«Από την παραμονή οι γυναίκες στο σπίτι άφηναν το εργόχειρό τους και τον αργαλειό. Λιβάνιζαν και άναβαν το καντήλι. Έφερναν λουλούδια και έφτιαχναν στεφάνι στη Χάρη της. Το φαγητό ανήμερα ήταν ρεβίθια, κουκιά, όσπρια γενικά. Την ημέρα της γιορτής δεν σκούπιζαν το σπίτι, ούτε έπλεναν. Κράταγαν την ημέρα». (Μαρουσιώτικη Λαογραφία)
Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης
Αυτό το κομμάτι της γης με τα κτίσματά του αποτελούσε ιδιοκτησία της οικογένειας Παπακωνσταντίνου από τον Πειραιά. Ολόγυρα ο έξω χώρος είχε ένα πυκνό δάσος από υπεραιωνόβιες ελιές. Αυτές εκτείνονταν μέχρι τη μάντρα του Συγγρού μ’ ένα ενδιάμεσο μονοπάτι, που διέσχιζε ένα άφραχτο αγρό, σπαρμένο με μενεξέδες – ανθοκήπιο του Κηφισιώτη Κουτσουράδη.
Δεν υπήρχε κανένα άλλο κτίσμα, και το εκκλησάκι δέσποζε μέσα σ’ αυτόν τον παραδεισένιο χώρο της υπέρτατης ηρεμίας του όμορφου Αναβρυτά. Το είχε κτίσει η Φραγκίσκη Παπακωνσταντίνου, θυγατέρα της οικογένειας –παλαιότερα της δεκαετίας του τριάντα περίπου –
σα μονόκλιτο εκκλησάκι – δωμάτιο κεραμοσκεπές μ’ ένα μικρό εξώστη. Το Μαρούσι δεν είχε εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας και η Φραγκίσκη θεωρούσε την Αγία, προστάτριά της και ήθελε να αφοσιωθεί σ’ Αυτήν. Σ’ αυτόν το χώρο εκπλήρωνε την επιθυμία της. Στην ηρεμία του χώρου ένιωθε περισυλλογή και αφοσιωνόταν περισσότερο τη λατρεία της Αγίας.
Σήμερα το εκκλησάκι χάρη στις προσπάθειες των απογόνων έχει ανακαινιστεί πλήρως. Εξωτερικά του δόθηκε η μορφή βυζαντινού ναϋδρίου, ενώ εσωτερικά ο νεότερος αγιογράφος και ένθεος των ιερών γραμμάτων απόγονος του θεοφιλέστατου αείμνηστου ιερουργού Δημητρίου Παπακωνσταντίνου με ευλάβεια φιλοτέχνησε τις βυζαντινές μορφές των Αγίων.
Ωστόσο πρόσβαση και προσέγγιση στο ναό έδωσε και η μαρουσιώτικη πολεοδομία, ανοίγοντας το δρόμο Ανδρέα Συγγρού. Η εκκλησία απέκτησε πρόσοψη προς αυτόν. Θα ήταν ευχής έργο να τακτοποιηθεί ο περιβάλλων χώρος πολεοδομικά χωρίς ολέθριες οικονομικές επιβαρύνσεις των περιοίκων και προς κοινή ωφέλεια. Οι εξοντωτικές οικονομικές υπερφορτώσεις από την πολιτεία εξαθλιώνουν, αναστατώνουν και ψυχικά τσακίζουν τους ανθρώπους, σήμερα δε έχουν υπεραπογειωθεί.
Η γιορτή της Αγίας Βαρβάρας στις 4 Δεκεμβρίου φέρει στη μνήμη μας την πολεμική περίοδο του 1940. Τότε, που πάνω στα βορειοηπειρωτικά μας βουνά θριάμβευε ο ελληνικός στρατός, στα μετόπισθεν τελούνταν λειτουργίες και επισκέψεις στα εξωκλήσια. Η Αγία Βαρβάρα ήταν πάντοτε προσφιλής Αγία. Το καντήλι της ήταν διαρκώς αναμμένο. Τα αναβρυτινά παιδιά καθημερινά, κρατώντας τη σύναψη (=σύνοψη) στα χέρια τους, πήγαιναν να διαβάσουν την παράκληση της Παναγίας και να παρακαλέσουν τη χάρη της να προστατεύει τους πολεμιστές, που μάχονταν ενάντια στον κατακτητή. Και όταν ακόμη χτυπήθηκε το Μαρούσι κι έπεσαν βόμβες μέσα στο δάσος του Συγγρού, για να πλήξουν τα πυρομαχικά και τα καύσιμα των Γερμανών, η Αγία Βαρβάρα συγκέντρωνε τις προσευχές της γειτονιάς και την πίστη των κατοίκων. Έτρεχαν σ’ αυτήν παιδιά με δάκρυα στα μάτια να προσευχηθούν, και ήταν η Λία, η Έρση, ο Ιάκωβος, ο Πετράν, ο Μήτσος, η Λίτσα, που νόμιζαν πως έβλεπαν με τα δακρυσμένα μάτια τους τα μάτια της Αγίας Βαρβάρας στο τέμπλο να είναι δακρυσμένα, ενώ έξω έβρεχε θραύσματα βομβών, που θρυμμάτιζαν τα κεραμίδια. Θύματα από τον βομβαρδισμό δεν υπήρξαν.
Για χρόνια πολλά στη γιορτή ιερουργούσε ο αλησμόνητος ιερέας Κωνσταντίνος Αλεξανδρόπουλος, ο θρυλικός Παπακώστας, σταυροφόρος της αγάπης, που τα δύσκολα χρόνια της κατοχής η προσφορά του για το Μαρούσι ήταν ανεκτίμητη. Μαζί με πλήθος γυναικόπαιδων δεν άφησε κορφοβούνι στον Υμηττό, την Πάρνηθα και την Πεντέλη, όπου υπήρχε εξωκλήσι να μην το λειτουργήσει. Από τους ιεροψάλτες τον συνόδευαν ο συρτόφωνος μελωδικός γηραιός Ραγκούσης και αργότερα ο γλυκύφωνος αφοσιωμένος στο έργο του Πουλάκης. Σήμερα την όλη τελετή της εορτής πραγματοποιεί ο ένθεος μυσταγωγός θεολόγος πνευματικός ιερέας πατήρ Σαράντης Σαράντος με υπέρτατο αφοσιωτικό ζήλο, συνοδευόμενος ενίοτε και από άλλους στο θείο έργο αφοσιωμένους ποιμένες.
Αρκετές φορές κατά την περίοδο του εμφύλιου η περιοχή δέχτηκε την απ’ αέρος επίθεση των καταδιωκτικών αγγλικών αεροπλάνων τύπου σπιτφάιερ, χαρικαίην κά. Αυτά ακατάπαυστα πολυβολούσαν τις στρατιωτικές μονάδες του δημοκρατικού στρατού, που κατέβαιναν μέσα από τη ρεματιά του δάσους του Συγγρού και πήγαιναν σε διάταξη κατ’ άνδρα με φορτωμένα μουλάρια ρέμα ρέμα στο Γαλάτσι.
Πάντως τα αεροπλάνα το μόνο που πετύχαιναν ήταν να γαζώνουν τις στέγες των σπιτιών και να σπάνε τα κεραμίδια των αγροτόσπιτων. Η Αγία Βαρβάρα προστάτευε και τότε τους ανυπεράσπιστους πολίτες. Ανέδειξε από τη γειτονιά και από το Μαρούσι σεμνούς νέους: το Δαμιανό, που συχνά την επισκεπτόταν, καθώς με τη μητέρα του Αργυρώ, πήγαιναν να ανάψουν τα Σαββατόβραδα το καντήλι της εκεί, και της Αγίας Ελεούσας, ως χρηστομίμητο αείμνηστο μητροπολίτη Αργολίδος Ιάκωβο, και το αξιοαγάπητο ευλαβέστατο γειτονόπουλο Αθανάσιο Καρύκα αείμνηστο ιερέα στο Μαρούσι (1973) και κατόπιν θερμουργό της πίστης ακόλουθο ιερομόναχο της σκήτης του Αγίου Αθανασίου Καυσοκαλυβίτη στο Άγιο Όρος.
Ακόμη και τα τροφεία της πίστης αποδόθηκαν από την οικογένεια Παπακωνσταντίνου. Ο φίλεργος και φιλόθεος εγγονός ακολούθησε την αγαθή μερίδα της ιεροσύνης, έγινε και αξιόλογος αγιογράφος, εκπληρώνοντας την υπέρτατη αγάπη του παππού και της θείας προς την Αγία Βαρβάρα, όπου με περισσή υπομονή και χάρη Θεού αγιογράφησε τον κομψοτεχνηματικό ναό.