Έρευνα – Κείμενο: Γιώργος Πάλλης, Επίκουρος καθηγητής ΕΚΠΑ.
Tο μόνο περίοπτο μνημείο των αρχαίων χρόνων που είχε σωθεί στο Μαρούσι και δέσποζε επί αιώνες στις πεδινές εκτάσεις του, απέναντι από τα σημερινά εκπαιδευτήρια Δούκα, ήταν ο μεγάλος τύμβος που είχε πάρει από τους ντόπιους το όνομα «Σωρός» (γήλοφος από τεχνητά συσσωρευμένο χώμα). Παρόλο που το όνομά του έχουν σήμερα μια ολόκληρη συνοικία και ένας κεντρικός δρόμος, από τον ίδιο τον «Σωρό» υφίστανται πλέον ελάχιστα και απρόσιτα κατάλοιπα, καθώς επάνω του υψώνεται από το 1984 μια κατοικία.
Πέντε ανασκαφικές έρευνες, από το 1890 μέχρι το 2009, δεν πέτυχαν να εντοπίσουν στοιχεία ικανά να θεμελιώσουν την ανάγκη διατήρησης του τύμβου, παρόλο που καμία δεν έθεσε σε αμφισβήτηση την αρχαιότητά του. Στο παρόν κείμενο θα παρακολουθήσουμε το χρονικό των ανασκαφών του «Σωρού» από τον 19ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας, μέσα από δημοσιεύματα της αρχαιολογικής βιβλιογραφίας αλλά και από ανέκδοτα τεκμήρια που πρόσφατα εντοπίσαμε στο Εθνικό Αρχείο Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού. Το χρονικό αυτό εμπεριέχει και την πορεία της σταδιακής καταστροφής του μνημείου, μέχρι την πλήρη σχεδόν εξαφάνισή του.
Οι πρώτες πληροφορίες για τον «Σωρό»
Τον μεγάλο αρχαίο τύμβο στα νότια του Αμαρουσίου παρατήρησε πρώτος το 1805 ο Άγγλος περιηγητής Edward Dodwell, βαδίζοντας από το Μαρούσι προς τη μονή του Θεολόγου στον Υμηττό, και τον χαρακτήρισε ως «large tumulus» (μεγάλο τύμβο), χωρίς άλλα σχόλια και δίχως αναφορά στο όνομα «Σωρός» (A Classical and Topographical Tour Through Greece, During the Years 1801, 1805, and 1806, τ. 1, Λονδίνο 1819, σελ. 523).
Επτά δεκαετίες αργότερα, το 1879, ο τύμβος χαρτογραφήθηκε από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, στο φύλλο V του αρχαιολογικού χάρτη της Αττικής που εκδόθηκε υπό τον τίτλο Karten von Attika. Eκεί ο «Σωρός» σημειώνεται ως αρχαίο μνημείο και προσδιορίζεται ως «grosser Grabhügel» (μεγάλος τύμβος), για να διακριθεί από τους άλλους, μικρότερους αρχαίους τύμβους που παρατηρούνταν κατά τόπους στην ευρύτερη περιοχή, οι οποίοι έχουν πλέον εξαφανιστεί.
Σημειώνεται ότι ο ίδιος χάρτης αποτυπώνει το οδικό δίκτυο της πεδινής και αδόμητης τότε περιοχής του «Σωρού», το οποίο αποτελούσαν δύο δρόμοι, οι σημερινές οδοί Σωρού και Μεσογείων, στη συμβολή των οποίων βρισκόταν ο τύμβος. Οι δρόμοι αυτοί χρησιμοποιούνται αδιάκοπα από την αρχαιότητα, στην ίδια χάραξη, όπως αποδεικνύουν οι αρχαίοι τάφοι που έχουν κατά καιρούς βρεθεί κατά μήκος τους.
Η πρώτη ανασκαφή του Βαλέριου Στάη το 1890
Το 1889 η Γενική Εφορεία των Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Παιδείας αποφάσισε τη διενέργεια ανασκαφών στους τύμβους και τα νεκροταφεία που υπήρχαν διάσπαρτα στην Αττική. Οι έρευνες άρχισαν από τον τύμβο της Βελανιδέζας στην περιοχή των Σπάτων. Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 1890, άρχισε η ανασκαφή του «Σωρού» στο Μαρούσι, υπό τη διεύθυνση ενός σημαντικού αρχαιολόγου της εποχής, του Βαλέριου Στάη, τότε εφόρου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Η έναρξη της ανασκαφής αναγγέλθηκε στο Αρχαιολογικόν Δελτίον (τ. Ε’, 1889-91, σελ. 87), στο οποίο, ένα μήνα μετά, σημειώθηκε ότι η έρευνα δεν είχε ακόμη κανένα αποτέλεσμα (στο ίδιο, σελ. 100). Τον Αύγουστο η ανασκαφή διακόπηκε, αφού «εις ουδέν ήγαγεν αποτέλεσμα» (στο ίδιο, σελ. 113). Σημειώνεται μόνον ότι στο κέντρο του τύμβου βρέθηκε «αρχαίο τείχος, όπερ ίσως είνε μέρος τετραγώνου τάφου».
Σημειώνεται ότι το 1927, ο φιλόλογος Χρήστος Ηλιόπουλος, πρόεδρος του Συνδέσμου των Αθμονέων και για ένα διάστημα έκτακτος επιμελητής αρχαιοτήτων, ισχυριζόταν σε σημείωμά του στην τοπική εφημερίδα «Κηφισσιά» (αρ.φ. 134, 25-12-1927) ότι είχαν προηγηθεί άλλες έρευνες πριν από εκείνη του Στάη, από τους Κυριακό Πιττάκη και Δημήτριο Φίλιο, κάνοντας μάλιστα λόγο για ευρήματα – «λίγα οστά» και «ελάχιστα κτερίσματα». Κάτι τέτοιο όμως δεν μαρτυρείται σε καμία γραπτή πηγή, ούτε και στο αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Η συνέχιση της ανασκαφής το 1896
Έξι χρόνια αργότερα, η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία ανέλαβε τη συνέχιση της ανασκαφής, με επικεφαλής τον Βαλέριο Στάη και υπό την εποπτεία του Παναγιώτη Καββαδία, Γενικού Εφόρου Αρχαιοτήτων και Γενικού Γραμματέα της Εταιρείας. Οι νέες εργασίες, που διήρκεσαν από τις 15 Οκτωβρίου ως τις 14 Νοεμβρίου του 1896 και κόστισαν 966 δραχμές, παρουσιάστηκαν αναλυτικά στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας του 1896 (σελ. 23-25).
Ο «Σωρός» είχε τότε διάμετρο 46 μέτρων και ύψος 8 – οι ανασκαφείς τον χαρακτηρίζουν ως «παμμέγιστον». Για τις ανάγκες της έρευνας, σκάφτηκε μια ευρύτατη τομή πλάτους 10 μέτρων, με κατεύθυνση ανατολής – δύσης, η οποία διήλθε από το κέντρο του τύμβου. Ακριβώς στο σημείο αυτό, βρέθηκε θεμελιωμένη στον φυσικό βράχο μια κατασκευή από ορθογώνιους λίθους, διαστάσεων 2,60 Χ 2,20 μ. Σύμφωνα με τους ανασκαφείς, επρόκειτο για ένα βάθρο το οποίο υψωνόταν μέχρι την κορυφή του τύμβου, για να στηρίξει εκεί κάποιο λίθινο μνημείο -άγαλμα ή στήλη- το οποίο δεν διασώθηκε. Λίθοι από τα διαλυμένα, ανώτερα τμήματα του βάθρου, βρέθηκαν πεσμένοι μέσα στο χώμα του τύμβου.
Η ανασκαφή δεν αποκάλυψε άλλα ευρήματα. Παρόλο που έγινε σαφές ότι ο τύμβος ήταν ταφικός, δεν εντοπίστηκε κανένα ίχνος ταφής. Το μόνο που διαπιστώθηκε ήταν ο τρόπος κατασκευής του «Σωρού». Η συσσώρευση του χώματος γινόταν συστηματικά και με επιμέλεια, και ανά διαστήματα το υλικό στερεοποιούνταν με στρώσεις πηλού πάχους 30 εκατοστών. Οι ανασκαφείς δεν εξέφρασαν κάποια άποψη για τη χρονολόγηση του τύμβου, αλλά τον συνέδεσαν με εκείνον της Αγίας Τριάδας στον Κεραμεικό, τον οποίο απέδιδαν στον 5ο αιώνα π.Χ.
Με το τέλος της ανασκαφής του 1896, ο «Σωρός» δεν αποκαταστάθηκε στην προηγούμενη μορφή του. Η μεγάλη, πλάτους 10 μέτρων τομή που τον «έκοψε» στη μέση, αφέθηκε ανοικτή, με αποτέλεσμα να αρχίσει η πτώση των τοιχωμάτων της και η όλη κατασκευή να χάσει σημαντικό μέρος της συνοχής και του ύψους της. Δυστυχώς, η ανασκαφή αυτή αποτέλεσε την αφετηρία της καταστροφής του μνημείου.

Η νέα ανασκαφή του 1927
Τριάντα χρόνια αργότερα, ο «Σωρός» επανήλθε ξαφνικά στην τοπική και αρχαιολογική επικαιρότητα. Στις 18 Δεκεμβρίου 1927, η εφημερίδα «Κηφισσιά» (αρ.φ. 133) κατήγγειλε ότι ο αρχαίος τύμβος «πωληθείς ήρξατο καταστρεφόμενος». Ακολούθησε κύμα διαμαρτυριών όπου πρωτοστατούσε ο Χρήστος Ηλιόπουλος, ο οποίος κινητοποίησε την Κοινότητα Αμαρουσίου και την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ο Σπύρος Κωστόπουλος, νέος ιδιοκτήτης του ακινήτου όπου βρισκόταν ο «Σωρός», επιθυμούσε να κτίσει κατοικία και είχε αρχίσει τις πρώτες χωματουργικές εργασίες.
Η σχετική διοικητική αλληλογραφία που σώζεται στο Εθνικό Αρχείο Μνημείων, μας πληροφορεί ότι συγχρόνως η Κοινότητα Αμαρουσίου ήρθε σε αντιπαράθεση με τον νέο κάτοχο του ακινήτου, αμφισβητώντας το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Σε έγγραφο του προέδρου της Κοινότητας Δημητρίου Μόσχα, ο τύμβος χαρακτηριζόταν ως ιδιοκτησία της, «εξ αμνημονεύτων χρόνων», ενώ καταγγελλόταν η καταστροφή ενός παραπήγματος που είχε η ίδια τοποθετήσει στην κορυφή του Σωρού, για τους αγροφύλακες που επιτηρούσαν τις γύρω καλλιέργειες.
Το Υπουργείο Παιδείας (όπου υπαγόταν τότε η Αρχαιολογική Υπηρεσία) αποφάσισε να διενεργηθεί νέα ανασκαφή στον «Σωρό», την οποία ανέλαβε ο έφορος αρχαιοτήτων Νικόλαος Κυπαρίσσης, με δαπάνες του Κωστόπουλου. Σύμφωνα με την αρχική αναφορά που υπέβαλε ο πρώτος στο Υπουργείο στις 30 Δεκεμβρίου 1927, πραγματοποίησε «πλείστες» τομές γύρω από τον λόφο, κατά τις οποίες δεν βρήκε απολύτως τίποτε. Σημειώνει δε ότι ο τύμβος δεν υφίσταται πλέον κατά τα 3/5, εξαιτίας της παλαιότερης ανασκαφής του Στάη. Μετά το πέρας της δικής του έρευνας, ο Κυπαρίσσης έδωσε το ελεύθερο στον Κωστόπουλο να συνεχίσει τις εργασίες στο ακίνητό του.
Ακολούθησε αναλυτικότερη έκθεση του ίδιου αρχαιολόγου στις 4 Φεβρουαρίου του 1928. Εκεί επανέλαβε ότι η έρευνα στο εσωτερικό του «Σωρού» δεν απέδωσε κανένα εύρημα. Σε βάθος μόλις μισού μέτρου, η σκαπάνη συναντούσε τον φυσικό βράχο. Αντιθέτως, δίπλα στον τύμβο βρέθηκαν λαξευμένες επί του φυσικού βράχου αμαξοτροχιές, αυλακώσεις δηλαδή στις οποίες κινούνταν οι τροχοί των αρχαίων αρμάτων, σε απόσταση 1,45 μέτρων μεταξύ τους. Ο ανασκαφέας τις χρονολόγησε στον 5ο αιώνα π.Χ. και τις συνέδεσε με τις άμαξες που μετέφεραν μάρμαρα από την Πεντέλη στην Αθήνα.
Ο Κυπαρίσσης επισήμανε στη δεύτερη έκθεσή του ότι ο τύμβος είχε συληθεί στο παρελθόν από τυμβωρύχους, το έργο των οποίων συμπλήρωσαν οι προ τριακονταετίας ανασκαφές. Κατά τον ίδιο, το μνημείο είχε χάσει πλέον το σχήμα και την αισθητική αξία του, ενώ η αρχαιολογική του σημασία ήταν πια μόνον θεωρητική.
Ο ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος, διευθυντής τότε της Υπηρεσίας Αναστηλώσεως Αρχαίων Μνημείων, πραγματοποίησε αυτοψία στον χώρο και υπέβαλε σχετική αναφορά στις 20 Ιανουαρίου του 1928. Ο Ορλάνδος εξέτασε τις ανοικτές τομές του 1890 και 1896 και παρατήρησε στα νότια κράσπεδα του τύμβου μεγάλους κυβόλιθους που είχαν αποσπαστεί από το εσωτερικό του. Δύο όμοιοι ήταν ορατοί στο κέντρο του· επρόκειτο για το βάθρο που είχε βρεθεί το 1896. Η υπόδειξη του Ορλάνδου ήταν να προχωρήσει η ανασκαφή βαθύτερα από το επίπεδο του εδάφους, τουλάχιστον κατά 3 μέτρα, με την προσδοκία να βρεθεί ο τάφος που θα κάλυπτε ο τύμβος. Εντούτοις, η ανασκαφή του Κυπαρίσση προσέκρουε παντού στον φυσικό βράχο.
Εντέλει, στις 21 Φεβρουαρίου 1928, ο Ορλάνδος ενημέρωσε εγγράφως την Κοινότητα Αμαρουσίου ότι ο «συλληθείς και κατασκαφείς» τύμβος κρίθηκε ότι απλώς χρήζει διατήρησης και δεν επρόκειτο να κηρυχθεί ως αρχαιολογικός χώρος, ούτε να απαλλοτριωθεί από το κράτος. Στην απόφαση αυτή είχε καταλήξει το ανώτερο γνωμοδοτικό όργανο της Υπηρεσίας, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, κατόπιν των νέων ανασκαφικών δεδομένων.
Μετά την απόφαση αυτή, ο Κωστόπουλος συνέχισε εργασίες στον χώρο, αλλά δεν έκτισε τελικά την κατοικία που σχεδίαζε. Οι επεμβάσεις του φαίνεται όμως ότι ήταν ευρείας κλίμακας, αν λάβουμε υπ’ όψιν ένα δημοσίευμα της «Κηφισσιάς» του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους (αρ.φ. 172, 16-9-1928), σύμφωνα με το οποίο τμήμα του τύμβου αποκολλήθηκε και τραυμάτισε δύο εργάτες που αφαιρούσαν χώματα.
Η οικοδόμηση επί του τύμβου το 1984 και η νέα έρευνα
Μετά τις εξελίξεις του 1927-1928, ο «Σωρός» απέμεινε με ανοικτές τις παλαιές και τις νέες ανασκαφικές τομές, κατά τις οποίες είχε αφαιρεθεί μεγάλο μέρος του υλικού του και είχαν αλλοιωθεί δραστικά οι διαστάσεις του, και με τις άγνωστης έκτασης επεμβάσεις του Κωστόπουλου. Επρόκειτο πλέον για ένα μνημείο κατεστραμμένο μεν σε μεγάλο βαθμό, αλλά ακόμα υφιστάμενο. Είναι άγνωστο αν η μόνη γνωστή φωτογραφία του, που δημοσιεύθηκε στον Οδηγό της Κοινότητος του Αμαρουσίου του 1928, λήφθηκε πριν ή μετά την ανασκαφή του Κυπαρίσση και τις επεμβάσεις του Κωστόπουλου, αν και φαίνεται πιθανότερο να είναι παλαιότερη.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το ακίνητο όπου βρισκόταν ο τύμβος άλλαξε ιδιοκτήτες, ενώ η ευρύτερη περιοχή άρχισε να αλλάζει χαρακτήρα, με τους ελαιώνες και τις καλλιέργειες να δίνουν σιγά-σιγά τη θέση τους σε σπίτια και άλλες οικοδομές. Το 1977, όταν στην περιοχή του «Σωρού» σχηματιζόταν πλέον μια νέα συνοικία, η Αρχαιολογική Υπηρεσία ζήτησε την εξαίρεση του οικοπέδου με το μνημείο από τη σχεδιαζόμενη επέκταση του σχεδίου πόλης, αλλά δεν προχώρησε σε καμία άλλη ενέργεια για την προστασία του.
Το 1984, ο νέος ιδιοκτήτης άρχισε να κτίζει μεγάλη κατοικία επί των καταλοίπων του τύμβου, με άδεια του Πολεοδομικού Γραφείου του Δήμου Αμαρουσίου. Αιφνιδιασμένη από την πράξη αυτή, η Αρχαιολογική Υπηρεσία επέβαλε τη διακοπή των εργασιών, ενώ το γεγονός προκάλεσε την κατακραυγή όσων ενδιαφέρονταν για την πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής. Στις αντιδράσεις πρωτοστάτησε τότε η εφημερίδα ΑΜΑΡΥΣΙΑ, με τη μαχητική αρθρογραφία της Θέμιδος Μαυραντή.
Ακολούθησε μια ακόμα, σύντομη έρευνα, από την Β’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι μόνον τμήματα από τα ανατολικά και δυτικά πρανή του τύμβου έμεναν ανέπαφα. Και πάλι δεν υπήρξε κανένα εύρημα, πλην δύο μετακινημένων λίθων από το βάθρο που υπήρχε στο κέντρο του «Σωρού». Το 1986 το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο επέτρεψε τη συνέχιση των οικοδομικών εργασιών. Κατά της απόφασης αυτής προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ο Δήμος Αμαρουσίου, αλλά η προσφυγή του απορρίφθηκε το επόμενο έτος και η οικοδομή ολοκληρώθηκε.
Η τελική ανασκαφή του 2009
Παρά την ολοκλήρωση της οικοδόμησης της κατοικίας επί των καταλοίπων του τύμβου, η Εφορεία επέμεινε στην αναγκαιότητα κήρυξης του χώρου ως αρχαιολογικού και προχώρησε στη σχετική πρόταση το 2009. Για την τεκμηρίωσή της αποφασίστηκε η διενέργεια νέας έρευνας στο ακίνητο, η οποία πραγματοποιήθηκε το ίδιο έτος. Ανοίχτηκαν 27 τομές σε όλη την έκτασή του, 10 από τις οποίες επεκτάθηκαν στα διατηρούμενα πρανή του τύμβου. Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση στον τόμο 65 του 2010 του Αρχαιολογικού Δελτίου (σελ. 211-212), σε όλες εντοπίστηκε ο φυσικός βράχος και δεν υπήρξαν ευρήματα οποιουδήποτε είδους. Από τον τύμβο διαπιστώθηκε ότι σώζονται μέρη σε ύψος 1-2,5 μέτρων στο νότιο και δυτικό τμήμα και 2,5-4 στο νοτιοανατολικό. Το κέντρο του, με τα κατάλοιπα του βάθρου, έχει καταληφθεί από τη σύγχρονη κατοικία.
Η έρευνα αυτή αποτέλεσε τον επίλογο στην ιστορία του «Σωρού». Με βάση τα πορίσματά της, κρίθηκε από τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Πολιτισμού ότι δεν συντρέχουν λόγοι κήρυξης του χώρου ως αρχαιολογικού. Ό,τι απομένει πια από τον αρχαίο τύμβο, θα παραμείνει καλυμμένο από τη σύγχρονη κατοικία που κτίστηκε επάνω του και απρόσιτο. Η ισχύουσα αρχαιολογική πρακτική και νομοθεσία, απαιτούν σταθερά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και κινητά ευρήματα προκειμένου να κηρυχθεί ένας χώρος αρχαιολογικός. Ο «Σωρός» δεν διέθετε επαρκή στοιχεία τέτοιου είδους, πλην του κατεστραμμένου βάθρου στο κέντρο του.
Τί ήταν εντέλει ο «Σωρός»;
Από τα παραπάνω προκύπτει το εύλογο ερώτημα, τί ήταν εντέλει ο «Σωρός»; Τί εξυπηρετούσε αυτός ο μεγάλος και επιμελώς κατασκευασμένος τεχνητός γήλοφος, όμοιος καθ’ όλα με πολλούς άλλους ταφικούς τύμβους της αρχαίας Αττικής, ο οποίος όμως δεν κάλυπτε -όσο τουλάχιστον αποδείχτηκε- κανέναν τάφο;
Ο Σωρός ήταν πράγματι ένας πολύ μεγάλων διαστάσεων τύμβος – το ύψος των 8 μέτρων στο οποίο διατηρούνταν ως το 1890, σημαίνει ότι αρχικά θα ήταν ψηλότερος. Η ομοιότητά του με τους ταφικούς τύμβους της Αττικής και το γεγονός ότι έφερε στην κορυφή του ένα μνημείο -άγαλμα ή στήλη- επιβεβαιώνουν τον ταφικό του χαρακτήρα, τον οποίο αποδέχτηκαν όλοι οι σημαίνοντες αρχαιολόγοι που ασχολήθηκαν μαζί του. Η μη εύρεση όμως τάφων, οστών και οποιουδήποτε άλλου σχετικού αντικειμένου στις επανειλημμένες ανασκαφές του, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για κενοτάφιο, ενώ οι μνημειακές του διαστάσεις υποδεικνύουν ότι μάλλον θα είχε δημόσιο και όχι ιδιωτικό χαρακτήρα.
Όσον αφορά τον χρόνο κατασκευής του, οι πρώτοι ανασκαφείς υπονόησαν, όπως σημειώθηκε, τον 5ο αιώνα π.Χ. Πιο πρόσφατα, το 1996, η Γερμανίδα αρχαιολόγος Andrea Mersch υποστήριξε ότι ο «Σωρός» χρονολογείται στον 7ο αιώνα π.Χ. (Studien zur Siedlungsgeschichte Attikas von 950 bis 400 v. Chr., Frankfurt am Main 1996, 102-103). Την άποψή της ακολουθεί ο σύγχρονος μελετητής των τύμβων της Αττικής Ορέστης Γουλάκος, στη διδακτορική διατριβή που εκπόνησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Αττικοί τύμβοι των πρώιμων ιστορικών χρόνων, Αθήνα 2015). Το βασικό κριτήριο γι’ αυτή τη χρονολόγηση, είναι οι μνημειακές διαστάσεις της κατασκευής: σύμφωνα με τον Γουλάκο, ο «Σωρός», ο λεγόμενος «τύμβος της Ασπασίας» κοντά στον Πειραιά και ο τύμβος των πεσόντων Αθηναίων στον Μαραθώνα, ήταν οι τρεις μεγαλύτεροι σε όλη την Αττική.
Πρόκειται λοιπόν, εφόσον ευσταθεί αυτή η χρονολόγηση, για έναν τύμβο πολύ παλαιότερο της σύστασης του αρχαίου δήμου των Αθμονέων, ο οποίος εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Δεν αποτελούσε, επομένως, δημοτικό έργο. Ποιός και γιατί ανέλαβε την κατασκευή του, θα παραμείνει μάλλον άγνωστο. Ο «Σωρός» θα κρατήσει για πάντα κρυμμένες τις απαντήσεις στα πολλά ερωτήματα που συνοδεύουν την ιστορία του.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο φιλόλογος Χρήστος Ηλιόπουλος -ο οποίος εργάστηκε με ενθουσιασμό για την προστασία των μνημείων της περιοχής κατά τον μεσοπόλεμο- επινόησε με ρομαντισμό και φαντασία τη θεωρία ότι ο «Σωρός» ήταν ένα μνημείο σχετικό με τη μυθική σύγκρουση του Θησέα με τους σφετεριστές του θρόνου του, τους Παλλαντίδες, που έλαβε χώρα στο απώτατο μυθολογικό παρελθόν της Αττικής. Θα ήταν περιττό να σημειώσουμε ότι πρόκειται για μια εντελώς αυθαίρετη και αστήρικτη ερμηνεία, αλλά το κάνουμε διότι το αφήγημα αυτό αναπαράγεται ακόμη σε διάφορες, αμφίβολης εγκυρότητας ιστοσελίδες, από αυτοαποκαλούμενους «ιστορικούς ερευνητές».
Σε κάθε περίπτωση, αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, ο «Σωρός» θα ήταν σήμερα ένα επισκέψιμο μνημείο, χρήσιμο στην επιστήμη και με σημασία για όλη την Αττική. Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι το 2019, στην πράξη ολοκλήρωσης της ένταξής της στο σχέδιο πόλης, η περιοχή του ονομάζεται επίσημα «Κάτω Σωρός – Τύμβος – Μαρμαράδικα», ενώ ο ίδιος ο τύμβος δεν υπάρχει πλέον. Την πιο μεγάλη ευθύνη για την καταστροφή του φέρουν δυστυχώς οι πρώτοι αρχαιολόγοι που τον ανέσκαψαν με τις μεθόδους του προπερασμένου αιώνα και ουσιαστικά τον διέλυσαν, χωρίς να μεριμνήσουν για τη μετέπειτα τύχη του. Στη συνέχεια, στη σταδιακή εξαφάνισή των καταλοίπων του συμμετείχαν οι κατά καιρούς ιδιοκτήτες του ακινήτου όπου βρισκόταν, η Αρχαιολογική Υπηρεσία που δεν έλαβε έγκαιρα μέτρα για την προστασία του και ο Δήμος Αμαρουσίου, ο οποίος εξέδωσε το 1984 την άδεια οικοδόμησης επί του «Σωρού», καταλήγοντας να υφίσταται πλέον μόνο ως όνομα.