Είδα από τη θεατρική ομάδα «Aνοικείωση» το θεατρικό έργο «Η μηχανή Άμλετ» του Χάινερ Μίλερ σε χώρο της εφημερίδας «Κόντρα», που μετετράπη σε θεατρική σκηνή και αν εξαιρέσω τη δυσκολία που προκύπτει, κατά τη θέαση, από το στρίμωγμα των -λίγων, λόγω του χώρου- θεατών, η παράσταση είναι αρκετά ικανοποιητική και θέτει επίκαιρους προβληματισμούς.
Ο σκηνοθέτης και δραματουργός ο Χάινερ Μίλερ, μαθητής του Μπρεχτ στο «Μπερλίνερ Ανσάμπλ», αναλαμβάνοντας το 1977 να μεταφράσει τον σαιξπηρικό «Άμλετ», αντί της μετάφρασης έγραψε και προόρισε ως εμβόλιμο σχόλιο στην παράσταση του σκηνοθέτη Μπενό Μπεσόν, ένα μικρό κείμενο με τίτλο «Μηχανή Αμλετ».
Μετά από επεξεργασία του, το έργο αυτό παρουσιάστηκε το 1979 στη Γαλλία, κάνοντας γνωστό τον Μίλερ και εκτός της χώρας του.
Το κείμενο, εμπνευσμένο σαφώς από το σαιξπηρικό δράμα, τις πληγές, την οργή και εκδίκηση του Άμλετ, θέτει ερωτήματα και προβληματίζει γύρω από την αιματηρή πορεία της ανθρωπότητας και το μηχανισμό αρπαγής της εξουσίας. Τουλάχιστον έτσι «προσέλαβα» το, με πολλούς τρόπους ανάγνωσης, συγκεκριμένο και απαισιόδοξο αυτό θεατρικό έργο.
Ομολογώ ότι όλοι οι ηθοποιοί έδωσαν (κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες του εκδότη Πέτρου Γιώτη της «Κόντρα») τον καλύτερο εαυτό τους για την απόδοση του δύσκολου αυτού έργου, αλλά αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του μοναδικού επαγγελματία ηθοποιού Τάσου Ράπτη, ο οποίος σηκώνει το μεγαλύτερο υποκριτικό βάρος, υποδυόμενος τον κεντρικό ήρωα.
Με μια ατελείωτη ποικιλία, σωματικών κυρίως, εκφράσεων που δίνουν ζωή σε μια καλοφτιαγμένη μάσκα (στο πρώτο μέρος) και εναλλαγές στο ερμηνευτικό ύφος, ο Τάσος Ράπτης, ελάχιστα γνωστός σ’ αυτό που ονομάζεται «ευρύ θεατρικό κοινό», αποδεικνύει ότι είναι ένας σπουδαίος ερμηνευτής, με στέρεα εκφραστικά μέσα, υποκριτική τεχνική και αυτοπεποίθηση, που λίγοι ηθοποιοί διαθέτουν (μένει αξέχαστος ο μονόλογος του Άμλετ στο τέταρτο μέρος). Χωρίς βεβαίως να υστερούν: η Κατερίνα Λιόντου, η οποία σηκώνει ένα τριπλό βάρος: της ηθοποιού, της χορεύτριας και αυτής που σχεδίασε τη χορογραφία και την κίνηση της παράστασης και τα άλλα παιδιά.
Θεωρώ ευρηματική την απεικόνιση σε οθόνη, των εκτός θεατρικής σκηνής κινήσεων του Χορού με την Οφηλία και πολύ καλή επίσης και την επιλογή της μουσικής που αποδόθηκε με κλασική κιθάρα από την Μαριλένα Σύψα (ένα πρελούδιο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ) και ηλεκτρική κιθάρα από τον Γιάννη Ξαρχάκο (το Europa του Κάρλος Σαντάνα).
Να επισημάνω, τέλος, και την αρτιότητα του προγράμματος της παράστασης, που περιλαμβάνει όλο το θεατρικό έργο και πλούσιο ενημερωτικό υλικό και να ευχηθώ στην ομάδα της «ανοικείωσης» να μπορέσει να παίξει αυτό το έργο σε μεγαλύτερη θεατρική σκηνή.
Άγγελος Πολύδωρος