Με πόλο έλξης το «Gagarin 205», το μαγαζί του Νικόλα Τριανταφυλλίδη, ο Πέτρος Τατσόπουλος υπογράφει ένα συναρπαστικό non fiction novel και αναλαμβάνει να μας αφηγηθεί την ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας όπως δεν θα τη διδαχτούμε ποτέ στα σχολεία. Από τη θρυλική ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης έως τη βλάσφημη εκπομπή του για τον Φλωρινιώτη στο Τρίτο Πρόγραμμα, από τους λασπότοπους της Καλαμαριάς έως τις ελληνικές παροικίες στο Μόντρεαλ, το Σικάγο και την Αστόρια, εμβληματικές μορφές της λαϊκής σάτιρας και των εφηβικών ονειρώξεων, όπως ο Χάρρυ Κλυνν και ο Κώστας Γκουζγκούνης, μας ξεναγεί σε έναν κόσμο όπου έχουν καταλυθεί τα όρια ανάμεσα στο υψηλό και στο χυδαίο, ενόσω και η πιο τολμηρή φαντασίωση φλερτάρει με μια προ πολλού χαμένη αθωότητα. Μια νοσταλγική ματιά στην εποχή που ο πολιτισμός δεν είχε μπει σε κουτάκια και μπορούσες ακόμη και σ’ ένα τσοντάδικο να δεις το Θεώρημα του Παζολίνι.
«Το βιβλίο το έγραφα έξι χρόνια από το 2010 μέχρι αυτό το καλοκαίρι, κάνοντας ενδιάμεσα πολλά διαλείμματα. Η ενασχόλησή μου με την πολιτική με πήγε πίσω, δυστυχώς, γιατί τού το είχα υποσχεθεί να το δει του Νικόλα Τριανταφυλλίδη. Δεν περίμενα να χαθεί τόσο νωρίς. Η διάγνωση για τον καρκίνο στους πνεύμονές του έγινε πέρυσι και μέσα σε λίγο καιρό χάθηκε. Δεν το πρόλαβα για μερικούς μήνες.
Το «Γκαγκάριν» είναι ένας εναλλακτικός , διασκεδαστικός τρόπος να διαβάσεις τη νεότερη ελληνική ιστορία και πολύ πιο πραγματικός στην ουσία του, γιατί η επίσημη ιστορία δεν είναι αυτή που εντυπώνεται στη μνήμη. Οι περισσότεροι δεν θυμόμαστε τα ονόματα των πρωθυπουργών, θυμόμαστε όμως τον Χάρρυ Κλυνν, τον Γκουζγκούνη και διαμόρφωσαν τα γούστα μας, αυτό δηλαδή που είμαστε».
«Έτσι συνδέεται η Τζούλια Αλεξανδράτου με τον Μάνο Χατζιδάκι»
«Η Αλεξανδράτου γίνεται γνωστή στο Πανελλήνιο το 2010 με τη τσόντα που έκανε με τον Σειρηνάκη. Στην εταιρία του Σειρηνάκη κάνει την τελευταία του ταινία ο Γκουζγκούνης, 80 ετών πια, ως δάσκαλος του σεξ σε νεαρές πορνοστάρ το 2012. Στην ίδια εταιρία που κάνει το ντεμπούτο της η Αλεξανδράτου «γυρίζει» το κύκνειο άσμα του ο Γκουζγκούνης. Αυτός με τη σειρά του είχε κάνει το δικό του ντεμπούτο στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «η Αγνή του λιμανιού» το 1952, μεγάλη επιτυχία της εποχής. Ο Γκουζγκούνης κάνει ένα πέρασμα ως θαμώνας ενός μπαρ – χρειάζεται να προσπαθήσεις βέβαια να τον αναγνωρίσεις. Στην ίδια ταινία, κάνει τη μοναδική κινηματογραφική του εμφάνιση ο Μάνος Χατζιδάκις, ως πιανίστας. Τέτοιες καραμπόλες γίνονται διαρκώς. Με τον ίδιο τρόπο ο Χατζιδάκις κάνει αργότερα καραμπόλα με τον Βαμβακάρη, οποίος έχει στο συγκρότημά του τον Φλωρινιώτη. Μέσα στην ιστορία από καραμπόλα σε καραμπόλα μπαίνουν η Άννα Βίσση, ο Νίκος Καρβέλας, ο Βασίλης Λέκκας, ο Μάριος Φραγκούλης. Άνθρωποι παράταιροι. Από διαφορετικούς κόσμους. Αυτού του είδους οι καραμπόλες είναι η ίδια η πεμπτουσία του βιβλίου αλλά και της ζωής».
Σκέψεις που γέννησαν την ιδέα του βιβλίου
«Ξεκίνησα να το γράφω ως μυθιστόρημα και όχι σαν αυτό που είναι τώρα, δηλαδή μη μυθοπλαστική νουβέλα, non fiction novel. Όταν τελείωσα την “Kαλοσύνη των ξένων”, το προηγούμενο non fiction novel που είχα γράψει με θέμα την υιοθεσία μου, έγραφα για 3 σημαντικά πρόσωπα: Τη θετή μου μητέρα, το θετό μου πατέρα και τη φυσική μου μητέρα. Δεν έλεγα τίποτα για τον φυσικό μου πατέρα γιατί δε γνωρίζω τίποτε γι αυτόν, δεν τον έχω γνωρίσει ποτέ. Σκεφτόμουν λοιπόν, ότι αν έγραφα ένα μυθιστόρημα και έβαζα μια υπόθεση εργασίας, αυτό θα ήταν τι σκέφτεται ένα υιοθετημένο παιδί: ποιος μπορεί να είναι ο πατέρας του, πώς τον φαντάζεται σε διάφορα επαγγέλματα… Σκέφτεσαι ότι ο πατέρας σου μπορεί να είναι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ένας βαρυποινίτης στις φυλακές, μπορεί να είναι χορευτής στα Μπολσόι ή κάποιος που κάθεται απλώς δίπλα σου στο σινεμά ή σε ένα καφέ. Αυτό σου δίνει και μια ελευθερία να φαντάζεσαι τον εαυτό σου στους αντίστοιχους ρόλους. Είναι ερεθιστικό μυθοπλαστικά. Στην υπόθεση εργασίας σκεφτόμουν τι θα έκανε ο ήρωάς μου αν ανακάλυπτε ότι ο πατέρας του είναι ένας πορνοστάρ που τον έβλεπε ξαφνικά στην οθόνη μαζί με τους έφηβους φίλους του που του κάνουν καζούρα. Τι θα γινόταν στον ψυχικό του κόσμο; Μπορεί να γινόταν ένα είδος Τένιας Μακρή, ένας ειδικός που θα έλεγε στον κόσμο πώς να μη διαλύονται οι οικογένειες. Αυτό ως υπόθεση εργασίας για μυθιστόρημα με οδήγησε στο να αρχίσω μια έρευνα για το χώρο του πορνό κινηματόγραφου. Να ψάχνω στοιχεία. Και η έρευνα με οδήγησε στον Γκουζγκούνη. Στον αρχετυπικό πορνοστάρ της Ελλάδας, παρά το γεγονός ότι έχει γυρίσει μόνο μια κανονική hardcore τσόντα. Ανάμεσα σε αυτούς που γνώρισα είναι ο Νικόλας Τριανταφυλλίδης. Έτσι, μαθαίνω ότι ο Νίκος όχι μόνο έχει συνεργαστεί με τον Γκουζγκούνη αλλά του έχει δώσει και δύο μικρούς ρόλους σε ταινίες του, αλλά και του έχει βαφτίσει την κόρη του Λώρα.
Ταυτόχρονα όμως ο Νίκος μού λέει ιστορίες για το Γκαγκάριν, το μαγαζί του στη Λιοσίων, και για τον πατέρα του Χάρρυ Κλυνν κι έτσι οδηγούμαι σε άλλα μονοπάτια, στους λαϊκούς καλλιτέχνες του 1960, ανακαλύπτω ιστορίες μέσα σε άλλες ιστορίες σαν ένα είδος μπάμπουσκας. Εκεί είναι το κομβικό σημείο που αποφασίζω να εγκαταλείψω την ιδέα του μυθιστορήματος, βλέποντας ότι έχω πολύ υλικό και μάλιστα σπουδαίο, που υπερβαίνει τη φαντασία κατά πολύ. Πρέπει να γράψεις την ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας, την πιάνει από τα Δεκεμβριανά μέχρι σήμερα. Ο ίδιος ο χώρος του Γκαγκάριν είναι ένας χώρος φορτωμένος με ιστορία, στρατόπεδο συγκέντρωσης, κινηματογράφος, χώρος για βαριετέ, τσοντάδικο, παίζει ταινίες καράτε».
«Τα παιδιά μου, η λατρεία μου»
«Έχω ένα γιο τον 23χρονο Γιάννη με την πρώτη μου σύζυγο, την ηθοποιό Άννυ Λούλου. Ο Γιάννης θέλει να γίνει μουσικός και σαξοφωνίστας. Τον αγαπώ πάρα πολύ, εξίσου με την 8χρονη κόρη μου, αν και εκείνη πιστεύει ότι αγαπάω μόνο αυτήν. Ο Γιάννης μεγάλωσε με τη μαμά του, αλλά νομίζω ότι ήμουν πολύ καλός μπαμπάς γιατί και εγώ και η μητέρα του, δεν κάναμε τα κατινίστικα να μιλάμε άσχημα ο ένας για τον άλλον. Θυμάμαι όταν με είχε βγάλει το «Status» άντρα της χρονιάς το 2006 για το βιβλίο μου «Η καλοσύνη των ξένων», ο Γιάννης ήταν 13. Πάω κι εγώ χαρούμενος και τού λέω «Γιάννη, το περιοδικό με έβγαλε άντρα της χρονιάς»! Σκέφτεται λίγο, με κοιτάει περίεργα και μου λέει: ‘‘Έλα ρε μπαμπά, ξέρεις τι αγόρια κυκλοφορούν εκεί έξω’’; Ξαναείδα λοιπόν το ίδιο έργο, τη στιγμή που δεν πίστευα να το δω, αλλά αυτή τη φορά με πρωταγωνίστρια. Την κόρη μου».
«Είμαι ο ορισμός του χαζομπαμπά»
«Της έχω μεγάλη αδυναμία, είμαι εντελώς χαζομπαμπάς. Μου λέει συνέχεια ατάκες τις οποίες τις γράφω για να μην τις ξεχάσω. Πρόσφατα μου είπε για την 28η Οκτωβρίου. Μου λέει ‘‘μπαμπά αύριο και μεθαύριο δεν έχουμε σχολείο’’. ‘‘Καλά, για μεθαύριο το καταλαβαίνω που είναι η επέτειος, αλλά αύριο;’’ της λέω εγώ. ‘‘Μα για την αναμονή μπαμπά’’, μου απαντάει. Είναι πανέξυπνη και σκερτζόζα και πανέμορφη και γι αυτό είμαι σα χαζός μαζί της. Θυμάμαι όταν είχαν δολοφονήσει τον Καντάφι, το μωρό μου ήταν 4 ετών. Ήρθε καταχαρούμενο και μου είπε ‘‘μπαμπά, μπαμπά, σκοτώσανε τον Κανταΐφι’’! Τη λατρεύω!
«Η κρίση με επηρέασε με καθυστέρηση»
«Ναι, με έχει επηρεάσει, αλλά δεν κλαίγομαι γιατί ξέρω ότι άλλοι είναι σε πραγματικά πολύ άσχημη κατάσταση. Όμως, ναι, τα περισσότερα λεφτά τα δίνεις πια στην εφορία, σκέφτεσαι από το πρωί ως το βράδυ πώς θα βγάλεις το μήνα. Η περίοδος που ήμουν βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ από το ‘12 ως τις αρχές ‘15, έβγαζα πολλά και εύκολα χρήματα. Το βουλευτιλίκι είναι η μόνη δουλειά με μεγάλες αποδοχές που δε σου ζητάει τίποτα, ούτε καν την παρουσία σου, τα πιο εύκολα λεφτά που μπορεί να βγάλει κανείς. Γι αυτό το λόγο σε αποκοιμίζει, σε βγάζει από την πραγματικότητα. Όταν παύεις να είσαι βουλευτής προσγειώνεσαι ανώμαλα. Πάντως, η κρίση επιδεινώνεται, τα χειρότερα έρχονται, δε βλέπω ανάκαμψη».
Who is who
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1959 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Παρακολούθησε μαθήματα Οικονομικών στη Βιομηχανική Σχολή Πειραιά και Πολιτικών Επιστημών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του και δεν απέκτησε πτυχίο. Εργάστηκε ως σεναριογράφος, ασκούμενος κοινωνικός λειτουργός, σύμβουλος εκδόσεων στους οίκους Λιβάνη, Καστανιώτη και σύμβουλος σεναρίων στην κρατική τηλεόραση (ΕΡΤ), δημοσιογράφος και παρουσιαστής στην εκπομπή βιβλίου Πνεύμα Αντιλογίας και παρουσιαστής της σειράς ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ 1821. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων από το 1989 και μετείχε στο Διοικητικό της Συμβούλιο κατά την περίοδο 2001-2003. Είναι επίσης ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος. Στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 2012, εκλέχθηκε βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ. Τον Ιανουάριο του 2014 υπέβαλε στη διάθεση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, την παραίτησή του από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος, ως αποτέλεσμα εσωκομματικών τριβών. Μετά από συνάντηση των δύο ανδρών, ανακοινώθηκε και επίσημα η παραίτηση του Τατσόπουλου από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος, χωρίς ωστόσο αυτή να συνοδεύεται και από παραίτηση από τη βουλευτική του έδρα.