Ήταν τα όμορφα προπολεμικά χρόνια, όταν οι πρόγονοι του Ευγένιου Σπαθάρη γνώρισαν το Μαρούσι. Ήρθαν σ’ αυτό μια παραμονή της Παναγίας της Μαρουσιώτισσας και με την προτροπή ενός αθμονέα αγρότη, που καλλιεργούσε πατάτα στον κάμπο του Παράδεισου, ανέβηκαν στο πανηγύρι. Μαγεύτηκαν κυριολεκτικά και όνειρό τους ήταν πάντα να εγκατασταθούν σ’ αυτό, επιθυμία, που πραγματοποιήθηκε πολύ αργότερα.
Γράφει ο Δημήτρης Μασούρης
Η ζωή του Σωτήρη Σπαθάρη, όπως και του γιου του Ευγένιου, ήταν μια ζωή βιοπαλαιστών καλλιτεχνών, που είχε όλα τα χαρίσματα, ελεύθερα να εκφράζεται μέσα από πραγματικά γεγονότα, που εκείνοι υπήρξαν δρώντα πρόσωπα. Μέσα από τη ζωή τους περνάει η ελληνική ψυχή, που ζυμώνεται καθημερινά με παραστάσεις και ακούσματα, προσφερόμενα, και που εκείνη δεν τα αντιπαρέρχεται αλλά προβάλλοντάς τα και ενίοτε μεγεθύνοντάς τα, τα αντιμετωπίζει ρωμαλέα και με σύνεση.
Η εκτίμηση στα χαρισματικά αυτά πρόσωπα, τους δημιουργούς αυτής της έκφρασης της λαϊκής ψυχής φάνηκε και στους μεγάλους λογοτέχνες μας π.χ. το Σικελιανό και άλλους, όταν διατύπωσαν το ενδιαφέρον τους προς αυτούς τους κληρονόμους της αέναης ελληνικής παράδοσης του γνήσιου Καραγκιόζη και της τέχνης του θεάτρου σκιών.
Η τέχνη αυτή των Σπαθάρηδων άφησε στο Μαρούσι εποχή. Παλαιότερα και προπολεμικά ο Σωτήρης Σπαθάρης, πατέρας του Ευγένιου, σε μια πρώτη φάση άσκησε την τέχνη του Καραγκιόζη στα παραγκόσπιτα, που ήταν απέναντι από την παλαιά Δημαρχία κοντά στο σπίτι του Γιολδάση, εκδότη τότε της εφημερίδας «Αστραπή». Εκεί έπαιζε τα καλοκαίρια. Ένα λευκό σεντόνι, τεντωμένο σε ένα διπλό παράθυρο, μερικοί πάγκοι ξύλινοι στο χώμα, που βρεχόταν, πριν αρχίσει η παράσταση τόσο πολύ, ώστε να σφίξει – νερό μετέφεραν με γκαζοτενεκέδες τα μαρουσιωτόπουλα από την πλατεία Ηρώων και είχαν σαν ανταμοιβή μία δωρεάν παράσταση – για να μη σηκώνεται σκόνη, ένα αγιόκλημα στο μαντρότοιχο ανθισμένο και ο χώρος ήταν έτοιμος. Μια ασετιλίνη, όταν νύχτωνε, φώτιζε το σεντόνι. Δεξιά το σαράι και αριστερά η φτωχοκαλύβα του πεινασμένου πάντα Καραγκιόζη με τον ενδιάμεσο κοινό χώρο για την εμφάνιση των ηρώων.
Ο χώρος κάθε βράδυ γέμιζε από παιδιά αλλά και μεγάλης ηλικίας ανθρώπους. Οι ενενηντάρηδες σήμερα θυμούνται ακόμη και διηγούνται. Πριν αρχίσει η παράσταση, η προσέλευση του κόσμου ενθουσίαζε τον καραγκιοζοπαίχτη. Ακουγόταν ευχαριστημένη η φωνή του, που έλεγε: «Ε, ρε, γλέντι που θα γίνει απόψε». Τα έργα, που παίζονταν (1925-1930) ήταν ιστορικά, όπως π.χ. Η εκδίκηση του Ανδρούτσου, ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη, ο απαγχονισμός του Πατριάρχη αλλά και κοινωνικά επίκαιρα όπως: η κακούργα πεθερά (Κάστρου) κ.ά.
Σε μια δεύτερη φάση παραστάσεων ο Σπαθάρης με τη γερμανική κατοχή είχε εγκατασταθεί στο ισόγειο του ξενοδοχείου Χαϊμαντά στην πλατεία Κασταλίας και έπαιζε πάντα τις μεταμεσημβρινές και απογευματινές, πριν βραδιάσει, ώρες. Ο κατακτητής δεν επέτρεπε με το σκοτάδι κίνηση στους δρόμους. Ριπές πολυβόλων σπάθιζαν, μόλις νύχτωνε, τους δρόμους. Αλλά και τότε παρά τις απαγορευτικές ανακοινώσεις, που γίνονταν με χωνιά, τα μεσημέρια και τα απογεύματα ο παιδόκοσμος παρακολουθούσε την τέχνη του θεάτρου σκιών. Τόσο πολύ σαν παιδιά είχαμε αγαπήσει τον Καραγκιόζη, ώστε τρέχαμε όλοι να παρακολουθήσουμε τις παραστάσεις.
Αξίζει να σημειωθεί πως αγαπημένο μας έργο ήταν ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο φίδι. Δε θα ξεχάσω τις φράσεις του Σπαθάρη: «Έξελθε κατηραμένε όφι, έξελθε, ίνα μη σε εξέλθω», που είχαν γίνει τόσο αγαπητές, ώστε παρέμειναν και σήμερα ακόμη σλόγκαν στα γκρουπούσκουλα.
Βλέπετε, τα μητρώα της παιδικής μνήμης παίρνουν τώρα, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, σχεδόν μια μυθική διάσταση και διεκδικούν προτεραιότητα περιγραφής. Πηγαίναμε κατευθείαν στο μαγαζί του πολύ αγαπητού Μιχάλη Αλιμπέρτη, της Κόμισσας κ.ά., για να προμηθευτούμε σχέδια – φιγούρες του Καραγκιόζη και των μελών της οικογένειάς του, του Μπαρμπαγιώργου, του Βεληγκέκα, του Αλή πασά, της Βεζυροπούλας, του Μεγαλέξανδρου κ.λπ. και να κατασκευάσουμε μόνοι μας τους ήρωες των σκιών.
Παίρναμε τα σχέδια, τα κολλούσαμε με κουρκουμέλα στα χαρτόνια, το κόβαμε με ψαλίδι και τα σκαλίζαμε με το κοπίδι. Μερικοί χρησιμοποιούσαν στο μάθημα της χειροτεχνίας και κόντρα πλακέ, κόβοντας το ξύλο με πριονάκι. Μια τέτοια φιγούρα διατηρείται ακόμη σ’ ένα μπαούλο μου. Ο Καραγκιόζης με τον τρόπο, που τον παρουσίαζε ο Σπαθάρης είχε πολύ επηρεάσει την παιδική μας ζωή. Είχε μιλήσει άμεσα.