Το Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015 έγινε στο «Στέκι+» στο Μαρούσι η παρουσίαση το δεύτερου βιβλίου του «δικού μας» Κώστα Ποντικόπουλου, «Το φορτηγό και το τριαντάφυλλο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εύμαρος. Μια ζεστή βραδιά με μεγάλη προσέλευση κόσμου στο χώρο της οδού Σαλαμίνος.
Το βιβλίο περιλαμβάνει μικρές ή μεγαλύτερες ιστορίες από την Ελλάδα της κρίσης, με τη μνήμη εποχών σκληρών αλλά αθώων, την πικρή τρυφεράδα ελπίδων που δεν ευοδώθηκαν κι ένα υπόγειο αλλά ανελέητο χιούμορ που φωτίζει τις καταστάσεις ως τον πυρήνα τους.
Για το βιβλίο μίλησαν η φιλόλογος Αίγλη Γκρέτσικου και η δημοσιογράφος του ρ/σ 105.5 στο Κόκκινο και της εφημερίδας «Αυγή» Ευγενία Λουπάκη.
Συντόνισε ο υπεύθυνος των εκδόσεων Εύμαρος Πέτρος Κακολύρης και αποσπάσματα διάβασε ο συγγραφέας.
Η εκδήλωση έκλεισε με την προβολή της ταινίας μικρού μήκους του Γρηγόρη Οικονομίδη «Το όνειρο κάθε αρχιτέκτονα» σε σενάριο Κώστα Ποντικόπουλου, βασισμένο σε ένα από τα διηγήματα του βιβλίου που προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ της Δράμας.
Μικρές ή μεγαλύτερες ιστορίες από την Ελλάδα της κρίσης, με τη μνήμη εποχών σκληρών αλλά αθώων, την πικρή τρυφεράδα ελπίδων που δεν ευοδώθηκαν κι ένα υπόγειο αλλά ανελέητο χιούμορ που φωτίζει τις καταστάσεις ως τον πυρήνα τους.
Δυο στρατιώτες του εμφυλίου από τις αντίπαλες όχθες, που συναντιούνται γέροντες πια κι αδύναμοι στον θάλαμο ενός μνημονιακού νοσοκομείου, ένας αρχιτέκτονας στη δίνη της κρίσης που επιμένει απελπισμένα να πιστεύει πως θα πάρει μια καινούργια δουλειά, ένας απωθημένος έρωτας που απο-συντίθεται από δύο μοναξιές, δυο απίστευτες γιαγιάδες στην αναδιήγηση της ζωής τους, τα τελευταία δευτερόλεπτα όταν περνάει μπροστά σου -σαν ταινία- όλη σου η ζωή, μια κοινή οικογενειακή αλληλογραφία, εκεί στη δεκαετία του ’60 κι ένα τριαντάφυλλο, που ξεπηδάει από τα κόκκινα μάγουλα ενός κοριτσιού, περνάει από τ’ αντάρτικα βουνά και καταλήγει στο σήμερα.
Ο συγγραφέας, με κείμενα πυκνά, υπονοώντας περισσότερα απ’ όσα λέει, πλησιάζει πρόσωπα και καταστάσεις με σεβασμό κι αγάπη, διεισδύει σε χαρακτήρες, αφηγείται με απλότητα και πλούτο σε μια γραφή, που η ροή της αγγίζει την εύρυθμη και ζωντανή προφορικότητα.
Το φορτηγό & το τριαντάφυλλο
Είναι η δεύτερη φορά που καλούμαι να παρουσιάσω βιβλίο του Κώστα Ποντικόπουλου, δηλαδή σε κάθε βιβλίο του καλούμαι, αφού δύο έχει εκδόσει, όλα κι όλα. Την πρώτη φορά μού ζήτησε ο Πέτρος Κοκολύρης να μιλήσω για τα “Μπλουζ του Αγίου Παντελεήμονα”, το παρθενικό βιβλιαράκι του Κώστα, σε μια εκδήλωση στην Ανοιχτή Πόλη, όπου παρουσιάστηκε τότε, μαζί με το βιβλίο της Μαρώς Τριανταφύλλου “Τί νέα από το στρατόπεδο του Κρίσενβαλντ”. Στον Πέτρο δεν μπορώ να χαλάσω χατήρι, γιατί αποτελεί για μένα, παράδειγμα ζωής. Οι εκδόσεις Εύμαρος, έκαναν τότε τα πρώτα τους βήματα και η κρίση δεν μας είχε ακόμα συντρίψει.
Θυμάμαι την κατάμεστη αίθουσα της ωραίας αίθουσας πολιτισμού που είχε η Ανοιχτή Πόλη και που εδώ και καιρό δεν την έχει πια, ούτε και τη δραστηριότητα που είχε άλλωστε. Εκεί, εκείνη τη βραδιά, γνώρισα τον Κώστα. Δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου. Αλλά και μέχρι σήμερα είναι ελάχιστες οι φορές που έχουμε συναντηθεί. Θέλω να πω με αυτή την επισήμανση, ότι δεν μιλώ για το βιβλίο ενός στενού μου φίλου, δεν γνωρίζω τις λεπτομέρειες της ζωής του και της διαδικασίας συγγραφής του φορτηγού και του τριαντάφυλλου κι αυτό, με αποδεσμεύει. Διάβασα το βιβλίο καθυστερημένα, αρκετό καιρό μετά την έκδοσή του, με την παρθένα ματιά του αναγνώστη. Συνέβη το ίδιο, που μου είχε συμβεί και με τα ‘‘Μπλουζ’’. Εκ πρώτης όψεως μου φάνηκε ναΐφ, μου φάνηκε λίγο απλοϊκό. Και αμέσως μετά άρχισε να “δουλεύει”, μέσα μου, να το σκέφτομαι, να το ξανασκέφτομαι, να κάνω συνειρμούς. Και κατέληξα να τόχω διαβάσει τρεις φορές.
Θυμάμαι, μετά τα ‘‘Μπλουζ’’ να βλέπω τελείως διαφορετικά τον Αγιο Παντελεήμονα. Θυμάμαι μια νύχτα με τη Μαρία και τον Βαγγελάκη της, να περπατάμε και να μου δείχνει τα υπέροχα νεοκλασσικά που ακόμα σώζονται και ν’ αναπλάθω στο μυαλό μου την εποχή και την περιοχή, την ομορφιά και την αθωότητα, που κάποτε υπήρξε μέσα μας και γύρω μας, σ’ αυτή την πόλη και που υπήρχε απλά, ως η κανονικότητά μας. Χωρίς να καταλαβαίνουμε τότε, το μέγεθος της αξίας της, απλώς ζώντας την. Τα ‘‘Μπλουζ’’ ήταν μια επιστροφή, σ΄αυτή την ανεκτίμητη πατρίδα της παιδικής μας ηλικίας, ανεξάρτητα απ΄το αν είχαμε ποτέ πατήσει το πόδι μας στη συγκεκριμένη γειτονιά, ήταν ένα κυνήγι θησαυρού στις μνήμες, που μας σώζουν απ΄ τη βαρβαρότητα του σήμερα.
Όχι, δεν θα μιλήσω για τα ‘‘Μπλουζ’’, μη φοβάστε, δεν έκανα λάθος. Απλώς είμαι βέβαιη ότι όπως όλοι οι σκηνοθέτες κάνουν συνέχεια την ίδια ταινία και όλοι οι συγγραφείς γράφουν συνέχεια το ίδιο βιβλίο, έτσι και ο Κώστας. Πρόκειται για το ίδιο θέμα, μέ άλλο τρόπο.
“Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
Είναι πληγή από φριχτό μαχαίρι”,
γράφει ο Καβάφης.
“Δεν έχω εγκαρτέρηση καμμιά. Εις σε προστρέχω τέχνη της ποιήσεως, που κάπως ξέρεις από φάρμακα, νάρκης του άλγους δοκιμές εν φαντασία και λόγω.”
“Είναι πληγή από φριχτό μαχαίρι, ξαναλέει (μελαγχολία ποιητού Ιάσονος Κλεάνδρου)- και η ποίηση, η συγγραφή, η μυθοπλασία, η Τέχνη γενικά, μας σώζει. Γιατί όλοι μεγαλώνουμε, γερνάμε, ο κόσμος αντί να γίνει καλύτερος όπως ονειρευτήκαμε και παλέψαμε, γίνεται χειρότερος, σκληρότερος, μας συμπαρασύρει με τη βιαιότητα της παραμόρφωσής του, πιάνει τις ζωές μας στα δυο του δάχτυλα και τις τσακίζει σαν καρυδότσουφλα. Το μέλλον διαρκεί πολύ, αλλά του καθενός μας, όταν οι δεκαετίες μας πληθαίνουν, μικραίνει απειλητικά. Υπήρξε ένα διάστημα που ησυχάσαμε, που ξεγελαστήκαμε, που είχαμε δουλειές και καλές αμοιβές, που το ουίσκυ ήταν το εθνικό μας ποτό και η πόρσε καγιέν πούλαγε στην Ελλάδα, περισσότερο απ΄ότι σ΄όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Και πανηγύριζαν κάποιοι προφήτες το τέλος της Ιστορίας. Κι ύστερα ήρθε αυτό που ζούμε τώρα, η πτώση. Η καταστροφή. Η τρύπα του φορτηγού. Που πέφτεις μέσα και χάνεσαι. Κι εκεί που χάνεσαι, περνάει η ζωή σου σαν ταινία σε δευτερόλεπτα, που λένε, και συναντάς τις μνήμες. Τις προσωπικές και κυρίως τις συλλογικές μνήμες. Μνήμες φτώχειας καταραμένης, μνήμες τραγουδισμένου ηρωισμού, μνήμες δηλητηριώδεις εμφυλίου, μνήμες ανθρωπιάς και αλληλεγγύης, μνήμες κατακόκκινες σαν τριαντάφυλλο, σαν τα μάγουλα της μικρής δασκαλίτσας, μπροστά στον καπετάνιο. Μνήμες, που σου δίνουν μια και σε βγάζουν πάλι στην επιφάνεια, μέσα απ΄ τα μάτια ενός μικρού παιδιού που κοιτάζει σαν πρωτόπλαστος τον υπέροχο κόσμο.