βέβαια, τα κρατώ ως «χρυσή ευκαιρία» για στιγμές χαλάρωσης, όταν οι κοσμογονικές αλλαγές το επιτρέψουν, πράγμα απίθανο…
Ξαναδιάβασα πρόσφατα το περίφημο «Ιαπωνία – Κίνα», απ΄ τη σειρά «Ταξιδεύοντας» του Καζαντζάκη. Γι΄ άλλη μια φορά διαπίστωσα ότι η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι σαν τις περιηγητικές εντυπώσεις. Ο καθένας βλέπει λίγα ίδια και πολλά διαφορετικά. Επίσης, ακόμα και το ίδιο πρόσωπο διαβάζει διαφορετικά ένα βιβλίο, ανάλογα με την ηλικία που βρίσκεται, την συναισθηματική του κατάσταση, αλλά και τις ειδικές γνώσεις του επί του βασικού θέματος…
«Κατηγορώ» για τη Δύση!
Μετά από ταξίδι ενός μήνα, το υπερωκεάνιο έφερε τον Έλληνα στοχαστή στις γιαπωνέζικες θάλασσες. Δε βρέθηκε εκεί ως απολίτιστος δυτικός τουρίστας, αλλά ως προσκυνητής σ΄ έναν ακόμη τόπο μαρτυρίου, σε μιαν ακόμη γωνιά της γης που γνώρισε καλά το δυτικό σπαθί, τον «πολιτισμό» της Ιεράς Εξέτασης και το θάνατο της αθωότητας απ τα καθολικά ευαγγέλια του μίσους:
«Έτρεξαν αχόρταγοι ολούθε οι τυχοδιώκτες. Έτρεξαν οι μισιονάριοι με τις θρησκευτικές πραμάτειες τους. Ο πράος άγιος Φραγκίσκος Ξαβιέ, πήγε πρώτος και σε όλη του τη ζωή η καινούργια τούτη χώρα ήταν, καθώς έλεγε, η μεγάλη παρηγοριά της καρδιάς του. Οι γιαπωνέζοι, έλεγε ακόμα, είναι ο πιο ενάρετος κι ο πιο τίμιος λαός του κόσμου. Είναι αγαθοί, απονήρευτοι και θέτουν την τιμή απάνω από όλα τα αγαθά του ανθρώπου.
Ύστερα από λίγα χρόνια, εκκλησίες χτίστηκαν, πολλές χιλιάδες γιαπωνέζοι βαφτίστηκαν, λαός κι αριστοκράτες προσκύνησαν το νέο Βούδα, το Χριστό. Όμως μαζί με το χριστιανισμό οι Ευρωπαίοι έφεραν στην παρθένα χώρα και τα τουφέκια, τη σύφιλη, τον καπνό και το εμπόριο των σκλάβων. Άρχισε να ρίχνει τις ρίζες του ο δυτικός πολιτισμός. Έμποροι χωρίς συνείδηση, Φράγκοι πειρατές γυναικαρπάχτρες και μέθυσοι, χιλιάδες γιαπωνέζοι σωριάζονταν στις γαλέρες και πουλιούνταν στα μακρινά παζάρια σκλάβοι. Κι ακόμα το φοβερότερο, τούτο: οι γιαπωνέζοι χριστιανοί ως πλήθυναν, ξέχασαν την ανεξιθρησκεία και τη γλύκα της ράτσας τους κι άρχισαν τους διωγμούς. Έκαιγαν βουδικά μοναστήρια και έβραζαν στα καζάνια όσους ντόπιους δεν ήθελαν να βαφτιστούν. Ωσότου πια δεν βάσταξαν οι γιαπωνέζοι και μια μέρα του 1683 – ας είναι βλογημένη! – φοβερή σφαγή καθάρισε το γιαπωνέζικο έδαφος από τους χριστιανούς και τους Ευρωπαίους»!
Η γιαπωνέζικη αντίσταση κράτησε αρκετά. Όμως, ένα νέο τέρας είχε ξεπηδήσει, που κονταροχτυπιόνταν ήδη με το βρετανικό θηρίο:
«Δυο αιώνες έμειναν κλειστά τα λιμάνια στους άσπρους βάρβαρους. Μα ένα πρωί, να και ξεπροβαίνει, το καλοκαίρι του 1853, ο αμερικάνος ναύαρχος Πέρρυ στα γιαπωνέζικα νερά. Κρατούσε μέσα σ΄ ένα χρυσό κουτί ένα τελεσίγραφο και ζητούσε να ανοιχτούν τα γιαπωνέζικα λιμάνια στα αμερικανικά καράβια. Ο ναύαρχος άφησε το χρυσό κουτί με το γράμμα στους ντόπιους ηγεμόνες, τους σαμουράι, κ΄ είπε πως θα γυρίσει του χρόνου να πάρει απάντηση.
Μεγάλη ταραχή στην Ιαπωνία! Όχι! Να μην αφήσουμε τους βάρβαρους να ξαναμολέψουν το ιερό χώμα μας! Όλοι οι πρόγονοι τινάχτηκαν από τη γη και φώναζαν. Μα τον άλλο χρόνο ξανάρθε ο ναύαρχος με τα πολεμικά του: έριξε μερικές κανονιές κ΄ οι γιαπωνέζοι κατάλαβαν. Σωτηρία δεν υπάρχει. Πώς να τα βάλουν με τους άσπρους τούτους δαίμονες; Έχουν σιδερένια καράβια, έχουν κανόνια, προχωρούν χωρίς πανιά στον άνεμο με δαιμονικές μηχανές, όλες οι δυνάμεις του κακού είναι μαζί τους. Σωτηρία δεν υπάρχει. Άνοιξαν τα λιμάνια. Και τότε πια παρουσιάστηκε στα γοητεμένα μάτια των άσπρων το εξαίσιο θέαμα: Δάση ανθισμένες κερασιές την άνοιξη, χιλιόμετρα χρυσάνθεμα το χινόπωρο, γλυκές μικρόσωμες γυναίκες, μεταξωτά, βεντάλιες, αλλόκοτοι ναοί, αγάλματα και ζωγραφιές, ένας απροσδόκητος κόσμος όλο χαρά και χάρη»!