Μία διάλεξη οδοιπορικό στην τραγωδία της πόλης των Βουρλών το 1922 διοργανώνει το Νομικό Πρόσωπο ΠΕΑΠ σε συνεργασία με τον Σύλλογο Μικρασιατών Πεύκης-Λυκόβρυσης και την Ένωση Βουρλιωτών Μικράς Ασίας την Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017 και ώρα 19:00, στην αίθουσα εκδηλώσεων «Μανόλης Αναγνωστάκης» στην Πεύκη.
Η εκδήλωση με τίτλο «Τα Βουρλά της καρδιάς μας» συνδιοργανώνεται υπό την αιγίδα του Δήμου Λυκόβρυσης – Πεύκης, ενώ κεντρικός ομιλητής θα είναιο φιλόλογος Θοδωρής Κοντάρας.
Στόχος της εκδήλωσης είναι η διατήρηση της συλλογικής μνήμης αλλά και η απόδοση φόρου τιμής στην τραγωδία της πόλης των Βουρλών μετά τις βιαιοπραγίες και την πυρπόλησή της από τους Τούρκους που εισέβαλαν στα Βουρλά στις 29 Αυγούστου 1922.
Τα Βουρλά βρίσκονται 38 χλμ. δυτικά από τη Σμύρνη και είναι ο τόπος γέννησης του Έλληνα νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη.
Η τραγωδία στα Βουρλά
Όπως αναφέρει η Ένωση Βουρλιωτών Μικράς Ασίας: «Στις 29 Αυγούστου 1922 μπήκαν οι πρώτοι Τσέτες στα Βουρλά κι άρχισαν τις σφαγές και τις βιαιοπραγίες. Οι Βουρλιώτες υπερασπίστηκαν με αυτοθυσία την πόλη τους. Ξημερώματα του Σαββάτου 3 Σεπτεμβρίου 1922 τα Βουρλά παραδόθηκαν στις φλόγες. Με την επέκταση της πυρκαγιάς οι Βουρλιώτες βγήκαν απ’ τα σπίτια τους, που τα είχαν μετατρέψει σε φρούρια, για να μην καούν και έτσι έγιναν εύκολη βορά στα χέρια των βαρβάρων. Όσοι πρόλαβαν να ξεφύγουν κατευθύνθηκαν προς τη Σμύρνη. Την τρίτη μέρα από την εισβολή οι Τούρκοι στρατιώτες συγκέντρωσαν στα «τέλια του Μουσελέ», στη νότια ανατολική έξοδο της τουρκικής συνοικίας των Βουρλών, όλους τους άντρες από 18-60 ετών με στόχο την εξόντωσή τους. Ήταν περίπου 11.000 ψυχές, από τους οποίους ελάχιστοι σώθηκαν. Ο ακριβής αριθμός όσων μαρτύρησαν εκείνες τις μέρες στο κολαστήριο αυτό είναι άγνωστος, πρόκειται όμως για πολλές χιλιάδες ψυχές. Τους έσφαζαν κυριολεκτικά «σαν αρνιά», αφού προηγούμενα τους βασάνιζαν άγρια, τους έβγαζαν τα μάτια, τους ακρωτηρίαζαν τα μέλη και τους άφηναν να πνιγούν στο αίμα τους. Πολλούς απ’ αυτούς τους οδήγησαν προς στο εσωτερικό της Μ. Ασίας για να τους εξοντώσουν με τις κακουχίες. Απ’ το άγριο εκείνο στρατόπεδο και από την εξορία στην Ανατολή σώθηκαν μόλις 1.000 περίπου Βουρλιώτες, οι οποίοι δραπέτευσαν στη διάρκεια της πορείας και κατέφυγαν στη Σμύρνη και από εκεί στην Ελλάδα. Από τους υπόλοιπους που οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας (10.000) σώθηκαν περίπου 2.000 που αργότερα μεταφέρθηκαν και αυτοί στην Ελλάδα».
Μιλώντας για την εκδήλωση, ο δήμαρχος Λυκόβρυσης – Πεύκης, Τάσος Μαυρίδης, ο οποίος έχει επίσης καταγωγή από τη Μικρά Ασία, επισημαίνει: «Η ιστορική μας μνήμη γίνεται η αιτία για να αποδώσουμε φόρο τιμής και ταυτόχρονα γίνεται η εσωτερική μας δύναμη για να παλέψουμε στη δύσκολη οικονομική συγκυρία που ταλανίζει τη χώρα αρκετά χρόνια. Πώς μπορούμε εμείς να μην προσπαθήσουμε με ‘περίσια’ ψυχή ατενίζοντας τα πάθη και τους αγώνες των παππούδων και των γιαγιάδων μας; Γιατί όπως αναφέρει και η Διδώ Σωτηρίου στο μυθιστόρημά της: ‘Οι νεκροί περιμένουν’: ‘Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι {…} με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Πού να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; τί να σκεφτούν; τί να ξεχάσουν; τί να πράξουν; πού να δουλέψουν; πώς να ζήσουν; Τρέμαν ακόμα απ’ το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ’ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ’ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές’…».