Η Σοφί ντε Μαρμπουά – Λεμπρέν (Sophie de Marbois – Lebrun) γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1785 στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ. Ήταν κόρη του επιτετραμμένου Γάλλου διπλωμάτη Φραγκίσκου Μπαρμπέ ντε Μαρμπουά και της Αμερικανίδας Ελίζαμπεθ Μουρ, κόρης του κυβερνήτη της Πενσιλβάνια. Το 1804 παντρεύτηκε τον στρατηγό Κάρολο Λεμπρέν, υπασπιστή του Ναπολέοντα, ο οποίος ήταν γιος του υπουργού οικονομικών.
Διαβάστε: Θάνος Κονδύλης: «Πιστεύω στην επικοινωνία συγγραφέα και αναγνώστη».
Ο Κάρολος είχε οριστεί Δούκας της Πιατσέντζα, μικρής πόλης της βόρειας Ιταλίας που είχε κατακτήσει ο Ναπολέων το 1796. Μαζί με τη σύζυγό του τη Σοφί απέκτησαν το 1804 μια κόρη, την Ελίζα. Η συμβίωση τους ήταν προβληματική και σύντομα κατέληξαν να ζουν σε διάσταση χωρίς ποτέ να εκδοθεί διαζύγιο. Στο Παρίσι διατηρούσε φιλολογικό σαλόνι στο οποίο σύχναζαν πολλοί διανοούμενοι της εποχής όπως, ο Ντελαβίν, ο Λαμαρτίνος και ο Ουγκώ. Η Σοφί εγκατέλειψε τη Γαλλία και διέμεινε στην Ιταλία, επειδή διαφωνούσε με το σύζυγό της αλλά κι επειδή αντιπαθούσε τους Βουρβόνους οι οποίοι είχαν επανακάμψει μετά την πτώση του Ναπολέοντα.
Η απώλεια της κόρης της που την σημάδεψε
Η δράση της εστιάστηκε στην ενίσχυση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, με μεγάλη οικονομική και κοινωνική συνεισφορά κατά τα πρώτα χρόνια εδραίωσης του ελληνικού κράτους, εν μέσω πολιτικών ταραχών. Παρά την αντιπαλότητά της με πολλές από τις πολιτικές και βασιλικές φυσιογνωμίες της εποχής, πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής της στο Ναύπλιο, την Αθήνα, αλλά και την Πεντέλη, με πληθώρα αρχιτεκτονικών κειμηλίων να κοσμούν ακόμη και σήμερα γωνιές της ελληνικής γης. Η συνεισφορά της επεκτάθηκε στη Συναγωγή της Χαλκίδας και στην ολοκλήρωση της δεύτερης έκδοσης των Χρονικών του Μεσολογγίου.
Η Σοφί αγαπούσε παθολογικά την κόρη της, Ελίζα. Μαζί της ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου και στην Ελλάδα. Έφτασε στο Ναύπλιο τον Δεκέμβριο του 1829 από την Κέρκυρα, με το πλοίο «Άρης», που είχε κυβερνήτη τον Ι. Μιαούλη και της το είχε διαθέσει ο Καποδίστριας. Με το πλοίο αυτό επισκέφθηκε τον Μυστρά, την Αίγινα και όλη την Πελοπόννησο. Μετά από παραμονή δύο ετών στην Ελλάδα, έφυγε για την Ιταλία. Περιπλανήθηκε, έζησε μεγάλους έρωτες και επέστρεψε στην Αθήνα το 1837, συντετριμμένη και εξαθλιωμένη, εξ΄αιτίας του χαμού της μονάκριβης κόρης της.
Στη Βηρυτό, η Ελίζα αρρώστησε και μετά από ένα τριήμερο πέθανε. Η δούκισσα πληροφορήθηκε ότι ο υπασπιστής του Οθωνα, Ηλίας Κατσάκος –Μαυρομιχάλης, που η Ελίζα ήταν σφόδρα ερωτευμένη μαζί του, πέθανε από χολέρα στο Μόναχο. Η Ελίζα έπεσε σε μελαγχολία και βοηθούσης και της πανώλης ξεψύχησε. Έτσι, η Δούκισσα επέστρεψε στην Αθήνα και σόκαρε τη μικρή κοινωνία της πρωτεύουσας. Η τραγική μάνα είχε ταριχεύσει το σώμα της αγαπημένης της Ελίζας και το είχε φέρει στην Ελλάδα. Δεν μπορούσε να δεχθεί την απώλεια. Πιο ανατριχιαστικό θέαμα δεν υπήρχε, από αυτό που αντίκριζαν οι Αθηναίοι, όταν επισκέπτονταν το σπίτι της Δούκισσας, πιο κάτω από την πλατεία Λουδοβίκου (σημερινή Ομόνοια) στη γωνία των οδών Μυλέρου και Αγησιλάου, εκεί που κτίσθηκε μετά το Ορφανοτροφείο. Στο υπόγειο με τη χαμηλή θερμοκρασία, η Δούκισσα τοποθέτησε σε μια ξύλινη λάρνακα το ταριχευμένο κορμί της Ελίζας.
Συχνά οι περαστικοί από εκεί, άκουγαν τους σπαραγμούς της Δούκισσας, μπροστά στο ταριχευμένο πτώμα της Ελίζας, ενώ δίπλα μία τεράστια λαμπάδα έκαιγε νυχθημερόν. Κλεισμένη στο δωμάτιο με το άψυχο σώμα, ξεσπούσε σε λυγμούς και μοιρολόγια, που άκουγαν οι περαστικοί: «Ξύπνα κόρη μου γλυκιά, σήκω επάνω, σε φωνάζω, δεν μ’ ακούς»; Δέκα χρόνια κράτησε το μαρτύριό της. Μέχρι την κρύα νύχτα της 19ης Δεκεμβρίου 1847 όταν εξερράγη πυρκαγιά, την ώρα που έλειπε η Δούκισσα. Η φωτιά ξεκίνησε μάλλον από την λαμπάδα ( κατ’ άλλη εκδοχή από μία σπίθα που ξεπήδησε από το τζάκι), έπεσε στα μεταξωτά υφάσματα και απλώθηκε στο δωμάτιο. Οι γείτονες έτρεξαν να τη σβήσουν, αλλά η ταριχευμένη σωρός της Ελίζας αποτεφρώθηκε. Ήταν το πολυτιμότερο από όλα τα αμύθητης αξίας τιμαλφή και κοσμήματα που διέθετε η Δούκισσα.
Μετά το χαμό της πολυαγαπημένης της κόρης Ελίζας κατά την περιοδεία της στην οθωμανική Ασία και την επιστροφή της στην Αθήνα, πληθώρα μαρτυριών και μυθοπλασίες άρχισαν να περιβάλλουν την εκκεντρική της προσωπικότητα, καθιστώντας την παρουσία της στην Πεντέλη κατά την εποχή της δράσης των ληστών, μυστηριώδη και αινιγματική. Η ίδια απεβίωσε το 1854 σε ηλικία 69 ετών. Τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής της διέμενε κατά κύριο λόγο στην Βίλα «Ιλίσσια», η οποία κατασκευάστηκε την περίοδο 1840-1848 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη και η οποία από το 1930 στεγάζει το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.
Η φιλελληνική της δράση
Σημαντικός υπήρξε ο ρόλος της στο κίνημα του φιλελληνισμού, ενώ κληροδότησε και σημαντικά κειμήλια στο Ελληνικό Κράτος, πολλά από τα οποία διαχειρίστηκε ο Γεώργιος Σκουζές. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, τόσο η ίδια όσο και η κόρη της, διέθεσαν πολλά χρήματα στον αγώνα και διακρίθηκαν για τον φιλελληνισμό τους: συγκεκριμένα έγινε ενεργό μέλος του Φιλελληνικού Κομμιτάτου πουλώντας τα κοσμήματά της και συγκεντρώνοντας το ποσό των 14.000 φράγκων, αλλά και προσφέροντας και άλλα 9.000 φράγκα.
Η στάση της απέναντι στον Ιωάννη Καποδίστρια
Ένα πρόσωπο το οποίο εντυπωσίασε την Δούκισσα, λόγω της μόρφωσης του, ήταν ο Καποδίστριας, τον οποίο συνάντησε το 1826 στο Παρίσι. Η Σοφί εγκαταστάθηκε το 1829 στο Ναύπλιο, πόλη που όρισε ο Καποδίστριας ως την πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού έθνους. Συμμετείχε ενεργά στο συντονισμένο κίνημα των Γάλλων φιλελλήνων, ενώ το 1834 μετακόμισε στην Αθήνα, επενδύοντας σε γη. Το σπίτι της σώζεται μέχρι σήμερα. Ενίσχυσε οικονομικά την τότε νεοσύστατη δημοτική εκπαίδευση και ανέλαβε την επιμόρφωση 12 θυγατέρων αγωνιστών. Παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, αναγκάσθηκε αντιπολιτευόμενη τον Κυβερνήτη να μετατραπεί σε μισητό του εχθρό. Έπειτα από παραμονή 17 μηνών, η Σοφία αναχώρησε με την κόρη της για την Ιταλία. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια το 1831, διένειμε η ίδια φυλλάδια στη Γαλλία για τον αήθη κατά τη γνώμη της τρόπο που ο Καποδίστριας κυβερνούσε την Ελλάδα, υπερασπιζόμενη τους Μαυρομιχαλαίους δολοφόνους του.
Στην Αθήνα ανέγειρε την πρώτη μαρμάρινη Έπαυλη των Ιλισίων, έργο του διάσημου αρχιτέκτονα Σταμάτιου Κλεάνθη. Στην προσπάθειά της να αγοράσει εκτάσεις στο Πεντελικό, συνάντησε την αντίδραση της Ιεράς Μονής Πεντέλης που είχε θέσει άτυπα ολόκληρο το όρος υπό τη διακυβέρνησή της, λόγω της εξάπλωσης του ασκητισμού από το μεσαίωνα. Το τίμημα που ζητούσε η Μονή ήταν απρόσιτο και χρειάστηκε η παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης και ιδίως του γαλλόφιλου Κωλέττη, ώστε να προωθηθεί η αγορά, υποσχόμενη η Δούκισσα την πραγματοποίηση έργων κοινής ωφέλειας στην περιοχή. Το 1840 περιήλθε στην κυριότητα της έκταση 1738 στρεμμάτων στην περιοχή, αντί τιμήματος 7.512 δραχμών.
Ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Κλεάνθη την οικοδόμηση του περιβόητου Καστέλλου της Ροδοδάφνης, γνωστό ως Πύργος της Πλακεντίας, καθώς και τρία σπίτια, τη Maisonette (Μεζονέτα), την Plaisance (Πλακεντία) και τον Tourelle (Πυργίσκο). Για την κατασκευή τους συνεργάστηκαν ο Χανς Κρίστιαν Χάνσεν και ο μηχανικός Αλέξανδρος Γεωργαντάς. Η Δούκισσα προχώρησε στην κατασκευή μαρμάρινης πεντάτοξης γέφυρας πάνω από ρεματιά της πεντελικής γης, κρηνών, δύο λατομείων μαρμάρου, ενός κοιτώνα για τους λατόμους, ενώ χρηματοδότησε και τη διάνοιξη δρόμων στην Πεντέλη.
Στις 19 Δεκεμβρίου του 1847, ξέσπασε πυρκαγιά στην προσωρινή κατοικία της στην Πειραιώς, με αποτέλεσμα να αποτεφρωθεί το ταριχευμένο σώμα της κόρης της, Ελίζας. Το γεγονός αυτό συντάραξε τη Δούκισσα, η οποία έγινε δύστροπη και ακοινώνητη, ενώ πολλοί Αθηναίοι υποστήριζαν πως την έβλεπαν να γερνάει απότομα. Την αντιπάθειά της προς τον Καποδίστρια διαδέχθηκε η αποστροφή της για το βασιλιά Όθωνα, τη βασίλισσα Αμαλία και τους αυλικούς. Ο δύστροπος χαρακτήρας της την κράτησε μακρυά και από τη συνεργασία της με τον Κλεάνθη και τον Χάνσεν, παραμελώντας τις οικοδομές της.
Eκκεντρική προσωπικότητα
Η Δούκισσα της Πλακεντίας θεωρείτο εκκεντρική προσωπικότητα, με πολλούς μύθους να περιβάλλουν το πρόσωπό της και να τη συσχετίζουν με τους ληστές που κατοικούσαν στην αττική ύπαιθρο και ταλάνιζαν την Αθήνα. Στην αρχή απαρνιέται την Ορθοδοξία και ασπάζεται την Ιουδαϊκή θρησκεία. Οι κοινωνικές συναναστροφές και οι πολιτικές ιδέες της την οδήγησαν να εισάγει στην Ελλάδα μια νέα θεοκρατική κοινωνική οργάνωση μεταβάλλοντας το μέγαρό της των Ιλισίων σε κέντρο διάφορων Ελλήνων και ξένων λογίων, διανέμοντας κτήματα και τίτλους ευγενείας σε εξέχουσες μεν ελληνικές οικογένειες, στερούμενη όμως από τη πρότερη αγαθοποιό κοινωφελή δράση της. Αυτό είχε ως συνέπεια να αποξενωθεί ακόμα περισσότερο. Τον Ιούνιο του 1846 η Σοφία φέρεται να αιχμαλωτίστηκε από τον Λήσταρχο Μπίμπιση αλλά ελευθερώθηκε ύστερα από επέμβαση των Χαλανδριωτών. Αυτής ακολούθησαν άλλες ιστορίες που ανάγονται στη σφαίρα των αστικών μύθων, αναδιαρθρώνοντας κάθε φορά ιστορικά γεγονότα. Γεγονός πάντως είναι πως με δικά της έξοδα ανακατασκεύασε το 1854 τη Συναγωγή στη Χαλκίδα, ενώ συνέχισε με δικά της έξοδα τη δεύτερη έκδοση των Χρονικών του Μεσολογγίου.
Tα τελευταία χρόνια της ζωής της
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της δεν δεχόταν καμία επίσκεψη εκτός από τη Δεσποινίδα των Τιμών της Βασίλισσας Αμαλίας, τη Φωτεινή Μαυρομιχάλη, την οποία και η ίδια είχε αναθρέψει, και την Ελένη Καψάλη, κόρη του ήρωα του Μεσολογγίου Χρήστου Καψάλη. Απεβίωσε τον Μάιο του 1854 σε ηλικία 69 χρονών, όπως αναγράφεται επάνω στον τάφο της που επιμελήθηκε σε αρχαιότροπο μαρμάρινο ύφος ο Γ. Σκουζές σε σχέδια του Σταμ. Κλεάνθη.
Ο τάφος της βρίσκεται σήμερα στην Πεντέλη και μάλιστα στην Πλατεία δεξιά προς τα κάτω, υπάρχει ευμεγέθης πινακίδα που σε οδηγεί σε αυτόν. Ο κληρονόμος ανιψιός της, ερχόμενος από Γαλλία πούλησε τα περισσότερα των κτημάτων της στο Ελληνικό Δημόσιο. Η Δούκισσα της Πλακεντίας διέθεσε πάνω από 40.000 δραχμές για λογαριασμό της Ελλάδας. Ο θάνατός της δεν της επέτρεψε να δει ολοκληρωμένο το αρχιτεκτονικό αριστούργημα του Καστέλλου της Ροδοδάφνης, το οποίο ολοκληρώθηκε λίγο αργότερα. Περιήλθε στο δημόσιο, ενώ τα υπόλοιπα ιδιοκτησιακά της στοιχεία αγοράσθηκαν από τον τραπεζίτη της δούκισσας, Γεώργιο Σκουζέ, ο οποίος είχε παντρευτεί τη γραμματέα της, Ελένη Καψάλη.
Σήμερα, το Καστέλλο της Ροδοδάφνης στο λόφο Κουφού είναι γνωστό ως Πύργος Δουκίσσης Πλακεντίας, απ’ όπου διάνοιξε το δρόμο από τον Καρηττό (οδός Δουκίσσης Πλακεντίας) ενώ τον ίδιο τίτλο έχει πάρει και ο Σταθμός Δουκίσσης Πλακεντίας του Μετρό στον οποίο καταλήγει η μεγάλη ομώνυμη λεωφόρος στο Χαλάνδρι. Με τη ζωή, το έργο και τις περίεργες συναναστροφές της Δούκισσας της Πλακεντίας ασχολήθηκαν ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος και ο Δημήτριος Καμπούρογλου με πολλά, ιστορικά ανεξακρίβωτα όμως, στοιχεία. Μάλιστα, η ζωή της έγινε ταινία το 1956 από τη Μαρία Πλυτά, με τους ηθοποιούς Βούλα Χαριλάου, Ρίτα Μυράτ, Θεόδωρο Μορίδη, Λάμπρο Κωνσταντάρα και Αλέκο Δεληγιάννη.