Οταν πρωτοδιάβασα τον τίτλο του βιβλίου, μου ήρθε στο μυαλό ο στίχος του Ρίτσου “το τραίνο που προχωράει στο μέλλον, φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα”. Αυτή η απίστευτη εικόνα του καλύτερου κόσμου που θέλαμε, που πιστέψαμε ότι είναι εφικτός, συμπυκνωμένη σ΄ένα στίχο.
Το φορτηγό του Κώστα προχωράει, φορτωμένο ιστορίες απελπισίας και ελπίδας. Και οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων του, συνδέονται μ΄ένα αόρατο, πανίσχυρο νήμα, υπάρχουν ο ένας στη ζωή του άλλου, γιατί κάθε πράξη μας ή παράλειψή μας έχει επίπτωση και σε άλλους ανθρώπους, συχνά ευεργετική, συχνά ολέθρια. Και η ανάληψη της ευθύνης εκ των υστέρων δεν αρκεί, η συνείδηση πρέπει να είναι παρούσα. Συνδέονται και συνθέτουν με απλότητα και μαεστρία, μέσα από αλληλένδετες προσωπικές “αφηγήσεις”, τον καμβά της μεταπολεμικής ελληνικής περιπέτειας.
Το φορτηγό του Κώστα, προχωράει φορτωμένο τρύπες και τριαντάφυλλα. Προσπερνάει τις τρύπες και όπως ο Κριστόφ Κισλόφσκι, στη μελαγχολική ματιά του, τόσο προφητική για το μέλλον της Ευρώπης (εννοώ την τριλογία Trois Couleurs), ο συγγραφέας στο τέλος επιλέγει να σώσει τον αναγνώστη, έστω μουσκεμένο και παγωμένο απ΄το ναυάγιο. Να του χαρίσει ένα αμάραντο τριαντάφυλλο και να σωθεί κι ο ίδιος.
Ευγενία Λουπάκη, δημοσιογράφος
Το φορτηγό & το τριαντάφυλλο
Ο Κώστας Ποντικόπουλος στο προηγούμενο βιβλίο του ‘‘Τα μπλουζ του Άγιου Παντελεήμονα’’ μας προειδοποιούσε με την τελευταία του λέξη «ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…». Και να, που δυο χρόνια μετά, μας ξανασυντροφεύει με ένα καινούριο βιβλίο. Στην πρώτη συγγραφική του έκθεση, αποκαθιστώντας την τιμή της περιοχής του Άγιου Παντελεήμονα, έκανε ταυτόχρονα μια κατάδυση στη μνήμη της πόλης, της πλατείας, των ανθρώπων. Και τώρα η μνήμη παίζει καθοριστικό ρόλο, αλλά με ένα διαφορετικό τρόπο.
Το φορτηγό και το τριαντάφυλλο, είναι η σύνθεση μικρών αφηγήσεων που μας οδηγούν από το σήμερα στο παρελθόν και τούμπαλιν. Συνολικά οκτώ ιστορίες και ένα ιντερμέτζο (Το φορτηγό). Οι έξι από αυτές αναφέρονται στο σήμερα (1-5, και 8). Οι τέσσερις σχετίζονται με την κρίση των τελευταίων πέντε χρόνων (2-5), τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις των καθημερινών ανθρώπων. Οι τρεις από αυτές συνδέουν το τώρα με το πριν (1, 5, 8). Από τις άλλες δύο η μία αφορά το καυτό πολιτικά διάστημα του 1962-65, την εποχή της μεγάλης μετανάστευσης εσωτερικής και εξωτερικής (6). Και η άλλη (7) τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και τα ένδοξα της αντίστασης. Αυτή δίνει και το άλλο μισό του τίτλου: Το τριαντάφυλλο. Και μαζί με την τελευταία δίνει την κεφαλίδα κάθε σελίδας: Το τριαντάφυλλο δεν μαραίνεται.
Οι μελαγχολικές ιστορίες για την κρίση εξισορροπούνται από την 5η με τον τίτλο: Η Θωμαή και η Μαρούλα, και από το γέλιο και το έκπληκτο βλέμμα της μικρής Αντιγόνης στην τελευταία. Εξισορροπούνται όμως και από τον αγώνα που δίνουν πολλοί άνθρωποι στη διάρκεια του δύσκολου βίου τους. Ακόμα και από αυτούς που φαίνονται να παραιτούνται, αλλά κυρίως από εκείνους που δεν το βάζουν κάτω, και ακόμα περισσότερο από το γέλιο ενός παιδιού που μπορεί ν’ ακουστεί στις πλαγιές των βουνών και στα λαγκάδια. Έτσι παρά τις θλιμμένες ιστορίες του πρώτου μέρους, θα έλεγα ότι το βιβλίο τελικά αποπνέει αισιοδοξία. Τίποτα δεν χάνεται, το μέλλον είναι μπροστά, και υπάρχει ένα παρελθόν που το στηρίζει.
Αυτά τα διηγήματα είναι οι αφηγήσεις μιας καθημερινότητας που σε δεδομένες χρονικές στιγμές παίρνει μια ιδιαίτερη διάσταση. Οι φαινομενικά αποσπασματικές ιστορίες συνθέτουν ένα κομμάτι της μεγάλης εικόνας, αυτής που ονομάζουμε κοινωνία, ιστορία, ανθρώπινη συμπεριφορά. Τις αγαπάς αυτές τις ιστορίες όταν τις διαβάζεις, αγαπάς τους ήρωές τους, ακόμα και τους πιο ηττημένους. Αλλά προσωπικά ομολογώ ότι πιο πολύ με γοήτευσαν η Θωμαή, για το πνεύμα και το αίσθημα αλληλεγγύης του πραγματικά λαϊκού ανθρώπου, και η Αντιγόνη στο διήγημα με τον τίτλο: Το τριαντάφυλλο. Και όχι γιατί η Αντιγόνη συνάντησε τον πρωτοκαπετάνιο Άρη και τους αντάρτες στα βουνά, αλλά γιατί είναι ένα τριαντάφυλλο που δεν μαραίνεται ποτέ. Όσο θα υπάρχει μια Αντιγόνη και ένα Αντιγονάκι δεν έχουμε να φοβόμαστε. Κάθε Αντιγόνη, από εκείνη της αρχαίας Θήβας μέχρι τις σημερινές, αναλαμβάνει να κουβαλήσει, συνειδητά ή ασυνείδητα, το βάρος των ηθικών πράξεων και τελικά της ιστορίας.
Ο Κώστας Ποντικόπουλος είναι ανθρωποκεντρικός στις αφηγήσεις του. Κάνει πρωταγωνιστή τον καθημερινό άνθρωπο. Αγαπάει και νοιάζεται τον κάθε ήρωά του. Όμως και ο τόπος έχει το δικό του πρωταγωνιστικό μερίδιο. Και αν Τα μπλουζ του Άγιου Παντελεήμονα αναδείκνυαν τον αστικό χώρο, σε αυτό το βιβλίο, παρ’ όλο που η πόλη έχει το ρόλο της, νομίζω ότι ο τόπος που κυριαρχεί, κι ας αναφέρεται μόνο σε δυο από τις ιστορίες, είναι ο αγαπημένος τόπος καταγωγής του Κώστα, τα βουνά στο Βελούχι (Ανατολικός Τυμφρηστός). Στις σύντομες περιγραφές το μάτι του συγγραφέα συλλαμβάνει το μεγαλείο τους, και καθοδηγεί τις αισθήσεις μας: το βλέμμα, τα αρώματα και οι μυρωδιές, ο ήχος του ανέμου. Το δέος στις οροσειρές: ΟΜΟΡΦΙΑ. Γι’ αυτό προέτρεψα τον Κώστα να μας διαβάσει τα αντίστοιχα αποσπάσματα.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να κάνω μια ιδιαίτερη μνεία στην πρώτη ιστορία του βιβλίου, υπό τον τίτλο «Υγεία». Μου την διηγήθηκε η συντρόφισσά μας και κοινή μας φίλη, η Πέγκυ Δημητρακοπούλου, αμέσως μετά αφού συνέβη, και μου είχε αρέσει πάρα πολύ, γι’ αυτό χάρηκα, όταν είδα ότι έλαβε προεξάρχουσα θέση στο βιβλίο του Κώστα.
Και κλείνοντας:
O αρχιτέκτονας Κώστας γράφει και δίνει προς κινηματογράφηση mια καινούρια μελέτη, ο ολίγον Ιταλός Κώστας διακρίνει ένα ιντερμέτζο, ο συγγραφέας Κώστας χρησιμοποιεί τη γλώσσα ως αποτελεσματικό εργαλείο, ο αριστερός Κώστας χτίζει όλες τις ιστορίες.
Αίγλη Γκρέτσικου, φιλόλογος