Είδα το «Χιούι» (Hughie 1941) του Ευγένιου Ο’ Νιλ, στο Altera Pars, όπου παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη και μπορώ να πω ότι σε γενικές γραμμές μου άρεσε.
Η δράση του έργου (ένα από 7 ή 8 του Ο’ Νιλ με γενικό τίτλο «Αντί νεκρολογίας») ξετυλίγεται στη ρεσεψιόν ενός άθλιου ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης μια νύχτα του 1928, λίγο πριν από το μεγάλο οικονομικό κραχ του ‘29.
Ο Έρι, παλιός, μόνιμος ένοικος του ξενοδοχείου, επιστρέφει μετά από πολυήμερο μεθύσι και αντικρίζει τον καινούργιο ρεσεψιονίστ. Του θυμίζει τον Χιούι, τον προηγούμενο ρεσεψιονίστ που ήταν φίλος του και πέθανε πρόσφατα. Είναι ανεπάγγελτος, περιθωριακός, μονίμως άφραγκος –καθότι μικροκομπιναδόρος, παρακατιανός και εκτός μαφίας– τζογαδόρος.
Ο ρεσεψιονίστ, ένας φουκαράς, τίμιος οικογενειάρχης, που από ανάγκη δέχτηκε τη νυχτερινή βάρδια, με τους ανησυχαστικούς θορύβους προσμετρά τους κινδύνους, τη μοναξιά και αγρύπνια του για ένα ψωρομεροκάματο.
Δύο διαφορετικοί άνθρωποι. Μόνη ομοιότητα, η μοναξιά και η βιοποριστική ανάγκη τους. Η μοναχικότητα του ρεσεψιονίστ εκφράζεται με τη σιωπή. Η μοναχικότητα του Έρι, με πρόσχημα τις αναμνήσεις του από τον πεθαμένο Χιούι, εκφράζεται με την ανάγκη του να επικοινωνήσει, να μιλήσει με έναν άνθρωπο, να εξομολογηθεί ιστορίες, βιώματα, επιθυμίες, αλήθειες και ψέματα, ακόμα και σε έναν άγνωστο.
Ο Ευγένιος Ο’ Νιλ περιγράφει έναν κόσμο που δεν διαφέρει πολύ από τον σημερινό. Με φονικό χιούμορ, αλλά και βαθιά ανθρωπιά μας μεταφέρει στον χώρο του Αμερικάνικου Ονείρου και αποτυπώνει έναν κάλπικο κόσμο φούσκας και ψευτιάς. Το «Χιούι» -μέσα από τους κωμικοτραγικούς του ήρωες που σαν να βγαίνουν από την παράδοση του αμερικανικού μπουρλέσκ- είναι ένα καίριο σχόλιο για την Αμερική, αλλά και για ολόκληρο τον σύγχρονο κόσμο.
«Το Χιούι είναι έργο για το θέατρο του μέλλοντος», είχε πει ο Ο’ Νιλ, αρνούμενος ενόσω ζούσε να το δώσει για παράσταση, επειδή φοβόταν ένα συμβατικό ανέβασμά του. Προαναγγέλλοντας το θέατρο των πολυμέσων, ο συγγραφέας είπε ότι το έργο χρειάζεται φιλμ, ειδικά επεξεργασμένα sound track και ηχογραφημένα για να λειτουργήσει σκηνικά.
Έτσι ακριβώς παρουσιάστηκε και στην παράσταση που είδα στο Altera Pars.
Η μετάφραση και η εξαιρετικά ατμοσφαιρική σκηνοθεσία της Άσπας Τομπούλη, ανέδειξε την ενδιαφέρουσα δραματουργική γραφή του έργου, αλλά και ευεργετήθηκε από τις αξιόλογες ερμηνείες, του πειστικά μελαγχολικού και συναισθηματικού Μάνου Σταλάκη (ως ρεσεψιονίστ) και του εξαιρετικά άμεσου, φυσικού και αυθόρμητου Κώστα Τριανταφυλλόπουλου (στο ρόλο του εξομολογούμενου Έρι).
Παράλληλα, οι νυχτερινές βιντεοεικόνες του Γιώργου Παντελεάκη και οι ζεστές τζαζ συνθέσεις του Πλάτωνα Ανδριτσάκη, ζωντανά εκτελεσμένες από τον Μίκι Παντέλους συνέβαλαν, αλλά και ανέδειξαν την ατμόσφαιρα του έργου.
Άρτια και δημιουργική βρήκα και τη συμβολή των: Χριστίνας Θανάσουλα (στο φωτισμό), της Μαρίας Κονομή (με το υποβλητικό σκηνικό) και της Κλερ Μπρέισγουελ (κοστούμια).