Κανένας δε θα το μπορούσε,
κανένας δε θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
για να ακούσει τα:
γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι, πρόσφυγες, βρομομετανάστες
ζητιάνοι ασύλου, που ρουφάτε τη χώρα μας
αράπηδες με τα χέρια απλωμένα
μυρίζετε περίεργα απολίτιστοι,
κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
να κάνετε και τη δική μας.
Πώς δε δίνουμε σημασία
στα λόγια, στα άγρια βλέμματα
ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο να καταπιείς
από τα χαλίκια, από τα κόκαλα
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.
Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία.
Πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές,
εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα,
να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου,
να συρθείς στην έρημο, να κολυμπήσεις ωκεανούς,
να πνιγείς, να σωθείς, να πεινάσεις, να εκλιπαρήσεις,
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια.
H επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.
Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα είναι
μια ιδρωμένη φωνή στο αυτί σου
που λέει φύγε, τρέξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού
θα είσαι πιο ασφαλής απ’ ό,τι εδώ»
Ουαρσάν ΣαΪρ «Πατρίδα»