Η τέχνη είναι που παρηγορεί, η τέχνη είναι που μας συμφιλιώνει με το πεπρωμένο μας αλλά και με το θάνατο, που ξορκίζει τους φόβους του θανάτου.
Πολλοί συγγραφείς σκέφτονται ότι μόνο γράφοντας θα σωθούν. Αυτή δεν είναι η ψευδαίσθηση όλων των συγγραφέων; Η ιδέα της γραφής δεν είναι η ψευδαισθητική σωτηρία του συγγραφέα, που υποκρύπτει τον φόβο του θανάτου του συγγραφέα (και το δικό μας );
Καμιά φορά όμως τους νεκρούς τους χρειαζόμαστε.
Καμιά φορά ακόμα και ο θάνατος μπορεί να είναι χρήσιμος…
Οι πεθαμένοι δεν στοιχειώνουν τόπους, αλλά τη συνείδηση των ζωντανών και δεν βγαίνουν από θρύλους, αλλά από τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Οι νεκροί δεν πάνε στον ουρανό, αλλά έρχονται από κάποια μακρινή άκρη του Ωκεανού.
Διαφορετικά τι νόημα είχε το πλοίο του ονείρου;
* * *
Το βιβλίο αυτό είναι η ανάδυση μια δύσκολης μνήμης.
Το βιβλίο αυτό γράφτηκε αργά αργά, ήταν το καταφύγιο της Ελένης Λαδιά, το μέρος που επέστρεφε κάθε φορά που ένιωθε καλά, γιατί έτσι είναι τα ευτυχισμένα ταξίδια στη μνήμη.
Στο βιβλίο αυτό, η συγγραφέας Ελένη Λαδιά, αποκαλύπτει τον ηδονοβλεπτικό εαυτό, που βλέπει τη μέσα μνήμη και τη μέσα σιωπή. Δανείζει τις φοβίες και τα φαντάσματά της στους ήρωες της. Προσπαθεί να τιθασεύσει τις σκέψεις στο χαρτί και γίνεται αλεξικέραυνο όπου πέφτουν οι κεραυνοί….
Το βιβλίο της Ελένη Λαδιά είναι ένα βιβλίο περιπλάνησης και διαλόγου με το χρόνο, τη μνήμη, τους ήρωες των παλιότερων βιβλίων της και τον ίδιο της τον εαυτό.
Διαδρομές ηρώων των βιβλίων της , διάλογος κειμένων της και ιστορίες νεκρών της .
Οι φόβοι της, τα όνειρά της και τα φαντάσματα της, οι αγάπες και οι νεκροί της.
Η μνήμη, ανακαλεί θύμησες που παραπέμπουν με τη σειρά τους σε άλλες…
Μπορούν να χαθούν οι άνθρωποι στις μνήμες τους….
Μνήμες από τη φθορά του σώματος και της ψυχής κι από την άγρια μοναξιά του κόσμου. Μνήμες από την οδύνη που προκαλεί η απονέκρωση της απτής πραγματικότητας. Μια καταβύθιση στα σκοτεινά και δυσερμήνευτα του Θανάτου. Μνήμες από την άλλη υπόσταση των νεκρών, όταν πλέον γίνονται αέρας, φύσημα, ίσκιος. Από την άλλη ζωή τους, αυτή που ζουν εντός μας. Μνήμες από τη δυνατότητά μας να ξενοδοχούμε τους πεθαμένους μας μέσω της μνήμης.
Τα όρια μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας είναι ρευστά…
Υπάρχουν στη γη χαραγμένες γραμμές, λεπτές γραμμές, αόρατες για τα μάτια νεκρών και ζωντανών, όπου συναντιούνται και επικοινωνούν οι ζωντανοί με τους πεθαμένους….
Όλα μέσα στο βιβλίο εγκλωβίζονται στα όρια του θανάτου. Όχι μόνο δεν διαφαίνεται καμία διέξοδος, αλλά ο θάνατος, όντας αναγκαία προϋπόθεση της ανάμνησης, είναι το μοναδικό πεδίο, όπου οι άνθρωποι μπορούν να ακούσουν ο ένας τον άλλο και να ακουστούν.
Ο θάνατος ταυτίζεται με το λόγο.
Τα πρόσωπα του βιβλίου έχουν λόγο, ακριβώς γιατί είναι νεκρά.
Η συγγραφέας δεν γράφει μόνον για τα όνειρα της, αλλά μετουσιώνει την πραγματικότητα σε έργο τέχνης.
Η συγγραφέας συνομιλεί με τους ήρωες των βιβλίων της, αυτά τα πλάσματα της συγγραφικής έμπνευσης.
Η συγγραφέας ενδιαφέρεται για τους ήρωες της, διότι δεν είχε κανένα άλλο στον κόσμο, ολομόναχη έμεινε, άγαμη και άτεκνη…
* * *
Το σπίτι της έχει δυο όψεις με τα εσωτερικά και τα εξωτερικά του παράθυρα, για την συγγραφέα και τα φαντάσματά της. Τα πλάσματα της φαντασίας της συγγραφέως έρχονται στο σπίτι της, όπως και οι νεκροί της πρόγονοι.
Νεκροί, αναμνήσεις, ενοχές, τριτοπάτορες, πρόγονοι, έρωτες, φαντάσματα, λάμιες, δαίμονες, αλαφροϊσκιωτοι, παράλληλα σύμπαντα, όνειρα και πλάσματα των γραπτών της συγγραφέως.
Η συγγραφέας αποφάσισε να πετάξει όλα τα όνειρα της ζωής της.
Όνειρα αχνά, καχεκτικά, κουρασμένα ακόμη από την κοιλιά της μάνας τους της Νύχτας, που δεν είχε σύζυγο ούτε εραστή. Όνειρα βλάσφημα, όνειρα θρασύτατα, όνειρα πορφυρογέννητα, όνειρα νικηφόρα και ματωμένα, όνειρα καταφρονεμένα, όνειρα αληθινά ή ψεύτικα, όνειρα εφιαλτικά, ταπεινωμένα όνειρα, όνειρα νεκρικά (σε αυτά ξαναπεθαίνουν οι πεθαμένοι), όνειρα που σε αλυσοδένουν στο στρώμα, έγχρωμα όνειρα, χλωμά και άτολμα όνειρα, τολμηρά και φιλόδοξα όνειρα, μικρά και απόκρυφα όνειρα, αυστηρώς προσωπικά όνειρα, ανεκπλήρωτα όνειρα, βρεγμένα όνειρα («Βρέχει μέσα στο όνειρο » λέει ο Ηπειρώτης ποιητής Μιχάλης Γκανάς).
Τα όνειρά της ζούσαν κοντά στο λιβάδι με τα ασφοδίλια, εκεί όπου άρχιζε η χώρα του Άδη.
Τα όνειρα της δεν έχουν χωρόχρονο.
Η συγγραφέας ξέρει ότι οι άνθρωποι γερνούν μόνο όταν χάσουν τα όνειρα και εγκαταλείψουν τα ιδανικά τους.
Η συγγραφέας ξέρει ότι η ζωή μας αποκαλύπτεται στα σημεία. Στη λεπτομέρειά της συγκεντρώνει όλη της τη σοφία, η ζωή.
Εξάλλου ζωή δεν είναι μόνο τα όσα ζήσαμε, αλλά και τα όσα φοβηθήκαμε, ονειρευτήκαμε, επινοήσαμε, εμπνευστήκαμε, γράψαμε.
* * *
Τα αριστοτεχνικά αυτά διηγήματα επιβάλλουν στον αναγνώστη μια δεύτερη αργή ανάγνωση, προκειμένου να διαφανούν οι λεπτοί ιστοί που διαπερνούν τα κείμενα. Ο αναγνώστης καλείται να διεισδύσει στα ενδιάμεσα των ιστοριών, αναζητώντας τα κενά και υφαίνοντας συνδέσεις μεταξύ τους.
Το πιο βαρύ πράγμα που κουβαλάνε αυτά τα διηγήματα είναι το ασήκωτο βάρος της μνήμης.
«Ο ονειρόσακκος» μελαγχολεί, νοσταλγεί και μιλάει για όλους αυτούς που αγωνίζονται να μην πιάσει η καρδιά τους δέρμα. Να παραμείνει η καρδιά τους ευαίσθητη κι ευάλωτη.
Ένα εξαιρετικό ποιητικό αριστούργημα, που πρέπει να διαβαστεί από όλους.
* * *
Η Ελένη Λαδιά γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Σπούδασε αρχαιολογία και θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Άλλα έργα της είναι :«Χάλκινος ύπνος», «Η θητεία», «Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι», «Ταραντούλα» κ.α.
Εκδόσεις: ΕΣΤΊΑ
Συγγραφέας: ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙΑ