Δεκαεννιά ιστορίες μάς θύμισαν τα χαλικάκια που σκόρπιζαν πίσω τους εκείνα τα παιδιά του παραμυθιού για να μη χάσουν το δρόμο… Στεκόμαστε για λίγο, ρίχνουμε μια ματιά μονάχα πίσω, σ΄ αυτά τα πενήντα χρόνια, και προχωράμε. Σίγουροι πως θα συναντηθούμε ξανά για να γιορτάσουμε, στην επόμενη στροφή, με κάποια άλλη αφορμή… Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό που έχει σημασία είναι η διαδρομή που έχουμε μοιραστεί, οι εικόνες που την έχουν σημαδέψει. Οι εικόνες που σώζονται ανεξίτηλες στα μάτια των φίλων που έρχονται να γιορτάσουν μαζί μας… Το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να περιμένει κανείς. Το μοναδικό όφελος στο οποίο θα μπορούσε να προσβλέπει. Γι΄ αυτό και τα έσοδα της έκδοσης αυτής διατέθηκαν στο «Χαμόγελο του Παιδιού»…
Στην έκδοση «Το Χαλάνδρι που γνώρισα» 19 διαφορετικά πρόσωπα έγραψαν για την περιοχή: Μάνος Ελευθερίου 1938-2018, Γιάννης Σμαραγδής Σέργιος Γκάκας,Κατερίνα Ζαρόκωστα, Έρση Σωτηροπούλου, Μαρία Γαβαλά, Μαρλένα Πολιτοπούλου, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Γιάννης Σπανδωνής, , Έλενα Μαρούτσου, Συλλογικό έργο, Σάντρα Δόμβρου, Χρήστος Σ. Σαμουηλίδης, Γιώργος Δενδρινός, Ευριπίδης Κλεόπας, Ασπασία Καλλιάνη, Αντώνης Κρύσιλας, Νίκος Παναγιωτόπουλος Το βιβλίο εκδόθηκε το 2005 με την ευκαιρία του εορτασμού των 50 χρόνων από την ίδρυση του Βιβλιοπωλείου Ευριπίδης.
Η ΑΜΑΡΥΣΙΑ παραθέτει αποσπάσματα από την ξεχωριστή συλλογή
Mάνος Ελευθερίου
«Το Χαλάνδρι που γνώρισα στα 1953 ήταν μια πανέμορφη εξοχή, αλλά και μια οργανωμένη πόλη, με πολλές μονοκατοικίες του μεσοπολέμου και θαυμάσιους κήπους. Υπήρχαν όμως και απέραντες αδόμητες εκτάσεις γεμάτες δέντρα. (…) Η αφετηρία των λεωφορείων προς το Χαλάνδρι ήταν και τότε στην πλατεία Κάνιγγος. Το εισιτήριο κόστιζε 1 δραχμή και 20 λεπτά μέχρι την Αγία Βαρβάρα και 20 λεπτά ακριβότερα μέχρι το τέρμα. Τα σημερινά περίπτερα είναι από τότε φυτεμένα στην ίδια θέση. Στην πλατεία Δούρου υπήρχε η ταβέρνα του Καστρίτση, όπου από νωρίς το απόγευμα ανέπεμπε ο ψήστης θυμιάματα προς τους αθανάτους. Έψηναν γουρουνόπουλα, και οι μύτες έσπαγαν από την ερεθιστική μυρωδιά».
Νίκος Παναγιωτόπουλος
Γράμμα στον πατέρα
«Στην πλατεία δεν κατεβαίνει τόσο συχνά, όπως άλλοτε. Όχι ότι είναι μεγάλη η απόσταση, αλλά τώρα τελευταία, εκεί που η Μεσολογγίου ανηφορίζει, στην καινούργια αφετηρία των λεωφορείων, νιώθει καμιά φορά την ανάσα του να λιγοστεύει. Σταματάει στο γεφυράκι, όπως του ’χει πει ο γιατρός να κάνει όποτε λαχανιάζει, κι επειδή δεν έχει πού να κοιτάξει, κοιτάει το ρέμα. Στεγνό σήμερα, αλλά κάποτε κατέβαζε πολύ νερό – μια δόση είχε πνίξει και κάτι γέρους, είχε γίνει μεγάλο θέμα. Επειδή δεν έχει πού να κοιτάξει, κοιτάει προς τα πίσω, προς τη δική του αφετηρία, και αναλογίζεται πού τον έβγαλε το ρέμα της ζωής του».
(…)Βγαίνει στη Βασιλέως Κωνσταντίνου, Ανδρέα Παπανδρέου σήμερα. Περιμένει να περάσει το τρόλεϊ –καινούργιο φρούτο κι αυτό!– και σκέφτεται πως μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ό,τι και να κάνεις. Έχει κι έναν κόμπο στο λαιμό – τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύ ευσυγκίνητος, του το λέει κάθε τόσο και η γυναίκα του. Φτάνει στην είσοδο της στοάς και κοντοστέκεται. Θυμάται πως τον Ευριπίδη τον πρόλαβε υπάλληλο στο “Λουξ”, επί της Αγίας Παρασκευής, πριν ακόμη ανοίξει δικό του χαρτοπωλείο, λίγο πιο πέρα απ’ το σημείο όπου στέκεται, στην άλλη γωνία».
Ευριπίδης Κλεόπας
Τα παιδικά μας σινεμά
«Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’50 εγκαταστάθηκαν οι γονείς μου στο Χαλάνδρι, η οδός Ύδρας, που έχτισαν τη μονοκατοικία όπου σήμερα ακόμη κατοικούμε, δεν ήταν παρά ένας χωματόδρομος. Ένας χωματόδρομος ανάμεσα σε δύο λεωφόρους, που στις πρώτες βροχές του φθινοπώρου μετατρέπονταν σε χείμαρρο, παραπόταμο του γειτονικού μας Ποδονίφτη. Ιδιότητα που τη διατηρεί ως σήμερα! (…) Τι άλλο μπορεί να μείνει απ’ το Χαλάνδρι των παιδικών και νεανικών μας χρόνων, αν όχι τα θερινά και τα χειμερινά του σινεμά; Σινεμά με την αλητοπαρέα, σινεμά αντί για απογευματινό σχολείο, σινεμά των πρώτων ραντεβού. Σινεμά, όπως Τιτάνια, Ελευθερία, Αρμονία, Αβάνα, Αστέρια, καθώς και Αθηνά, Αμίρ, Αμίκο, Μαργαρίτα…».
Έρση Σωτηροπούλου
3 Οκτωβρίου 2004
«(…) Δεν υπήρχε κάτι ιδιαίτερο σ’ αυτή τη γειτονιά. Χαμηλά κτίρια, μικροί περιποιημένοι κήποι με γκαζόν. Θα μπορούσες να πεις ότι ήταν ωραία, ένα ήσυχο μέρος για να ζεις, γι’ αυτό είχε αποφασίσει να μετακομίσει. Ζούσαν κυρίως οικογένειες μ’ ένα ή δύο παιδιά. Συχνά μια γιαγιά έμενε μαζί τους. Αυτό ήταν το σπαστικό. Ότι όλα εδώ ήταν τόσο κανονικά. Ένιωσε νοσταλγία για την παλιά της γειτονιά με τα σκουπίδια εβδομάδων στους δρόμους, με τους ζητιάνους και τα πρεζόνια που έβρισκαν καταφύγιο στην είσοδο της πολυκατοικίας».
Στο Χαλάντρι του Bασίλη Νικολαΐδη
Η «Αthens Voice», πάντως, παρέθεσε και ένα τραγούδι που έγινε σχεδόν ύμνος της πόλης του Χαλανδρίου (δημιουργία του τραγουδοποιού Βασίλη Νικολαΐδη), το οποίο, όπως αναφέρει το έντυπο, ο επισκέπτης οφείλει να αποστηθίσει, αν θέλει να αποκτήσει την πολυπόθητη (και απαραίτητη) βίζα και να είναι… καλοδεχούμενος, όπως έγραφε πριν από λίγα χρόνια το στέλεχος της δημοτικής Αρχής Σέργιος Γκάκας.
Τα καινούργια μαγαζιά
τα ’χουν φτιάξει από γυαλί και πορσελάνη
και κινέζικο θα βρεις
και τη γεύση τη λεπτή στου Ιορδάνη.
Σ’ ένα κόσμο που μοχθεί
να κρατάει ζωντανές τις παραδόσεις
το μπακάλικο μπορεί
να ’ναι πλάι στις μπουτίκ αν δεν το δώσεις.
Μέσα σε μια Κιβωτό
οι βιτρίνες, τα μπεμβέ και τα παπάκια
συμβιώνουνε κομψά
με του δρόμου τα σκυλιά και τα γατάκια
σαν κασέτα με Βανδή,
Τζέθρο Ταλ, Κολυμβητές και Καζαντζίδη
κάθε τρόφιμος μπορεί
να ’χει κάποιες επαφές με τ ’ άλλα είδη.
Οι ξενύχτηδες εκεί
Ειν’ αστέρια και θεοί, είναι ωραίοι,
είναι και σωβινιστές,
είναι κι εγωκεντρικοί και Χαλαντραίοι.
Γιατί εκείνος που μπορεί
μες στη νύχτα να σαρκάζει ό,τι μοστράρει
δεν γουστάρει και πολύ
να του κάνουν κριτική τώρα οι άλλοι.
Πού να φύγεις, θα χαθείς,
για το κέντρο θες ολόκληρο ταξίδι
το καλύτερο κρασί
όταν παρακουνηθεί γίνεται ξίδι.
Σε ταβέρνες τοπικές,
στα σουβλάκια και στα μπαρ, στα καφενεία
ειν’ η ντόπια μοναξιά,
στα πενήντα και τραβάει την εφηβεία.
Τι γυρεύει ένας παγκρατιώτης στο Χαλάνδρι; Του ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΑΣΚΟΖΟΥ *
Βραδινό καλοκαίρι, ζέστη. Τα παιδιά στο Χαλάνδρι ανεβάζουν μια επιθεώρηση στη Ρεματιά. Σκηνοθετεί ο Σέργιος – ακόμα σκηνοθετεί και γράφει. Η Ρεματιά πρόχειρα διασκευασμένη σε θέατρο. Όλο το ζωντανό Χαλάνδρι είναι από κάτω και παρακολουθεί. Δεν είναι θεατές, συμμετέχουν με κάποιον αδιόρατο τρόπο σε αυτό που γίνεται στην εξέδρα. Πολύ αργότερα η Ρεματιά θα καθιερωθεί ως επίσημο θέατρο του προαστίου.
Είναι απόκριες, χρόνια πριν. Ψάχνουμε ένα γκαράζ στο Χαλάνδρι όπου γίνεται πάρτι. Είναι οι πάντες εκεί: Η Μάρβη, ο Σέργιος, ο Χρήστος, ο Γρηγόρης, που δεν υπάρχει πια, η Στέλλα, ο Άγγελος του Πολίτη με ένα μόρτικο καπέλο… η ατμόσφαιρα είναι ζαλιστική, όλοι κουνιούνται στο ρυθμό, η μπάρα είναι πρόχειρα φτιαγμένη πάνω σε κάτι σίδερα και τα ποτά είναι ρεφενέ. Η παρέα του Χαλανδρίου θριαμβεύει ενάντια στο χρόνο.
Στο Hobo, το μπαρ του Χρήστου, βρέθηκα από τύχη λίγο αργότερα. Στην μπάρα ήταν η παλιοπαρέα. Μεγαλωμένη, διευρυμένη. Είχαν γκριζάρει, κάποιοι είχαν παντρευτεί, μερικοί είχαν ήδη χωρίσει, ορισμένοι δεν ζούσαν πια στο Χαλάνδρι. «Παρακμή» είπε δίπλα μου η Ντάνα, «είμαστε εδώ» της απάντησε η Ελένη. Μια ομάδα οικολόγων σχεδίαζε να κατέβει στις δημοτικές εκλογές. Είχαν ήδη σώσει το Ρέμα και θέλανε να σώσουν κι άλλους άδειους χώρους.
Μεσημέρι στου Μήτσου, στην πλατεία. Ο Γρηγόρης πίνει μια μπίρα συνοδεία τυράκι στα όρθια (αυτό θα τον φάει) και στο τραπέζι ο Πάνος μας μιλάει για την αγάπη του, τα λαϊκά τραγούδια. «Να γράψεις όλα όσα ξέρεις γι’ αυτούς» του λέω, «δεν ξέρω αν θα προλάβω» απαντάει. Δεν πρόλαβε. Σάββατο μεσημέρι, στο καφέ του Ευριπίδη στη Στοά, το καλύτερο βιβλιοπωλείο, ίσως, στη χώρα. Μοντέρνο, φιλικό με ποικιλία προτάσεων. Στο καφέ του θα συναντηθούμε με τον Γιώργο, παλιό Χαλανδραίο, διευθυντή ραδιοφωνικού σταθμού, κατεβαίνει από την ανατολική Αττική, όπου μένει, συχνά για να βρει τους φίλους του. Το βιβλιοπωλείο του Θοδωρή και της Κούλας δεν είναι μόνο για αγορές, είναι σημείο συνάντησης της νοσταλγίας με το σήμερα. Το βράδυ στο μπαράκι της Φλύας, δίπλα στο ρέμα, θα σερβιριστείς από το χεράκι της Γιώτας. Και μόνος να είσαι δεν αισθάνεσαι μόνος, λέει ο Φωκίων, φίλος και πελάτης.
Δεν είμαι καν έπηλυς-μετανάστης στο Χαλάνδρι. Είμαι απλώς φίλος αυτής της περιοχής. Προερχόμενος από το Παγκράτι, όταν ο Λέντζος, το Μετς και ο Φωκιανός ήταν ακόμα στέκια οποιασδήποτε ημέρας και ώρας βρήκα στο Χαλάνδρι κάτι από κείνα τα χρόνια. Ξέρω ότι οι Χαλανδραίοι φίλοι μου, έχοντας ζήσει χρυσά χρόνια, γεμάτα ζαχαρένιες αναμνήσεις και απλωσιές πρόθυμες να υποδεχτούν τη νεότητα, βλέπουν σήμερα ένα Χαλάνδρι-καρικατούρα, πνιγμένο στο μπετόν, τριγυρισμένο από μεγάλα γυάλινα κτίρια, ανερωτικό, γερασμένο. Δίπλα του, όμως, το φωτισμένο Μαρούσι-Μανχάταν, κατά το γραφικό πρώην δήμαρχό του, σε νυστάζει, η Κηφισιά πλέει στην παρακμή των νεόπλουτων, ο Χολαργός έχει μείνει μια επαρχία… Το Χαλάνδρι θα υπάρχει όσο υπάρχουν οι παρέες του.
* Ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος είναι δημοσιογράφος. Μεταξύ άλλων, έχει δημοσιεύσει διηγήματα με τίτλο «ΜΕΖ» (εκδ. Καστανιώτης)
ΦΛΥΑ-ρίες Tου ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΛΑΖΩΝΙΤΗ *
Κάποιος με σκουντάει επίμονα. Πρέπει να ξυπνήσω. Μοιάζει με Σάββατο. Μοιάζει με άνοιξη. Εξακολουθεί και με σκουντάει. … Γυρίζω πλευρό να δω. Μένω μάρμαρο! Εγώ… με σκουντάω. Περίπου οκτώ χρονών έχω περπατήσει μέσα στη δεκαετία του ’60 με παπούτσια ελβιέλα, καρό πουκαμισάκι και… μου φωνάζω: σήκω ρεμάλι, θέλω να πάμε βόλτα στα μέρη που μεγάλωσα! Ο πιτσιρικάς εγώ! Δεν το πιστεύω. Σηκώνομαι. Ντύνομαι μηχανικά. Με παίρνει από το χέρι και βγαίνουμε στο δρόμο (…) Το στομάχι μου έχει αρχίσει και γουργουρίζει. Παίρνω την Παπανδρέου για να βγω στην Παπανικολή. Περνάμε το διάζωμα και πέφτουμε πάνω στο μαγαζί του Τερκενλή. Άλλη τρέλα εδώ. Αυτός, πέρυσι, πήρε από τη Θεσσαλονίκη το φορτηγό του Σαββόπουλου, το γέμισε τσουρέκια και ήρθε να τα πουλήσει εδώ. Ουρά τα αυτοκίνητα και η μυρωδιά να λιγοθυμάς. Βγαίνουμε στην Εθνικής Αντιστάσεως. Η άκρη της συναντάει την Κηφισίας. Εκεί υπάρχει καλλίγλυπτος επιγραφή: «Καλώς ήλθατε στον Δήμο Φλύας». Φλύα: εύκαρπος γη. Πού πάμε, με ρωτάει ο πιτσιρικάς. «Στον Κίτσουλα, να φάμε» του απαντώ. «Θα παραγγείλουμε κεφτεδάκια, ιμάμ και κολοκυθόπιτα. Αντιρρήσεις δεν θέλω». Στρίβουμε στη Φιλικής Εταιρείας. Το μαγαζί είναι εκεί από το 1948. Το καλύτερο μαγέρικο στην Αθήνα. Μπαίνουμε μέσα. Ο κυρ-Χρήστος παίρνει παραγγελίες, τραγουδάει ένα παλιό σε κάθε λογαριασμό και φωνάζει στον Δημήτρη. Αυτός φωνάζει στη Μαρία, στην κουζίνα. Και η Μαρία φωνάζει σε όλους. Όλα σωστά. Σαν το σπίτι μας. Καθόμαστε. Κοιτάζω τον πιτσιρικά. «Ρε συ» του λέω, «όμορφος ήμουν μικρός». «Ναι, αλλά εγώ έγινα χάλια όταν μεγάλωσα» μου απαντά. Οι κεφτέδες μού ανατινάζουν τα ρουθούνια. «Στην υγειά μας, ρε» του λέω. «Για να μείνει η νοσταλγία αυτό που ήταν!» Πίνουμε. Αυτός ταμ-ταμ, εγώ μπίρα. Η νοσταλγία μας λέγεται Χαλάνδρι.
* Ο Δημήτρης Χαλαζωνίτης είναι ποιητής.