‘Ερευνα – Κείμενο: Γιώργος Πάλλης, Επίκουρος καθηγητής ΕΚΠΑ.
Tο πολυτιμότερο σήμερα τμήμα του Αμαρουσίου, το κτήμα Συγγρού, είναι ταυτισμένο με το όνομα και την προσωπικότητα του ζεύγους των δημιουργών του, των εθνικών ευεργετών Ανδρέα και Ιφιγένειας Συγγρού. Χάρις στη διαθήκη της Ιφιγένειας, που συντάχθηκε το 1921, το κτήμα διατηρείται σχεδόν ακέραιο και εκτός από την παροχή γεωργικής εκπαίδευσης, που είναι ο σκοπός του κληροδοτήματος, προσφέρει διέξοδο σε χιλιάδες κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, οι οποίοι αθλούνται εδώ και έρχονται σε επαφή με το αττικό τοπίο και περιβάλλον.
Η ιστορία του κτήματος επί των ημερών του ζεύγους Συγγρού και της Γεωργικής Σχολής -σήμερα Ινστιτούτο Γεωπονικών Ερευνών- είναι αρκετά γνωστή. Τί συνέβαινε όμως πριν από την αγορά του από τον Ανδρέα Συγγρό; Ποιοι ήταν οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες και πώς επιχείρησαν να το αξιοποιήσουν; Στο παρόν κείμενο παρουσιάζουμε το πρώτο μέρος των αποτελεσμάτων της σχετικής έρευνάς μας, το οποίο αφορά στα Ανάβρυτα, το βόρειο τμήμα του κτήματος. Για το νότιο, θα ακολουθήσει εν καιρώ ξεχωριστή αναφορά.
Διευκρινίζω εξαρχής ότι αποκαλώ πάντοτε το κτήμα Συγγρού ως «κτήμα» και όχι ως «δάσος», διότι ιστορικά πρόκειται για κτήμα, όπως όλα τα άλλα μεγάλα κτήματα της Αττικής (Βασιλίσσης, Τατοΐου, Ωρωπού κ.ά.). Ο κυρίαρχος σήμερα δασικός χαρακτήρας του έχει προκύψει κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες, μετά την εγκατάλειψη των παλαιών καλλιεργειών. Οι ιστορικές μαρτυρίες, ο μεγάλος, λεπτομερής χάρτης του κτήματος των αρχών του 20ού αιώνα, και οι πρώτες αεροφωτογραφίες του, πιστοποιούν ότι άλλοτε το δάσος ήταν μικρότερο απ’ ό,τι σήμερα.
Το κτήμα των Αναβρύτων και ο πρώτος ιδιοκτήτης του
Η αρχή της νεότερης ιστορίας του κτήματος Συγγρού βρίσκεται στο 1830. Το βόρειο τμήμα του, γνωστό ως Ανάβρυτα, ήταν μία από τις οθωμανικές ιδιοκτησίες της Αττικής, τις οποίες πωλούσαν οι αποχωρούντες Τούρκοι γαιοκτήμονες της περιοχής, μετά το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης. Τη σχετική διαδικασία έχει περιγράψει ο Θωμάς Δρίκος στο βιβλίο του «Οι πωλήσεις των οθωμανικών ιδιοκτησιών της Αττικής, 1830-1831» (Αθήνα 1994). Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν διέθετε κεφάλαια για να αγοράσει την εκποιούμενη γη, ενώ οι κάτοικοί του, που μόλις εξέρχονταν από έναν καταστροφικό πόλεμο, δεν είχαν τέτοιες δυνατότητες. Έτσι, τα μεγάλα κτήματα της Αττικής πέρασαν στα χέρια πλούσιων Ευρωπαίων και Ελλήνων ομογενών του εξωτερικού.
Δεν έχουμε εντοπίσει την ταυτότητα του Οθωμανού ιδιοκτήτη του κτήματος των Αναβρύτων. Βέβαιο είναι, ότι αγοραστής του υπήρξε ο Χιώτης τραπεζίτης Παύλος Σκουλούδης, η κατοικία του οποίου στην Αθήνα, κοντά στον ναό της Αγίας Ειρήνης, αποτελούσε ένα από τα πρώτα κέντρα της υποτυπώδους οικονομικής ζωής της νέας πρωτεύουσας. Δεν γνωρίζουμε αν ο Σκουλούδης ασχολήθηκε με την εκμετάλλευση του κτήματος, είτε ο ίδιος είτε υπενοικιάζοντάς το. Χάρη πάντως στις προσβάσεις του στην ευρωπαϊκή παροικία της Αθήνας, μπόρεσε να το μεταπωλήσει.
Η πώληση του κτήματος στον Leutwein
Το 1846 ο Σκουλούδης αναζητούσε αγοραστή για το κτήμα των Αναβρύτων. Μέσω του Ελβετού Karl von Müller, συνιδιοκτήτη τότε του μεγάλου κτήματος του Αχμέτ Αγά στην Εύβοια, προσέγγισε έναν άλλον Ελβετό, που ενδιαφερόταν να επενδύσει σε γη στην Ελλάδα, τον Carlo Leutwein από τη Βέρνη (1808-1899). Από την αλληλογραφία μεταξύ των δύο, που φυλάσσεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Βέρνης, παίρνουμε μία εικόνα για την τότε κατάσταση του κτήματος των Αναβρύτων:
«Το κτήμα είναι κυκλικό, σε ένα ύψωμα της Κηφισιάς μία ώρα από την Αθήνα. Είκοσι τέσσερις ώρες τον μήνα έχει στη διάθεσή του όλο το νερό της πηγής της Κηφισιάς για την άρδευση. Η κατοικία είναι μικρή και άσχημη, δύο δωμάτια επάνω, δύο κάτω, με μία επέκταση στην κουζίνα. Οι σταύλοι, η αποθήκη για το άχυρο, είναι στην επάνω άκρη του κτήματος. Απολαμβάνει κανείς επάνω μία λαμπρή θέα και η τοποθεσία είναι εξαιρετικά υγιεινή. Η κεντρική οδός από την Αθήνα σχηματίζει τη μία πλευρά του κτήματος, κοντά στο σπίτι. 500-600 ελιές και 40 στρέμματα αμπελώνα είναι τα πιο σπουδαία εισοδήματα» (Κ. Reber, «Γράμματα από το Αχμέτ-Αγά», Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών 22, 1998-2000, 108-109).
Το απόσπασμα αυτό, από μία επιστολή του von Müller με χρονολογία 14 Ιανουαρίου 1847, μας πληροφορεί ότι το κτήμα συνόρευε με τον δρόμο από την Αθήνα -τη σημερινή λεωφόρο Κηφισιάς- ο οποίος είχε ολοκληρωθεί το 1837. Μέσα στην έκταση υπήρχαν μία μικρή κατοικία, σταύλοι και αχυρώνας. Η εξαιρετική θέα αναφέρεται μάλλον στα υψώματα όπου βρίσκεται τώρα ο πύργος του Συγγρού. Εντύπωση προκαλεί ο μεγάλος αριθμός των ελαιόδεντρων, που θα καταλάμβαναν μέρη που σήμερα είναι πευκόφυτα. Σπουδαίο πλεονέκτημα του κτήματος αποτελούσε το μηνιαίο δικαίωμά του σε νερό από το Κεφαλάρι της Κηφισιάς, ένα προνόμιο που προφανώς θα αναγόταν στα χρόνια της τουρκοκρατίας.

Ένα παραγωγικό αγρόκτημα
Ο Leutwein αγόρασε τα Ανάβρυτα το 1847 και ήρθε να εγκατασταθεί στο κτήμα μαζί με τη σύζυγό του Olympe von Fellenberg και τις τρεις κόρες τους. Οι Leutwein δεν ήταν οι μόνοι ξένοι που ζούσαν στο Μαρούσι εκείνα τα χρόνια: απέναντί τους, στη θέση Γρίλλα -εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο- διατηρούσε ήδη εξοχικό σπίτι ο Σουηδός διπλωμάτης Karl von Heidenstam με την οικογένειά του. Ο Heidenstam ήταν γαμπρός του Σκωτσέζου τοπιογράφου James Skene of Rubislaw, ο οποίος είχε επίσης διαμείνει για μεγάλο διάστημα εδώ και είχε ζωγραφίσει εικόνες της αγροτικής υπαίθρου της περιοχής. Ο γιός του τελευταίου, ο James Henry Skene, κατείχε το νότιο τμήμα του μετέπειτα κτήματος Συγγρού. Οι Ευρωπαίοι κάτοικοι του Αμαρουσίου αυξάνονταν τα καλοκαίρια, όταν και άλλοι ξένοι νοίκιαζαν δωμάτια και σπίτια για να περάσουν τους ζεστούς μήνες.
Ο νέος ιδιοκτήτης των Αναβρύτων εργάστηκε εντατικά για να αξιοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τα δύο κύρια προϊόντα του κτήματος, το λάδι και το κρασί. Από τον μεγάλο αμπελώνα -40 στρέμματα σύμφωνα με την επιστολή του 1847, τα οποία ίσως επέκτεινε- παρήγαγε λευκό κρασί το οποίο εξήγαγε στην Ελβετία. Σύμφωνα με διαφήμιση σε ελβετική εφημερίδα της εποχής, το «γνήσιο ελληνικό λευκό κρασί» που παραγόταν στα Ανάβρυτα έμοιαζε σε εκείνο της Μαδέρας και πωλούνταν έναντι 2,20 φράγκων τη φιάλη.
Ο Leutwein προσέλαβε ως συνεργάτη στη διαχείριση του κτήματος τοn Karl Aeneas Ludwig von Wild (1825-1906), o οποίος ήταν επίσης Ελβετός από τη Βέρνη. Όταν παντρεύτηκε αργότερα τη μεγάλη κόρη του πρώτου, Laura, ο Wild έγινε συνέταιρος στη διαχείριση του κτήματος. Στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Βέρνης σώζονται ανέκδοτα ημερολόγια του Wild από τις καθημερινές εργασίες στα Ανάβρυτα, που αναφέρονται κυρίως στη δεκαετία του 1850. Η δημοσίευσή τους, στο μέλλον, θα μας επιτρέψει να αναπαραστήσουμε με λεπτομέρεια τη ζωή στο κτήμα των Αναβρύτων επί των ημερών των δύο Ελβετών.

Μία επισκέπτης από τη Σουηδία
Εικόνες από τον βίο της ελβετικής οικογένειας στα Ανάβρυτα έχουν αποτυπωθεί στις ταξιδιωτικές αναμνήσεις της Σουηδής συγγραφέα Fredrika Bremer (Greece and the Greeks, Λονδίνο 1863), η οποία φιλοξενήθηκε εδώ στις αρχές του 1860. Στο σπίτι ζούσαν τότε ο Leutwein, η γυναίκα του, τα παιδιά τους και τα πρώτα εγγόνια τους, και ο τρόπος ζωής τους ακολουθούσε τις συνήθειες της πατρίδας τους. Στο γύρω τοπίο κυριαρχούσαν η αφθονία του νερού και τα αιωνόβια ελαιόδεντρα, κάποια από τα οποία ήταν, σύμφωνα με την Bremer, δύο χιλιάδων ετών.
Στις μακρές της συζητήσεις με τους οικοδεσπότες, το αγαπημένο θέμα της Bremer ήταν αυτό ακριβώς, οι ελιές. Η Σουηδή φιλοξενούμενη έμαθε τα πάντα για τις ποικιλίες των ελαιοδέντρων, τη βελτίωσή τους και το μπόλιασμα, τις διάφορες παραλλαγές του οποίου της έδειξαν ο Leutwein με τον γαμπρό του Wild. Οι γνώσεις τους δείχνουν πόσο συστηματική ήταν τότε η ελαιοκαλλιέργεια στα Ανάβρυτα.
Η Βremer κατέγραψε ακόμη τα πρώτα σκιρτήματα της άνοιξης στο κτήμα -ανθισμένες αμυγδαλιές και χιλιάδες αγριολούλουδα- και τις εποχικές εργασίες στα αμπέλια και τους ελαιώνες, όπου σκάβονταν λάκκοι για να ποτιστούν τα δέντρα από το νερό της βροχής. Οι αναμνήσεις της Βremer περιλαμβάνουν ακόμη εικόνες από την καθημερινή ζωή στο χωριό του Μαρουσιού, οι οποίες δεν ενθουσίασαν τη συγγραφέα, ιδίως ως προς την κατάσταση των γυναικών, για τα δικαιώματα των οποίων μαχόταν.
Η περίοδος του Karl Wild
Παρά την άκρως υγιεινή θέση των Αναβρύτων, το 1861 πέθανε σε ηλικία 19 ετών η μικρότερη κόρη του Leutwein, Helene. Το γεγονός αυτό βύθισε την οικογένεια σε πένθος και φαίνεται ότι έπαιξε ρόλο στην απόφασή της να επιστρέψει το 1864 στην Ελβετία, αφήνοντας πίσω τον Karl Wild. Ο τελευταίος είχε εξοικειωθεί βαθιά με τη ζωή στην Ελλάδα, στην οποία ζούσε ήδη πάνω από δέκα χρόνια. Στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Βέρνης σώζεται μία φωτογραφία του με φουστανέλα και φέσι.

Επί των ημερών του Wild το κτήμα συνέχισε να καλλιεργείται εντατικά και ο ίδιος πρέπει να είχε γίνει άριστος γνώστης της γεωργίας του τόπου. Αυτό υποδεικνύει το γεγονός ότι το 1866 τον επισκέφθηκε στα Ανάβρυτα, ο Γερμανός φιλόλογος Augustus Mommsen, ο οποίος παρέμεινε εδώ για οκτώ ημέρες, προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες για τις ελιές και τα αμπέλια του κτήματος. Τα στοιχεία αυτά δημοσιεύθηκαν το 1870 σε μία πραγματεία του Mommsen για το κλίμα της Ελλάδας (Ein Beitrag zur Kunde des griechischen Klimas, Schleswig 1870).
Το ίδιο έτος, τα Ανάβρυτα δέχθηκαν έναν ακόμα επισκέπτη, τον Karl von Haller, ο οποίος κατέγραψε διεξοδικά τις εντυπώσεις του από το κτήμα (Orientalische Ausflüge, 1871). Συνοδευόταν από τον Ελβετό στρατηγό Χαν, που είχε συμμετάσχει στην Ελληνική Επανάσταση και είχε διατελέσει υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα. Τους δύο άντρες καλωσόρισαν ο Wild και ο Leutwein – ο δεύτερος φαίνεται ότι βρισκόταν πάλι στα Ανάβρυτα.
Η πώληση στον Ανδρέα Συγγρό
Σύμφωνα με το αρχείο της οικογένειας, ο Wild επέστρεψε στην Ελβετία το 1869, από όπου ασχολήθηκε για λίγο ακόμα καιρό με τη διαχείριση του κτήματος. Ο Wild και ο Leutwein αναζητούσαν πλέον αγοραστή για τα Ανάβρυτα. Ο George Finlay αναφέρει ότι προσπαθούσαν να προσεγγίσουν την ελληνική κυβέρνηση, με την ελπίδα ότι αυτή θα αγόραζε το κτήμα για να το προσφέρει στον νεαρό βασιλιά Γεώργιο, ο οποίος δεν είχε αποκτήσει ακόμα το Τατόι. Η κίνηση αυτή όμως δεν ευοδώθηκε.
Το 1872 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα ο δαιμόνιος Χιώτης τραπεζίτης Ανδρέας Συγγρός, ο οποίος άρχισε να επενδύει -μεταξύ άλλων- στην αγορά ακίνητης περιουσίας στην Αττική. Το κτήμα των Αναβρύτων, δίπλα στην Κηφισιά, το αγαπημένο θέρετρο της αθηναϊκής αριστοκρατίας αλλά και της βασιλικής οικογένειας, ήταν μία εξαιρετική ευκαιρία. Ο Συγγρός δεν περιορίστηκε σε αυτό, αλλά αγόρασε και την όμορη -στα νότια- ιδιοκτησία του James Henry Skene. Tη δεκαετία του 1880 εφάρμοσε ένα πρόγραμμα ανοικοδόμησης και αναμόρφωσης της συνολικής έκτασης, που ανερχόταν σε 1.000 περίπου στρέμματα. Ο πύργος-κατοικία, με τη μαγευτική θέα, σχεδιασμένος από τον Ερνέστο Τσίλλερ, πρέπει να ολοκληρώθηκε το 1884.
Ο Wild και οι αρχαιότητες του κτήματος
Το όνομα του Wild είναι γνωστό στην αρχαιολογική βιβλιογραφία από ένα σύνολο προϊστορικών εργαλείων που φέρεται να βρήκε στα Ανάβρυτα και να μετέφερε στη Βέρνη, στο Ιστορικό Μουσείο της οποίας φυλάσσονται μέχρι σήμερα. Τα εργαλεία αυτά, που είναι κατασκευασμένα από το ηφαιστειακό πέτρωμα του οψιανού, δημοσίευσε το 1960 ο Vladimir Milojčić και τα χρονολόγησε στο 6800-6400 π.Χ. (περ. Germania, τ. 38, 1960.

Νεότεροι αρχαιολόγοι αμφισβήτησαν την προέλευση αυτού του υλικού από τα Ανάβρυτα, ωστόσο, η πληροφορία για τον τόπο εύρεσης πρέπει να θεωρηθεί αληθινή. Ο Wild, αφενός διηύθυνε επί μακρόν το κτήμα, αφετέρου είχε προσωπική σχέση με την πόλη της Βέρνης. Επομένως, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ο ρόλος του ως διαύλου μεταφοράς των ευρημάτων. Από την άλλη, το 1956, ο Ιωάννης Γερουλάνος δημοσίευσε στην Αρχαιολογική Εφημερίδα ένα άρθρο για τη συλλογή του από εργαλεία σε οψιανό, στην οποία περιλαμβάνονταν και δείγματα που είχε συλλέξει ο ίδιος από τη θέση «Ανάβρυτα Αμαρουσίου». Επομένως, η ύπαρξη τέτοιων αντικειμένων στο κτήμα επιβεβαιώνεται πλήρως.
Η ακριβής θέση εύρεσης των προϊστορικών οψιανών δεν είναι -στον γράφοντα τουλάχιστον- γνωστή. Δεν γνωρίζουμε επίσης αν τυχόν ο Wild βρήκε και εξήγαγε στην Ελβετία και άλλες αρχαιότητες από το πρώην κτήμα του.
Τα ίχνη των δύο Ελβετών
Η ριζική αναδιάταξη του κτήματος από τον Ανδρέα Συγγρό, με τη διάνοιξη δρόμων, την επέκταση των καλλιεργειών, την οικοδόμηση του πύργου, του παρεκκλησίου και πολλών κτηρίων και υποδομών για τη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή, άλλαξαν σε πολύ μεγάλο βαθμό την εικόνα του χώρου και εξαφάνισαν σχεδόν κάθε ίχνος της παρουσίας των δύο Ελβετών προκατόχων του.

Από τα οικήματα της εποχής τους, ίσως κάποια να έχουν ενταχθεί στο λεγόμενο σήμερα «κτήριο Κριμπά» του Ινστιτούτου Γεωπονικών Επιστημών. Το συγκρότημα αυτό, που περικλείει μια εσωτερική αυλή, δείχνει να αποτελείται από κτίσματα διαφορετικών εποχών, όπως μαρτυρεί κατ’ αρχάς το σχήμα παραθύρων. Η ανακαίνισή του, προ ετών, κάλυψε όλες τις όψεις με ενιαία επιχρίσματα. Ίσως στο μέλλον δοθεί η ευκαιρία να αποκαλυφθούν οι τοιχοποιίες, οπότε θα έρθουν στο φως λεπτομέρειες χρήσιμες για την ιστορία του κτήματος.
Οι αιωνόβιες ελιές που διατηρούνται ακόμη στην πλευρά του κτήματος προς τη λεωφόρο Κηφισιάς, ίσως ανήκουν στον ελαιώνα των Ελβετών, ο οποίος προκάλεσε το ενδιαφέρον της Bremer και του Mommsen. Αλλά για αυτό, αρμοδιότεροι είναι οι ερευνητές του σημερινού ιδιοκτήτη του χώρου, του Ινστιτούτου Γεωπονικών Επιστημών, για να μας δώσουν μια ακριβέστερη εκτίμηση για την ηλικία των δέντρων. Πάνω απ’ όλα όμως, η ελβετική φάση της ιστορίας των Αναβρύτων θα διαφωτιστεί όταν μελετηθεί το ανέκδοτο υλικό που φυλάσσεται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Βέρνης.