Στην εκδήλωση Μνήμης για την Ημέρα Γενοκτονίας των Ποντίων που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 23 Μαϊου, από τον Δήμο Πεντέλης και την Ένωση Ποντίων Μελισσίων στο μνημείο Αλησμόνητων Πατρίδων στην πλατεία Μελισσίων, έξω από τον ναό του Αγίου Γεωργίου, κύριος ομιλητής ήταν ο Δρ Αντώνης Παυλίδης, ιστορικός και πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών.
Αναλυτικά, η ομιλία του κ. Παυλίδη:
«Κυρίες και κύριοι
Το 1994, το ελληνικό κοινοβούλιο, με ομόφωνη απόφασή του, καθιέρωσε τη 19η Μαΐου, ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Δεν θα αναφερθούμε στα χαρακτηριστικά της Γενοκτονίας, ούτε στα ιστορικά γεγονότα καθαυτά, αλλά θα περιοριστούμε στις επιπτώσεις της γενοκτονίας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Πριν από 10 χρόνια, ο τότε Πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, υποδεχόμενος τον Πρόεδρο της Αρμενίας Σέρζ Σαρκισιάν, μεταξύ άλλων, δήλωσε: «…κατακρεουργηθήκαμε απ’ τον ίδιο βάρβαρο».
Στις 15 Αυγούστου 2017 στην Π. Σουμελά και στις 23 του ίδιου μήνα στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, τόνισε την υποχρέωση της Τουρκίας να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της, αναγνωρίζοντας τις Γενοκτονίες που διέπραξε στις αρχές του 20ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του 1ου παγκοσμίου πολέμου κι αμέσως μετά, εναντίον των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Στις 6 Δεκεμβρίου 2019 ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, δήλωσε, καταχειροκροτούμενος, στο Διεθνές Συνέδριο της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδας, στην αίθουσα του Μουσείου Ακρόπολης, ότι θα στηρίξει τον αγώνα του ποντιακού ελληνισμού για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας.
Οι δηλώσεις αυτές, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, αποτελούν εξαιρέσεις. Ο κανόνας μέχρι σήμερα, ήταν τελείως διαφορετικός: Η ελληνική πολιτική ελίτ, ακολούθησε την τακτική του κατευνασμού, θεωρώντας ότι οι επιλογές της δεν πρέπει να ‘’ενοχλούν’’ την Τουρκία, αγνοώντας έτσι το μήνυμα, που απ’ τα βάθη των αιώνων μας υπενθυμίζει ο Θουκυδίδης, ότι ο κατευνασμός είναι ο πιο ασφαλής δρόμος να υποστείς εκείνο το οποίο προσπαθείς να αποφύγεις. Τραγική επιβεβαίωση, άλλωστε, αυτής της αρχής είχαμε στην περίπτωση του Χίτλερ, τον οποίο προσπαθούσαν να καλοπιάσουν οι Ευρωπαίοι τις παραμονές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και είδαμε το αποτέλεσμα.
Ειδικά στο ζήτημα της Γενοκτονίας, μετά την ψήφιση του 1994, το ελληνικό πολιτικό σύστημα όχι μόνο δεν συντάχθηκε με τον αγώνα των προσφυγικών φορέων, αλλά σε πολλές περιπτώσεις τον υπονόμευσε. Όχι μόνο δεν ‘’ενόχλησε’’ ποτέ την τουρκική πλευρά, αλλά αντίθετα έκανε ότι ήταν δυνατόν για να τη διευκολύνει, θυσιάζοντας το πανανθρώπινο ζήτημα της Γενοκτονίας που την ‘’ενοχλούσε’’, στο βωμό μιας επίπλαστης και ψεύτικης ελληνοτουρκικής φιλίας.
Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να τοποθετηθούν μια σειρά από γεγονότα. Για παράδειγμα: Η δήλωση πρ. Υπουργού Παιδείας ότι αυτό που υπέστησαν οι Έλληνες του Πόντου ήταν εθνοκάθαρση (κι όχι Γενοκτονία) που διευκόλυναν την Τουρκία, επειδή ο όρος αυτός είναι περιγραφικός, δεν περιλαμβάνεται στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και συνεπώς είναι ανώδυνος για το θύτη, σε αντίθεση με τον όρο ‘’Γενοκτονία’’, που, με βάση το σχετικό ψήφισμα του ΟΗΕ του 1948 ‘’για την καταστολή και πρόληψη του εγκλήματος Γενοκτονίας’’, παράγει αποτελέσματα σε βάρος του. Αυτό ειδικά είναι ένα σημείο που φοβάται η τουρκική πολιτική ελίτ. Αφετέρου η απόφασή του ίδιου Υπουργού το 2015, να αφαιρέσει τμήματα από τη διδασκόμενη ύλη του μαθήματος ιστορίας της Γ’ Λυκείου και ιδιαίτερα εκείνα που αναφέρονται στη Γενοκτονία.
Δυο φορές (το 1997 και το 2003) το ζήτημα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας έφτασε στο αρμενικό κοινοβούλιο, η πράξη όμως αναγνώρισης δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί παρενέβη και τις δύο φορές η ελληνική πρεσβεία, κατ’ εντολή προφανώς της ελληνικής κυβέρνησης.
Είναι γνωστή η προσπάθεια λαθροχειρίας στα μέσα της 10ετίας του 2000 με το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού: ο ‘’συνωστισμός’’ στη Σμύρνη ήταν το λιγότερο, στο γνωστό βιβλίο υπήρχαν δεκάδες απαράδεκτες αναφορές. Ο όρος άλλωστε ‘’συνωστισμός’’, όπως επανειλημμένα έχει δηλωθεί, ήταν ‘’δανεισμένος’’ από την τουρκική βιβλιογραφία.
Είναι επίσης οι κατά καιρούς δηλώσεις ‘’επιστημόνων’’ και ειδικών, που είναι φανερά αντίθετες με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και ταυτίζονται με τις επιλογές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, όπως πχ με τον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών και το Καστελλόριζο.
Το μήνυμα που εισπράττει απ’ όλα αυτά η τουρκική πλευρά, είναι ότι οι Έλληνες ταυτίζονται με τους στόχους της επειδή τη φοβούνται, γιατί είναι ‘’μεγάλη και ισχυρή χώρα’’, ότι μας έχει ‘’του χεριού της΄΄ γι’ αυτό συνεχίζει μια επιθετική και αναθεωρητική πολιτική γράφοντας το διεθνές δίκαιο και τους κανόνες καλής γειτονίας στα αρχαιότερα των υποδημάτων της.
Το σημερινό τουρκικό κράτος οικοδομήθηκε πάνω στις Γενοκτονίες ολόκληρων λαών και πολιτισμών στις αρχές του 20ου αιώνα, των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, των Αρμενίων και των Ασσυρίων. Γι’ αυτό είναι ένα κράτος ρατσιστικό, φοβικό και ανασφαλές, δηλητηριασμένο από το άγος του εγκλήματος, που δηλητηριάζει και ολόκληρη την κοινωνία της και συνιστά, αφενός μεν παράγοντα δημιουργίας εντάσεων και κρίσεων στην ευρύτερη περιοχή κι αφετέρου ένα καθεστώς καταπίεσης και βαρβαρότητας, που κυνηγά και φυλακίζει στο εσωτερικό του ότι είναι διαφορετικό.
Η άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις Γενοκτονίες που διέπραξε είναι ένα παράδοξο, αν συνδυαστεί με συχνές δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, που συνεχώς τους τελευταίους μήνες μας απειλούν ότι ‘’θα πάθουμε ότι και οι πρόγονοί μας’’. Δηλαδή αφενός μεν αρνούνται τη Γενοκτονία και αφετέρου επιβεβαιώνουν την πραγματοποίησή της.
Ήρθε ο καιρός το μικρόνοο ελλαδικό κράτος να λάβει κρίσιμες αποφάσεις. Όχι απλά να πάψει την υπονόμευση του αγώνα μας, αλλά ακόμη να εγκαταλείψει τις απατηλές φοβίες του παρελθόντος και να συνταχθεί μαζί μας στο μεγάλο και πανανθρώπινο αγώνα για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας. Για να αυξηθεί η διεθνής πίεση σ’ εκείνους που προκάλεσαν τη βαρβαρότητα. Για ν’ αποδεχθούν τα εγκλήματα στα οποία θεμελιώθηκε το κράτος τους και νάρθουν αντιμέτωποι με τον εαυτό τους. Γιατί αυτός ίσως είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να αλλάξει ριζικά το τοπίο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ήδη οι φωνές μέσα στην Τουρκία, που μιλάνε για την ανάγκη αναγνώρισης των εγκλημάτων που πραγματοποιήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, συνεχώς δυναμώνουν. Ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι, ακτιβιστές, ζητούν την αναγνώριση των Γενοκτονιών που διαπράχτηκαν, θεωρώντας ότι αυτό θα διαμορφώσει τις συνθήκες για μια κοινωνία και μια χώρα πιο δημοκρατική, πιο ανεκτική, πιο ειρηνική. Αυτό θέλουμε κι εμείς. Γι’ αυτό ακριβώς αγωνιζόμαστε. Γιατί η αναγνώριση της Γενοκτονίας από την ίδια θα επιφέρει τη λύτρωση στην τουρκική κοινωνία και τον εξανθρωπισμό του κράτους κι ένα μέλλον πιο φωτεινό, πιο ειρηνικό, πιο δημιουργικό, όχι μόνο ανάμεσα στους δύο λαούς, αλλά και ανάμεσα σ’ όλους τους λαούς της περιοχής. Αυτό το μέλλον το δικαιούνται οι λαοί και το απαιτούν οι σύγχρονες πραγματικότητες».