• «Graffito» (του Παύλου Μάτεσι / ISBN: 978-960-03-5015-9 / Τιμή: 12,00 ευρώ)
Aν παρουσιαστεί στη Bουλή αιφνίδια θανατηφόρα, μεταδοτική ασθένεια;
Aν, για να εμποδίσει εξάπλωση του λοιμού, η Xωροφυλακή χτίσει πόρτες και παράθυρα της Bουλής, μεταφέρει συγγενείς των πολιτικών και δωρολήπτες στην πλατεία της και πραγματοποιήσει ολοκαύτωμα;
Aν ορισμένα πτηνά από τη Bουλή, που θα ανέλθουν «ψηλά», μεταδώσουν το μίασμα σε ουράνια πλάσματα; Aν τα αγάλματα βγουν γαλήνια από τα μουσεία και ζητήσουν ένα ποτήρι νερό;
Kαι εάν ο πολίτης θεάται και τα μετέπειτα έργα του λοιμού: την πρωτεύουσα μεταποιημένη σε επίπεδη, ανθηρή πεδιάδα, όπου οι κάτοικοι (πρώην 6 εκατομμύρια, τώρα 6 χιλιάδες) ευτυχούν πλέον, και όλα τα ανωτέρω τα δουν ως happy end και αποφασίσουν ότι: Bουλή, Nόμοι, Kράτος, τους είναι περιττά;
• «Ανθολογία ελληνικού διηγήματος του 20ού αιώνα» (του Θανάση Θ. Νιάρχου / ISBN: 978-960-03-4384-7 / Τιμή: 35,00 ευρώ)
Μια ανθολογία ελληνικού διηγήματος του 20ού αιώνα είναι, εκ των πραγμάτων, ένα εγχείρημα συνολικού χαρακτήρα. Οφείλει να αποτυπώνει μέσα από κατασταλαγμένες μορφές τόσο τις περιπέτειες της γραφής όσο και της γλώσσας αλλά και της χώρας που ανέδειξε τους επιλεγμένους διηγηματογράφους. Όσο απαραίτητοι είναι σε μια ανθολογία οι δημιουργοί-αγκωνάρια, οι δημιουργοί που σ’ αυτούς αναφερόμαστε αυθόρμητα, σχεδόν χωρίς σκέψη, άλλο τόσο ενδυναμώνουν την ανθολογία αυτή οι δημιουργοί ήσσονος σημασίας. Οι συγγραφείς δηλαδή που αποτυπώνουν «στιγμές» και «εικόνες» ταπεινές και φαινομενικά ασήμαντες, που συχνά ξεφεύγουν από τον χείμαρρο των καταστάσεων που αναδεικνύουν τα κορυφαία μεγέθη. Και στη μία και στην άλλη περίσταση πρόκειται για δημιουργούς που η ιστορία της λογοτεχνίας έχει ήδη κατακυρώσει. Γιατί μια ανθολογία που φιλοδοξεί να περικλείσει έναν αιώνα δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται σε πειραματικές, ανιχνευτικές τάσεις, αλλά μονάχα σε ό,τι έχει ήδη καταξιώσει ο χρόνος και η μνήμη.
• «Ποιους θα δαγκώσω άμα λυσσάξω» (του Παντελή Καλιότσου / ISBN: 978-960-03-5011-1 / Τιμή: 16,00 ευρώ)
Τα πρώτα συμπτώματα λύσσας εκδηλώνονται όταν θυμώνεις πολύ και δεν σ’ ακούει κανείς. Τον χειμώνα του 1959, διαβλέποντας τον κίνδυνο να αρρωστήσω από θυμό, άρχισα να συντάσσω έναν ονομαστικό κατάλογο μ’ εκείνους που θα ήθελα να δαγκώσω στην περίπτωση που λυσσάξω. Η Ελλάδα είχε τότε περίπου επτάμισι εκατομμύρια ανθρώπους – θα ήταν αδύνατο να βάλω στον κατάλογό μου έστω και τους μισούς. Έτσι αποφάσισα να βάλω μόνο όσους ήταν «υπεράνω υποψίας». Υπεράνω υποψίας ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιάκωβος. Αυτόν έβαλα πρώτο, ενώ πρώτη έπρεπε να βάλω τη βασίλισσά μας, τη Φρειδερίκη (την οποία άλλωστε θα ήταν εντελώς αδύνατο να δαγκώσω). Σημειώνω ότι εκείνη την εποχή δεν είχα τεχνητή οδοντοστοιχία. Όσο για τον Θεό, δεν ξέρω τίποτα – μου λείπουν οι λέξεις. Τη μια μέρα πιστεύω ότι υπάρχει και την άλλη πως δεν υπάρχει. Στην πρώτη περίπτωση με βασανίζει μια μεγάλη απορία: Γιατί δούλεψε μόνο έξι μέρες και μετά τα παράτησε κι έφυγε; Για το πού πήγε δεν με απασχολεί – άμα το σκέφτομαι μου φέρνει ζάλη. Οι κακοτεχνίες Του με εξοργίζουν και η πρόωρη συνταξιοδότησή Του.