Γιατί οι λέξεις δεν σηματοδοτούν την αφήγηση του συγγραφέα, αλλά όσα κρύβονται κάτω από αυτές;
Τι ήταν το μικρογραφικό ειλητάριο;
Ποια ήταν η «μητερούλα του νερού», για τους κατατρεγμένους Εβραίους;
Μπορούν τα δάκρυα να καθαρίζουν το ειδεχθές της ψυχής;
Μπορεί ένας άνθρωπος να γίνει φάντασμα για τους άλλους όλους και για τον εαυτό του;
Μπορεί η πορεία μιας ζωής ενός ανθρώπου να είναι από μοναξιά σε μοναξιά;
Μπορεί ένας ορεινός τόπος να αγριέψει τον άνθρωπο;
Μπορεί ένας παπάς να καβαλά μια μοτοσικλέτα και να ανεβαίνει να υποτάξει την κορυφή του Κόζιακα ή των Τζουμέρκων, για να συναντήσει τον ουρανό;
Ποιες αυτόματες νοητικές προεκτάσεις είχε το σπειροειδές σχήμα του δαπέδου του Καθολικού της Ιεράς Μονής Ιβήρων;
Είναι δυνατόν ένας ιεροκήρυκας να βάζει ρίμελ και σκιές στα μάτια του, θέλοντας να τονίσει έτσι την εικόνα του ανθρώπου, που περνά αφάνταστες ταλαιπωρίες και να περνάει ένα κόμπο πατσουλί πίσω από το αυτί του κάθε τόσο;
Ποιο ήταν το συναξάρι της τελευταίας περιόδου της ζωής του μοναχού Νικόλαου Κοντόπουλου;
Έχει ο Θεός ανάγκη από τρία πρόσωπα για να αναγνωρίζει το εαυτό του;
Τι έγινε στη γιορτή της κουράς του Νικόλαου Κοντόπουλου, όταν είδε τον κατάξανθο νεαρό μοναχό Βόλφγκαγκ;
Τι γίνεται στο Άγιο Όρος, όταν η Εύα απωθείται και τη θέση της παίρνουν αγένεια καλογεράκια και αμούστακτοι επισκέπτες, που ξέρουν να εμπνέονται και ερωτικά την ώρα που προσκυνούν και που λατρεύουν με ειλικρίνεια τον Θεό;
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το Ιερό Κοράνι, την Σοφία Σειράχ και την Καινή Διαθήκη;
Τι σχέση έχουν όλοι αυτοί οι παπάδες, οι ιεροκήρυκες, οι καλόγεροι και η ιερά Μονή των Ιβήρων, με την Άρτα της δεκαετίας του ΄50;
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τους αείμνηστους γονείς και συγγενείς του συγγραφέα, με τον ταξιτζή Κωστάκη Τζουτζούκο, τον σκευοφύλακα τον Λάκη τον Καμπούρη, τη μεγάλη ευεργέτρια Σοφία Ρήγα, τον στρατηγό Λεωνίδα Σπαή, τον ραβίνο Ισαάκ Σαμπά, τον ακριβοθώρητο κοσμοπολίτη της Άρτας, Αίσωνα Τσαπραζλή, τον Σπύρο Φέρη, την ματρόνα του Αρτινού μπορδέλου, Τουρκοβασιλική, τους τρελούς του Αγίου Κωνσταντίνου, τον γύρο του θανάτου, το καφενείο Βιενουά, τα ζαχαροπλαστεία του Σκανδάλη, του Λάκη και το Νέον, τα βιβλιοπωλεία του Αγραφιώτη και του Νικολόπουλου, το εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος του Γκινάκα, τα κτήματα και του μπαξέδες της Άρτας, την Αγία Σοφία, την Παρηγορήτισσα, τον καθεδρικό ναό των Δεσποτών της Ηπείρου, το ρολόι του κάστρου, την πλατεία Σκουφά, το χωριό Καταρράκτη και τη μικρή μας πόλη, με τους δρόμους στενούς και βρεγμένους από τη μόνιμη βροχή;
Το βιβλίο «Οι εξορίες του ιεροκήρυκα Σέργιου Σκανδάλη» μιλάει τελικά για τους ανθρώπους:
που περιμένουν με έκσταση να συναντήσουν το παρελθόν τους,
που ξέρουν ότι οι νεκροί έχουν μια δεύτερη ζωή στη μνήμη των αγαπημένων τους…
που κλαίνε πνιχτά για να μην τρομάξει η ψυχή των νεκρών τους και γυρίσει πίσω,
που ακούνε φωνές νεκρών και βλέπουν πρόσωπα και χαμόγελα απόντων,
που έχουν μνήμες ματωμένες, βασανισμένες, κρυμμένες βαθιά στους αιώνες,
που έχουν μνήμη που ξεσκεπάζει μικροπράγματα, αλλά σέρνουν πίσω τους ολόκληρο φορτίο…
που ηρεμούν όταν θυμούνται τους γονείς τους, τους παππούδες τους, τις γιαγιάδες τους και την πόλη τους,
που βγάζουν δύσκολα τα κρυμμένα μέσα τους,
που παίρνουν λάθος αποφάσεις, λάθος επιλογές,
που μια λύπη αδέσποτη τους ακολουθεί, τρέχοντας παράλληλα με τις σκέψεις τους και τις εικόνες τους,
που είναι αλαφροΐσκιωτοι και δαιμονισμένοι,
που βολοδέρνουν στα στενοσόκακα της δικής τους ζωής…
που ζούσαν το θαύμα του έρωτα μέσα από τη γοητεία που κρύβει πάντα η απαγόρευση, ο κίνδυνος της αποκάλυψης και η αίσθηση πως κάθε στιγμή έρχεται μόνο μια φορά και χάνεται, κι αν δεν την χαρείς, χάνεις μια ακόμα ευκαιρία, που θέλουν να πετάξουν στον ουρανό με μια μηχανή και δεν μπορούν, που σπέρνουνε πόνο, θλίψη και τρέλα, που ξεκινάνε με λάθος τρόπο, για λάθος τόπο, σε λάθος δρομολόγιο… που κινδυνεύουν από τους εαυτούς τους… που κουβεντιάζουν με το παλιό ρολόι της πόλης και παρηγορούνται, διότι είναι ο νυχτερινός σύντροφος της μοναξιάς τους, που ξέρουν ότι οι περιορισμοί είναι ελάχιστοι πια, οι δρόμοι έχουν κλείσει, τα μονοπάτια έχουν χαθεί και το ταξίδι αδιέξοδο… που ούτε τον εαυτό τους τον ίδιο δεν ξέρουν, που μόνοι σηκώνουν το σταυρό του μαρτυρίου, μέχρι να γονατίζουν από το βάρος…
που παλεύουν στη ζωή μόνοι τους ,με τον εαυτό τους και με τα φαντάσματα της ζωής τους,
που η μικρή κλειστή κοινωνία της Άρτας, τους πληγώνει, τους θάβει ζωντανούς, τους κουτσομπολεύει και τους κακολογεί όλους και όλες στις ιδιαίτερες κουβέντες τους,
που ζητάνε βοήθεια και συμπαράσταση από την πόλη τους, την Άρτα και την αρχαία γη, της Αμβρακίας…
που όταν επιστρέφουν στο γενέθλιο τόπο τους, την Άρτα, δεν τους αντέχει η πόλη τους, δεν τους θέλουν οι δρόμοι της και οι πλατείες της, που τους ξέχασαν τα παλιά και τα καινούργια δεν τους αναγνωρίζουν……
Το βιβλίο αυτό είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Ένας ύμνος στο χθες και το πάντοτε.
Ένα μοναδικό κείμενο, ένα χρονικό, μικροϊστορία, μεγαλοϊστορία, διήγηση, νουβέλα και δοκίμιο μαζί.
Ένα εξαιρετικό ποιητικό και ιστορικό αριστούργημα, που πρέπει να διαβαστεί από όλους.
Η αριστοτεχνική αυτή νουβέλα σχεδόν επιβάλλει στον αναγνώστη μια δεύτερη αργή ανάγνωση, προκειμένου να διαφανούν οι λεπτοί ιστοί που διαπερνούν το κείμενο. Ο αναγνώστης καλείται να διεισδύσει στα ενδιάμεσα των ιστοριών, αναζητώντας τα κενά και υφαίνοντας συνδέσεις μεταξύ τους, όπως ο αφηγητής προσπαθεί να διεισδύσει στον εσωτερικό πυρήνα του μικρογραφικού ειλητάριου, ψάχνοντας για στοιχεία, κρυφά νοήματα και λέξεις-σύμβολα…
Ένας συγγραφέας ανήκει μονάχα στην πατρίδα του, στους γονείς του, στον εαυτό του και στη γλώσσα του, σε αυτή την κατοικία, που ακόμα και η πιο τραγική μοναξιά και η πιο μακρινή εξορία δεν μπορούν να θίξουν…
Ένα βιβλίο είναι πάντα μια συνάντηση, του συγγραφέα και του αναγνώστη. Μαζί φτιάχνουν το βιβλίο. Δεν είναι μόνο ο συγγραφέας. Είναι και ο αναγνώστης που επινοεί το βιβλίο. Κάθε αναγνώστης διαβάζει διαφορετικό βιβλίο. Διότι φέρνει όλη του τη ζωή σε ό, τι διαβάζει…
Αυτά είναι τα πράγματα που ο Χάρης Μαυρομάτης μπόρεσε να αφηγηθεί, και ελπίζει να τα αποδεχθούμε, αν όχι, δεν πειράζει….
Ο Χάρης Μαυρομάτης γεννήθηκε το 1946 στην Άρτα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έζησε για ένα διάστημα στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε θέματα διεθνών σχέσεων. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες Ελεύθερος Τύπος και Απογευματινή.
Διετέλεσε διευθυντής διεθνών δραστηριοτήτων της τράπεζας BNP, της Bank Saderat Iran και της Τράπεζας Αττικής. Άλλο έργο του είναι «Ο κήπος των νεκρών».
Κώστας Τραχανάς