Τα βραδάκια λοιπόν:
«λευκό σεντόνι
κάτω απ’ το τραπέζι
μ’ ένα κερί
να τρεμοπαίζει»,
χωνόμαστε και παίζαμε. Μερικές φορές βγαίναμε στα χαγιάτια, το πλυσταριό, τις καρούτες και όπου αλλού βρίσκαμε πρόσφορο χώρο. Το κείμενο του Καραγκιόζη το διαβάζαμε από φυλλάδες, που είχεν εκδώσει ο Αστέρας.
Τον Ευγένιο έτυχε να τον γνωρίσω με τον τότε αντιδήμαρχο Γιώργο Ζήκο, όταν πήγαμε στο σπίτι του –νομίζω πως ήταν το 1991– προκειμένου να δημιουργηθεί Μουσείο από το Δήμο Αμαρουσίου, όπως ο ίδιος ο Ευγένιος το είχε ζητήσει. Δε θα ξεχάσω το πλήθος των φιγουρών των ηρώων, των αφισών, των ρεκλαμών, των διαφημίσεων των παραστάσεων κ.λπ. σύνεργα καραγκιοζοπαιχτικής, που υπήρχαν άφθονα μέσα σε διάφορα σεντούκια επιμελημένα από τις περιοδείες του Ευγένιου και του πατέρα του. Μπορούσες ακόμη να δεις φιγούρες Καραγκιόζη Τούρκου, Ινδού, Κινέζου, Ιαπωνέζου κ.λπ. Όλα με απέραντη τάξη και περισσή φροντίδα τοποθετημένα. Δε θα ξεχάσω ακόμη την αγάπη και τη φροντίδα, όταν άνοιγε τα μπαούλα να μας τα δείξει και τις κατατοπιστικές εισαγωγές που έκανε, όταν στην αλλοδαπή παρουσίαζε έργα του. Έπιανε τις φιγούρες προσεκτικά και τις ανύψωνε περήφανα με προσοχή και στοργή σα να ήταν μωρά από την κούνια. Μεταφερόταν νοερά στους χρόνους εκείνους των παραστάσεων με συγκίνηση, όταν μιλούσε για τις παραστάσεις, που είχαν παρακολουθήσει πρόεδροι, πρεσβευτές, διπλωμάτες, μεγιστάνες του πλούτου, συγγραφείς, λογοτέχνες ποιητές και απλοί μεροκαματιάρηδες της εργατιάς με τον ολόδικό τους μόχθο σκαλισμένο στα πρόσωπά τους. Εκείνοι είχαν εντυπωσιαστεί με την τέχνη του και όχι λιγότερο εμείς. Μείναμε έκπληκτοι και ζητήσαμε την άμεση αυτή στέγαση του πάντα πεινασμένου αυτού Έλληνα Καραγκιόζη.
Γνώρισα επίσης και το συνάδελφο-ομότεχνο Γιώργο Ιωάννου, που αγάπησε κι εκείνος πάρα πολύ τον Καραγκιόζη. Πέθαινε κυριολεκτικά γι’ αυτόν και αφοσιώθηκε στην εργογραφία του λαϊκού ήρωα. Και ενώ εμείς τρέχαμε στα υπόγεια των παλαιοβιβλιοπωλείων στο Μοναστηράκι για να βρούμε παλαιά σχόλια στο Θουκυδίδη και τον Καίσαρα, εκείνος αναζητούσε παλαιά φυλλάδια του Καραγκιόζη.
Ξανασυνάντησα τον Ευγένιο Σπαθάρη στο αφιερωματικό απόγευμα, που είχε διοργανώσει στις 28 Γενάρη του 2007 η καλλιτεχνική πνευματική κίνηση «Αθμόνιο Θέατρο» της Ηγερίας της τέχνης κ. Αταλάντης Κλαπάκη. Πάντα ευγενικός, προσιτός, ήρεμος, θαυμαστικά ωραίος άνθρωπος.
Ο Ευγένιος Σπαθάρης με την τέχνη του αναγνωρίστηκε μεγάλος δάσκαλος, σπουδαίος και ευφυής. Η τέχνη του αποτέλεσε προσφιλή νησίδα, όαση επαγγελίας, στη διψασμένη για αλήθεια λαϊκή ψυχή. Ο καλλιτέχνης Σπαθάρης θα ζη μέσα από το έργο του στο Μαρούσι, που τόσο αγάπησε. Το Μαρούσι ανταπέδωσε την αγάπη το προς τον ενσαρκωτή ήρωα του Καραγκιόζη. Η φωνή του θα ακούγεται μέσα από το έργο του. Σήμερα μάλιστα, που τα ανάποδα του κόσμου όλο και πολλαπλασιάζονται, δε μένουν κρυφά αλλά ξεσκεπάζονται, η πηγαία δύναμη, που κρύβει μέσα του ο Καραγκιόζης με το θυμόσοφο χαρακτήρα της έκφρασης του βρίσκει τρόπο με ηρωισμό και αυτάπάρνηση να τα αποκαλύπτει. Εκείνος μίλησε και μιλάει άμεσα στην εποχή μας. Εκείνος μίλησε στις καρδιές των παιδιών και αυτά του απάντησαν: « Σε αγαπάμε».
Ο θησαυρός, που έχουμε κληρονομήσει, περιμένει το συνεχιστή του. Είναι απόλυτη ανάγκη να βρεθεί ο συνεχιστής. Και θα βρεθεί. Γιατί ένα έργο, που θεμελιώνεται πάνω στη δημιουργική αγάπη, μπορεί να αναστέλλεται προσωρινά στο κυκλοχρόνισμα αλλά ποτέ δε χάνεται.